Η χυδαιότητα της καθημερινότητας την εξουθένωνε. Κάποτε. Η ανοησία των ανθρώπων, η ευκολία με την οποία ο καθένας, για να βολευτεί δεν δίσταζε να καταπατήσει κάθε αρχή αξιοπρέπειας και δικαίου. Οι άσχημες κουβέντες τους. Τα λόγια τους που ήταν πάντα κακόβουλα, οι σκέψεις τους που περιστρέφονταν αποκλειστικά γύρω από τον κακοπροαίρετο σχολιασμό των άλλων και που παπαγάλιζαν με περηφάνια εφήμερα τηλεοπτικά σκουπίδια. Η ευκολία με την οποία επέλεγαν να συμπεριφερθούν με επιθετικότητα, η έλλειψη ενσυναίσθησης και συχνά, κοινής λογικής στα λόγια και στις πράξεις τους. Οι μικρές και ατελείωτες μηχανορραφίες στον εργασιακό της χώρο, οι ελιγμοί για την εξασφάλιση κάποιας υπερωρίας ή ενός ρεπό, η άλληλο-υπονόμευση συναδέλφων για μια προαγωγή και ένα Bonus.
Όλες αυτές οι καταστάσεις της προκαλούσαν ένα σφίξιμο στο στήθος, ένα πλάκωμα. Σαν να μην υπήρχε αρκετός αέρας για ν’ ανασάνει. Η ζωή της βάραινε λες και ένα αόρατο σύννεφο που είχε απλωθεί στον ουρανό, χαμήλωνε κάθε μέρα όλο και περισσότερο και την δηλητηρίαζε αργά αλλά αμετάκλητα με το δηλητηριώδες περιεχόμενό του.
Τελευταία δε, είχε αρχίσει να απελπίζεται. Έτσι λοιπόν θα κυλούσε η υπόλοιπη ζωή της; Μέσα στο γκρίζο λαβύρινθο άσχημων κτιρίων; Θα ήταν πάντα μια ατελείωτη σειρά μικρών και μεγάλων συγκρούσεων με μικρόψυχους και σκοτεινούς ανθρώπους; Ένας ατέρμονος αγώνας επιβίωσης με έπαθλο λίγα ψίχουλα που θα της επέτρεπαν να συνεχίσει για μια ακόμα μέρα; Επίσης, έβλεπε παράξενα όνειρα. Αναμνήσεις από την παιδική της ηλικία, ανθισμένες πασχαλιές και βόλτες στην άμμο μιας παραλίας μέσα στο σούρουπο, κρατώντας το χέρι του πατέρα της που εκείνα τα χρόνια της φαινόταν τεράστιος, σαν προστατευτικός θεός.
Μετά, βρήκε τον μεγάλο καθρέφτη. Σ’ ένα παλαιοπωλείο, κάπου στο Μοναστηράκι. Καθώς περπατούσε βιαστικά απ’ έξω από εκείνο το σκοτεινό μαγαζάκι, για να προλάβει ένα επαγγελματικό ραντεβού, είχε δει με την άκρη του ματιού της μια φευγαλέα αντανάκλαση, κάτι σαν ηλεκτρικό σπινθήρα. Είχε γυρίσει το κεφάλι της ενστικτωδώς, όπως κάνουν οι άνθρωποι όταν βλέπουν κάτι ασυνήθιστο με την περιφερειακή τους όραση. Και τότε, το βλέμμα της έπεσε πάνω στον καθρέφτη που στεκόταν σ’ ένα μικρό βάθρο, στο κέντρο της σκονισμένης βιτρίνας του μαγαζιού: Ένα κυκλικό κομμάτι αντανακλαστικού γυαλιού που είχε αρχίσει να μαυρίζει στις άκρες του και που το περίβαλλε ένα χάλκινο δαχτυλίδι από λεπτεπίλεπτα σκαλίσματα τα οποία απεικόνιζαν φυλλαράκια και λουλούδια και ελικοειδείς μίσχους αναρριχητικών φυτών.
Σταμάτησε να περπατάει και κοίταξε τον καθρέφτη σαν μαγεμένη. Ο κόσμος αποκτούσε μια παράξενη μαγεία μέσα στ’ απατηλά του βάθη, τα απέναντι κτίρια έμοιαζαν μυστηριώδη και ενδιαφέροντα, φορτωμένα μυστικά, το φως του ήλιου ήταν πιο γλυκό και παιχνιδιάρικο, σαν διάφανο οπάλιο. Ακόμα και τα αυτοκίνητα έχαναν λίγη από την βιομηχανική τους πεζότητα. Εύκολα θα τα περνούσε κανείς για τις αυτοκινούμενες άμαξες ενός παράλληλου σύμπαντος όπου η ανθρωπότητα είχε ακολουθήσει ένα διαφορετικό εξελικτικό μονοπάτι.
Εκείνη τη στιγμή ξέχασε τα πάντα, το ραντεβού της, την αφύσικη ζέστη εκείνου του άνυδρου Οκτώβρη, την κακοφωνία από τα μηχανάκια που περνούσαν στο δρόμο, τις ύβρεις που αντάλλασσε ένας κακόκεφος καταστηματάρχης με κάποιον ιδιοκτήτη ΙΧ που είχε παρκάρει έξω από το κατάστημά του. Μπήκε στο παλαιοπωλείο και ρώτησε έναν υπάλληλο, έναν μάλλον καλοσυνάτο κύριο με παλαιομοδίτικο μουστάκι, πόσο έκανε ο καθρέφτης. Εκείνος την είχε κοιτάξει καλά-καλά, και κάτι είχε αστράψει στο βλέμμα του. Της ζήτησε ένα εξωφρενικά μικρό ποσό και έτσι, ύστερα από πέντε μόλις λεπτά, ξαναβγήκε από το παλαιοπωλείο κρατώντας άγαρμπα στα χέρια της το πακεταρισμένο λάφυρό της, έχοντας ξεχάσει εντελώς το ραντεβού και τις λοιπές κοινωνικές της υποχρεώσεις. Για πρώτη φορά, ύστερα από χρόνια ολόκληρα, ένιωσε χαρούμενη. Κάτι πετάρισε μέσα της, σαν ένα πουλί που τέντωνε τα φτερά του. Είχε γίνει ανάλαφρη ξαφνικά, κεφάτη.
Εκείνο το βράδυ κρέμασε τον καθρέφτη στο σαλόνι της, στη θέση ενός αδιάφορου πίνακα που σκόπευε να ξεφορτωθεί έτσι κι αλλιώς. Της άρεσε εκείνο το σημείο. Κυριαρχούσε στο χώρο. Στάθηκε μπροστά του, ατένισε το είδωλό της και το σαλόνι που απλωνόταν γύρω της και της φάνηκε για μια στιγμή ότι εκείνο το δωμάτιο είχε γίνει πιο μεγάλο και μεγαλόπρεπο από όσο θα έπρεπε. Χάιδεψε με τα ακροδάχτυλά της την περιφέρεια του καθρέφτη, το μεταλλικό δαχτυλίδι που τον τύλιγε, και τα σκαλιστά άνθη και τα φύλλα φάνηκαν ν’ αναδεύονται κάτω απ’ το άγγιγμά της.
Εκείνο το βράδυ αποφάσισε να σπάσει τη ρουτίνα της ζωής της. Έβγαλε τα καλά της σεντόνια και μια κουβέρτα από τη ντουλάπα και τα άπλωσε στον καναπέ που βρισκόταν απέναντι από τον καθρέφτη. Απόψε θα κοιμόταν εκεί, μακριά από το βαρετό κρεβάτι της.
Θα ζούσε μια μικρή περιπέτεια.
Έκανε ένα ντους, φόρεσε τις πιτζάμες της, άναψε ένα κερί για να κάνει ατμόσφαιρα και ξάπλωσε στον καναπέ, τυλιγμένη με την αφράτη κουβέρτα που μύριζε λεβάντα. Έξω έβρεχε και ορμητικές ψιχάλες κροτάλιζαν απαλά στο τζάμι των παράθυρων του μικρού της διαμερίσματος. Τα λάστιχα των αυτοκινήτων που περνούσαν απ’ έξω παρήγαγαν ένα μακρόσυρτο και υγρό αχό που θύμιζε τα κύματα κάποιου πελώριου ωκεανού.
Άρχισε να κοιτάζει μια το ταβάνι, μια το κερί που έκαιγε στο τραπεζάκι του σαλονιού και μια τον καθρέφτη που σπιθοβολούσε αχνά στο γλυκό ημίφως και ένιωσε ευτυχισμένη. Απόλυτα και αυθεντικά. Λες και ήταν ξανά μικρό παιδί και είχε φτιάξει ένα μικρό αντίσκηνο με τα σεντόνια της και διάβαζε με το φως ενός ηλεκτρικού φανού το αγαπημένο της βιβλίο.
Κάποια στιγμή θα πρέπει να την πήρε ο ύπνος γιατί ξύπνησε απότομα. Πλημμυρισμένη από μια παράξενη αίσθηση, σίγουρη πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Είχε γυρίσει το πρόσωπό της προς τη ράχη του καναπέ και τώρα έβλεπε πως το περίγραμμα του κεφαλιού της διαγραφόταν πεντακάθαρο πάνω στη δερμάτινη επιφάνειά του. Το σαλόνι της είχε πλημμυρίσει από ένα περίεργο φως. Ανακάθισε και το βλέμμα της εστιάστηκε στον καθρέφτη. Το φως πήγαζε από εκεί. Ήταν πολύ όμορφο, χρυσοπράσινο και αναδευόταν ρυθμικά λες και φιλτράρονταν μέσα από τις φυλλωσιές ηλιόλουστων δέντρων. Σηκώθηκε όρθια και στάθηκε μπροστά του μαγεμένη. Ο κόσμος που έκρυβε στα βάθη του είχε αλλάξει. Δεν ήταν πια το είδωλο του βαρετού σαλονιού της. Ήταν ένας χώρος άλλος, φωτισμένος άπλετα από τη λάμψη μιας ανοιξιάτικης ημέρας: Ένα σαλόνι με έπιπλα που ήταν ανάλαφρα και κομψά ενώ πέρα απ’ αυτά, άνοιγε μια κυκλική μπαλκονόπορτα που έβγαζε σ’ έναν υπέροχο κήπο γεμάτο με ανθισμένα δέντρα και λουλούδια. Και ακόμα πιο μακριά, στο χείλος του ορίζοντα, υψώνονταν οι κομψοί πύργοι και τα μέγαρα μιας θαυμαστής πόλης ενώ από πάνω τους, μέσα σ’ ένα βαθυγάλανο ουρανό, έπλεαν σαν ασημένια σύννεφα πανέμορφα αερόπλοια και σφαιρικά αερόστατα από τα οποία κρέμονταν πολύχρωμα λάβαρα.
Άγγιξε απαλά την επιφάνεια του καθρέφτη και εκείνη υποχώρησε σαν λεπτεπίλεπτη μεμβράνη. Στις άκρες των δαχτύλων της ένιωσε το απαλό και δροσερό φιλί μιας ανοιξιάτικης αύρας και τότε, κατάλαβε πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει. Πήρε μια κόλα χαρτί και έγραψε ένα μικρό σημείωμα σύμφωνα με το οποίο, επιθυμούσε ο καθρέφτης να επιστραφεί στο κατάστημα από όπου τον είχε αγοράσει. Μετά, φόρεσε εκδρομικά ρούχα, στάθηκε μπροστά στην κάθετη επιφάνειά του, δρασκέλισε το περίτεχνο πλαίσιο από χαλκό και χάθηκε στα φωτοβόλα βάθη του, για πάντα.
Η τελευταία σκέψη που έκανε προτού εγκαταλείψει τη γκρίζα πραγματικότητα του δικού μας κόσμου ήταν η εξής:
Ίσως θα έπρεπε να έχει ντυθεί πιο κομψά για να υποδεχτεί σαν καλή οικοδέσποινα τον επόμενο αγοραστή που θα περνούσε στην άλλη πλευρά.
Tags: antique , fantasy , fantasy story , mirror , other world , parallel world , short-story , The Weird Side Daily , world , άλλη πλευρά , αντίκα , βράδυ , διήγημα , διήγημα φαντασίας , Έρικ Σμυρναίος , καθρέφτης , καναπές , κόσμος , Λάμψη , μαγαζί , παράλληλος κόσμος , πλευρά , σαλόνι , ύπνος , φαντασία , φως
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.