“Ξάφνου σταμάτησε, όταν η ομίχλη τον τύλιξε σφιχτά και όλα μαύρισαν. Φωνές άρχισαν να ψιθυρίζουν τρεμουλιάζοντας· φωνές εξαίσιες και αριστοκρατικές, σαν το τραγούδι των κυράδων των παλιών καιρών.
«Ποιος είναι εκεί;» ψιθύρισε, φοβούμενος πως έχανε και το μυαλό του μαζί με την όρασή του. «Θεέ και Κύριε! Δεν βλέπω τίποτα!»
«Κλείσε τα μάτια σου, και θα δεις τα πάντα», απάντησαν οι φωνές.”
“Δέκα-δέκα πέθαιναν οι Γάλλοι κάθε βράδυ που η Ξένη αλυχτούσε δίπλα στις σκηνές τους. Γέμιζε ο λάκκος με κορμιά μα δεν έλεγε να κλείσει. Και κάθε που γυρνούσε ξημερώματα στο σπίτι του ψαρά, του ‘λεγε πόσους είχε θερίσει…”
Μια ιστορία τρόμου για τη χολέρα της Αθήνας και του Πειραιά
ΣΕΛΙΔΑ 1 / 1
Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.