Ο όρκος του βάρδου

“Ξάφνου σταμάτησε, όταν η ομίχλη τον τύλιξε σφιχτά και όλα μαύρισαν. Φωνές άρχισαν να ψιθυρίζουν τρεμουλιάζοντας· φωνές εξαίσιες και αριστοκρατικές, σαν το τραγούδι των κυράδων των παλιών καιρών.
«Ποιος είναι εκεί;» ψιθύρισε, φοβούμενος πως έχανε και το μυαλό του μαζί με την όρασή του. «Θεέ και Κύριε! Δεν βλέπω τίποτα!»
«Κλείσε τα μάτια σου, και θα δεις τα πάντα», απάντησαν οι φωνές.”

12 Ιανουαρίου 2021

Λεγόταν πως η Ελλάδα ήταν ένα μέρος στο οποίο οι θρύλοι δεν πέθαιναν ποτέ. Κι αυτή ακριβώς η πεποίθηση ήταν που βοήθησε τον Σερ Άρθουρ να πάρει την απόφασή του, ενώ αναρωτιόταν ποιο μέρος να επισκεφτεί στη συνέχεια. Ξεχασμένος από το χρόνο, ο τόπος των μύθων και των θεών ήταν σχεδόν ανέγγιχτος. Και όταν έφτασε, ο Σερ Άρθουρ είπε στον εαυτό του, πως, πράγματι, τίποτα δεν θα μπορούσε πραγματικά να αγγίξει αυτό το θεϊκό, δοξασμένο μέρος.

Ο ήλιος ήταν φωτεινότερος εκεί, λες και ήταν ο βασιλιάς και η χώρα υποκλινόταν, γεμάτη ευδαιμονία, κάτω από το χρυσό του στέμμα. Η θάλασσα ήταν ζαφειρένια και διάφανη σαν καθρέφτης, ενώ τα βουνά του θύμιζαν τους αλαζόνες μα εκλεπτυσμένους αριστοκράτες της πατρίδας του, πίσω στην Αγγλία.

Μαγεύτηκε αμέσως από τον τόπο, χωρίς αμφιβολία. Ήταν ένας εξαιρετικός βάρδος του καιρού του, άλλωστε, κι έτσι δεν μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος μπροστά σε οποιαδήποτε ομορφιά.

Ήταν ένα ομιχλώδες πρωινό –το αποκάλεσε επαναστατικό- όταν κατέφτασε σε εκείνο το μικρό χωριό στην κορυφή ενός δύστροπου βουνού, που είχε πάρει το όνομά του από έναν παλιό και δοξασμένο βασιλιά. Μουρμούρισε στον άνεμο ότι θα μπορούσε να φανεί άπιστος απέναντι στην πατρίδα του και να μείνει εκεί μέχρι το τέλος των ημερών του, αν δεν τον περίμενε η κυρά του πίσω.

Περπατούσε και περπατούσε, λοιπόν, πάνω στο υγρό και γλιστερό έδαφος, κάτω από έναν ουρανό κατράμι, ανάμεσα στα πέπλα της ομίχλης και της καταχνιάς. Στο μυαλό του δεν είχε τίποτα πέρα από τα, από καιρό ξεχασμένα, φαντάσματα και τις νεράιδες, ζωγραφισμένα σύμφωνα με τις περιγραφές των γέρων χωρικών που είχε συναντήσει.

Ξάφνου σταμάτησε, όταν η ομίχλη τον τύλιξε σφιχτά και όλα μαύρισαν. Φωνές άρχισαν να ψιθυρίζουν τρεμουλιάζοντας· φωνές εξαίσιες και αριστοκρατικές, σαν το τραγούδι των κυράδων των παλιών καιρών.

«Ποιος είναι εκεί;» ψιθύρισε, φοβούμενος πως έχανε και το μυαλό του μαζί με την όρασή του. «Θεέ και Κύριε! Δεν βλέπω τίποτα!»

«Κλείσε τα μάτια σου, και θα δεις τα πάντα», απάντησαν οι φωνές.

Τα βλέφαρά του σφάλισαν, το φυλλοκάρδι του σιώπησε. Και τότε, ένα όραμα ήρθε να επιβεβαιώσει όσα είχαν ισχυριστεί οι φωνές. Είδε ένα ψηλό, βρυώδη, πέτρινο τοίχο και ένα πελώριο, μεγαλόπρεπο δέντρο στο κέντρο του. Άνοιξε πάραυτα τα μάτια του και, ξαφνικά, η ομίχλη είχε φύγει.

Στάθηκε κάτω από το θεόρατο δέντρο, κοιτώντας ψηλά στα κλαδιά του και τον χοντρό, βαρύ κορμό του, θαυμάζοντας την αγνή του ομορφιά. Ο κορμός τρεμούλιασε και στη διάρκεια ενός βλεφαρίσματος, τρεις γυναίκες εμφανίστηκαν μέσα του, εγκλωβισμένες στην δενδρώδη αγκαλιά του. Ο Σερ Άρθουρ σχεδόν λιποθύμησε στη θέα τους.

«Καλώς ήρθες στην Κρυμμένη Πύλη, διαβάτη», είπε η πρώτη γυναίκα.

«Μόνο οι αγνοί μπορούν να μπουν εδώ», συνέχισε η δεύτερη.

«Πλησίασε, νιώσε τις καρδιές μας», είπε η τελευταία και ο Σερ Άρθουρ υπάκουσε.

Στάθηκε μπροστά τους, θαύμασε τις αλλόκοτες θωριές τους. Η πρώτη ήταν ξανθιά. Δεν μπορούσες να μαντέψεις τα χρόνια της, αν και έμοιαζε νεότερη από όλες. Η μεσαία ήταν καστανή. Η μορφή της του έδινε την εντύπωση μιας στοργικής μητέρας. Η τελευταία ήταν ρυτιδιασμένη και ασημομαλλούσα, με μάτια γκρίζα και βαθιά σαν θάλασσα.

Άγγιξε τον κορμό του δέντρου με τις ρώγες των δαχτύλων του απαλά σαν αεράκι. Και οι γυναίκες άρχισαν να τραγουδούν όλες μαζί, σαν κύκνοι λίγο πριν το τέλος τους, σαν θεές της μουσικής, ή σαν…

Μα δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τις σκέψεις του, καθώς το τραγούδι τους τον ταξίδεψε πίσω σε παλιές εποχές και μυστήρια ανείπωτα. Είδε κάστρα να υψώνονται και να πέφτουν, βασιλιάδες και βασίλισσες να ερωτεύονται, να βασιλεύουν, να πεθαίνουν και να ξεχνιούνται. Είδε πόλεμο και ειρήνη, ηδονή και παρακμή, όλα τα πράγματα που προσπερνά ο χρόνος από την αρχή της ανθρωπότητας.

«Ποιες είστε; Τι είναι αυτό το μέρος;» ρώτησε ζαλισμένος και με κεφάλι βαρύ, σαν τις παλιές, δερμάτινες μπότες του που τον τραβούσαν κάτω στη γη, προστατεύοντάς τον από το κρύο και τη λάσπη και που έσερνε με κόπο.

«Είμαι το Παρελθόν», είπε η γυναίκα με τις χρυσές μπούκλες.

«Είμαι το Παρόν», δήλωσε εκείνη με τον καστανό θύσανο.

«Κι εγώ είμαι το Μέλλον», μουρμούρισε εκείνη με τα ασημιά μαλλιά.

Κι έπειτα τον κοίταξαν όλες, ανέκφραστες, βαθιά μέσα στα μάτια.

«Το ένα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το άλλο και τίποτα από τα τρία δε μπορεί να υπάρξει χωρίς πίστη. Κι αυτή έχει χαθεί εδώ και καιρό από τον κόσμο, Σερ Άρθουρ», είπαν όλες μαζί με μια φωνή. «Είμαστε οι Φύλακες της Πύλης», συνέχισαν και ο Σερ Άρθουρ άρχισε να φοβάται πως είχε ήδη ξεστρατίσει από τον δρόμο της λογικής.

«Πού οδηγεί αυτή η Πύλη σας;» ρώτησε, αν και φοβόταν πως δεν ήθελε πραγματικά να ακούσει την απάντηση.

«Στον Αλλόκοσμο: την χώρα των μυστηρίων και των μύθων, των παραμυθιών και των θρύλων», αποκρίθηκαν με μάτια που έλαμπαν από νοσταλγία.

«Σίγουρα τρελαίνομαι», απάντησε εκείνος, τραβώντας τα μεταξένια, εβένινα μαλλιά του.

«Βεβαίως και όχι, κύριε», του αντιγύρισαν απαλά. «Απλώς είσαι ένας από τους τελευταίους αγνούς στην καρδιά, που αγαπούν ακόμα τους μύθους και τις ιστορίες».

«Είμαι απλώς ένας βάρδος», απάντησε ταπεινά. «Απλώς γράφω και τραγουδάω παλιούς θρύλους, καθοδηγούμενος από την δίψα μου για ταξίδια και διασκέδαση».

«Καθοδηγείσαι από κάτι παραπάνω», μίλησε η γυναίκα με την μητρική αύρα.

«Γι’ αυτό είσαι μοναδικός και κατάλληλος για να περάσεις στην περιοχή μας και να μας αντικρίσεις», συμπλήρωσε η γηραιότερη.

«Οι άνθρωποι δεν αναζητούν πια την περιπέτεια, τα παραμύθια και τα ανώτερα νοήματα. Δεν πιστεύουν πια στην μαγεία», είπαν όλες μαζί.

«Τι σημαίνει αυτό;» αναρωτήθηκε τότε ο Σερ Άρθουρ.

«Η μαγεία πεθαίνει. Το ίδιο κι εμείς. Ο Αλλόκοσμος ξεμακραίνει. Το ίδιο και η Πύλη».

Ο Σερ Άρθουρ ένιωσε υγρασία στην άκρη των ματιών του. Ήταν πάντα ευαίσθητος στο θέμα του θανάτου: τόσο ψυχρός και σκληρός, άγγιζε τα πάντα, μα εκείνος, ο ίδιος, παρέμενε ανέγγιχτος.

«Πώς μπορώ να σας βοηθήσω, Κυράδες; Πώς μπορώ εγώ, ο ταπεινός, να φέρω πίσω την μαγεία στην γη; Ειλικρινά δεν θέλω να χαθείτε».

«Γι’ αυτό και διαλέξαμε εσένα, ξενοτοπίτη. Βασιζόμαστε μόνο στην φωνή σου και τη δύναμή της».

Με αυτά τα λόγια άνοιξαν τα κρινόχερά τους και τον έκλεισαν στις αγκαλιές τους. Και καθεμιά τους του χάρισε από ένα φιλί: Το Παρελθόν στην αριστερή του παρειά, το Παρόν στην δεξιά και το Μέλλον στο μέτωπο.

Ο Σερ Άρθουρ δεν είχε νιώσει ποτέ πιο ευλογημένος. Άνοιξε τα μάτια και όλη η μαγεία του μέρους ξεδιπλώθηκε μπροστά του. Είδε άλογα να πετούν στον αέρα ψηλά, νεράιδες με χρυσά ρούχα και στέμματα από λουλούδια, Σάτυρους να χορεύουν υπό την συνοδεία των αυλών τους, Δρυάδες να τραγουδούν στα βουνά και γοργόνες με γαλάζιες χαίτες στα ποτάμια.

Βγήκε από το χωριό με τις ευλογίες των Φυλάκων συντροφιά του. Τα φιλιά τους δεν θα στέγνωναν ποτέ στο δέρμα του. Συνέχισε το ατελείωτο ταξίδι του, με βαρύτερο φορτίο από πρώτα: Κουβαλούσε μνήμες ενός ξεχασμένου κόσμου, που θα εμπλούτιζαν τα τραγούδια του και θα έκαναν τους ανθρώπους να πιστέψουν ξανά.

Κι έτσι συνέχισε την αποστολή του ο Σερ Άρθουρ, ο ταπεινός βάρδος, οπλισμένος με πίστη και δίψα για θαύματα και περιπέτειες, ενάντια στην σκληρότητα ενός ξεχασιάρη κόσμου.

Και για χάρη του όρκου του θα τραγουδούσε και θα τραγουδούσε, μέχρι που η φωνή και η ανάσα του να στερέψουν, μέχρι που η μαγεία δεν θα είχε επιλογή από το να ζωντανέψει και πάλι.

 

Tags: fantasy , short-story , The Weird Side Daily , Αγγλία , βάρδος , γοργόνες , διήγημα , διήγημα φαντασίας , Δρυάδες , Ελλάδα , Ιωάννα Τσιάκαλου , μαγεία , μαγικά πλάσματα , μάγισσες , Μέλλον , Μοίρες , μυθικά πλάσματα , νεράιδες , παρελθόν , παρόν , πλάσματα , πύλη , σάτυρος , τόπος , Τραγούδι , φαντασία , φυλακές , φωνές

Ιωάννα Τσιάκαλου

Δημοσιεύτηκε 12 Ιανουαρίου, 2021

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.