Λευκά Μάτια

”Δεν τον έβλεπε συχνά. Όταν όμως τον έβλεπε ήταν πάντα εκεί. Είχε έναν πολύ παράξενο τρόπο να εμφανίζεται από το πουθενά… Κυριολεκτικά από το πουθενά! Αρκούσε ένα στριφογύρισμα των βλεφάρων της και εκείνος ήταν εκεί. Σαν μια σκιά που έμοιαζε στο φως του ηλίου διάφανη, μα με το πρώτο πέπλο της νύχτας μεγάλωνε αφύσικα, χωρίς να ακολουθεί τους νόμους της φυσικής γινόταν ένα πελώριο τέρας.”

Δεν τον έβλεπε συχνά. Όταν όμως τον έβλεπε ήταν πάντα εκεί. Είχε έναν πολύ παράξενο τρόπο να εμφανίζεται από το πουθενά… Κυριολεκτικά από το πουθενά! Αρκούσε ένα στριφογύρισμα των βλεφάρων της και εκείνος ήταν εκεί. Σαν μια σκιά που έμοιαζε στο φως του ηλίου διάφανη, μα με το πρώτο πέπλο της νύχτας μεγάλωνε αφύσικα, χωρίς να ακολουθεί τους νόμους της φυσικής γινόταν ένα πελώριο τέρας. Μπορεί να είχε κέρατα, μυτερά και κατάμαυρα ή κοφτερή ουρά. Δεν ήταν σίγουρη. Βασικά δεν ήξερε. Δεν τον είχε προσέξει ποτέ τόσο καλά. Ίσως και καθόλου καλά. Αλλά πόσο καλά χρειάζεται να έχεις παρατηρήσει κάποιον για να προσέξεις πως τα μάτια του ήταν πάντα κατάλευκα;

Στο χρώμα του πάγου! Ναι σίγουρα! Ήταν στα σίγουρα το βλέμμα του πάγου μέσα σε δυο ανοιχτογάλανες γυάλες με ρωγμές. Τα μάτια του είχαν μέσα τους φλεβίτσες κατάμαυρου αίματος που μοιάζανε με ετοιμόρροπο ερείπιο, γερασμένο από το χρόνο και ταλαιπωρημένο από τη ζέστη του καλοκαιριού.

Όλα έμοιαζαν καλά σκηνοθετημένα. Πολύ σωστά υπολογισμένα. Κάθε φορά που έγερνε το βλέμμα της προς την ίδια λευκή γωνία. Ήταν εκεί. Με το λευκό βλέμμα του να την κοιτά. Ψυχρό και άχρωμο. Ίδιο με αιματοφορεμένου δολοφόνου. Ναι! Δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα άλλο πέρα από ένα κατά συρροή δολοφόνος! Όλα πάνω του ταίριαζαν τόσο καλά, τόσο σωστά! Θα του έτριζε τα κόκκαλα. Δεν θα μπορούσε πλέον να την ξανά κοιτάζει κάτω από την μακριά κατάμαυρη φράντζα του. Πόσο την έκανε να τρέμει το βλέμμα του… Αυτό το κατάλευκο δέρμα του έμοιαζε με άγραφο χαρτί. Οι πιτσιλιές ενός άδοξου ζωγράφου ήταν τα μαλλιά του και τα μάτια του πεθαμένα, νεκρά πτώματα.

Σήκωσε την τσάντα της από το πάτωμα. Είχε πάντα αυτή την κακιά συνήθειά της να παρατάει όπου έβρισκε τα πράγματά της. Μια το παλτό της. Μια τη νέα της τσάντα και που και που τα κασκόλ της παρελάμβαναν στις καρέκλες της αίθουσας. Θα του έτριζε τα δόντια. Απόψε ήταν η στιγμή! Αυτό το παιχνίδι ανατριχιαστικών ματιών έπρεπε να τελειώσει!

Βγήκε απότομα από την αίθουσα και περπάτησε με γοργό βήμα προς την κεντρική πόρτα. Οι ανάσες της μπλέκονταν με τα χοντροκομμένα τακούνια της. Οι χτύποι, αυτό το τακ τακ τού κέντριζε πάντα πιο πολύ το ενδιαφέρον. Την άκουσε να έρχεται. Σταμάτησε απότομα τον βηματισμό του. Το κορμί του γυρτό σαν παλίοξυλο, έμεινε ακίνητο. Χαμογέλασε αχνά με τα μουδιασμένα και άχρωμα χίλια του.

-Ε! Εσύ!

Η φωνή της ήταν λογικό επόμενο. Γνώριζε πολύ καλά τι θα ακολουθήσει. Άρχισε να του αρέσει καλύτερα αυτό το νέο παιχνίδι, αυτό το άμεσο παιχνίδι. Παλιοπαίχνιδο μεταξύ θανάτου και σκιρτημάτων κομμένων ανασών. Γύρισε το βλέμμα του αργά προς το σώμα της. Μετά βίας ξεχώριζες τα κατάμαυρα μαλλιά του από την πίσσα του νυχτερινού σκοταδιού.

-Σε εμένα μιλάς;

Μπορούσες να ξεκαθαρίσεις ανάμεσα στις τούφες του, το αηδιαστικά άρρωστο χαμόγελο του. Του άρεσε. Αυτό δεν άλλαζε και δεν θα μπορούσε να αλλάξει ποτέ. Ποτέ!

-Ναι! Σε εσένα!

Το τακ τακ των τακουνιών της σταμάτησε απότομα. Η ανάσα της κόπηκε εμπρός στην γαμψή μύτη του.

-Και τι με αυτό;

Σήκωσε το μαύρο του φρύδι. Δεν το είχε παρατηρήσει ποτέ άλλοτε, αλλά τα φρύδια του ήταν πολύ πυκνά. Δεν μπορούσε να τα διακρίνει καθαρά, αλλά η μεταξύ τους απόσταση αναπνοής, την βοηθούσε.

-Εσύ θα μου πεις! Τρεις μήνες τώρα μπαίνεις και βγαίνεις στην αίθουσα χωρίς να μιλάς σε κανέναν. Κάνεις ότι παρακολουθείς και έπειτα χάνεσαι!

Το μέτωπο της είχε σχηματίσει ρυάκια ιδρώτα που έμοιαζαν με χαμόγελα.

-Και εσένα τι σε εκνευρίζει;

-Τα βλέμματα σου!

Τώρα πια τα στόματα τους απείχαν μοναχά λίγα εκατοστά. Ένα, δύο, τρία… . Το δάκτυλο της νευριασμένα χτυπούσε τον αέρα εμπρός από τα χείλια του.

-Είσαι εθιστική.

Χαμογέλασε αχνά και πάλι. Της φάνηκε πως δεν είχε χείλια. Λες και το πρόσωπο του ήταν μάσκα από πυλό.

-Τι; Τι λες;

Η καρδιά της σκίρτησε από φόβο. Ένα βήμα πίσω και οι παλάμες τους ενώθηκαν.

-Μην με αγγίζεις αχρείε!

Προσπάθησε να τραβήξει το χέρι του μακριά της, αλλά μάταια. Τα μπράτσα του ήταν πολύ δυνατά για να αρκεστούν σε ένα τίναγμα της.

-Είσαι τελικά πολύ πιο εθιστική από όσο νόμιζα!

Σφύριξε τις λέξεις κάτω από το σαγόνι του.

-Είπα μην με…

Το στόμα της έκλεισε απότομα. Η ανάσα της χτυπούσε ξανά και ξανά επάνω στα δάκτυλα του. Τα χέρια της έσπρωξαν το στέρνο του, αλλά το χτύπημα της ήταν μηδαμινό. Ο άνδρας παρέμεινε στη θέση του, ενώ τα μπράτσα του αγκάλιασαν τα δικά της.

Με την παλάμη του κολλημένη επάνω στα χείλια της την έσυρε μερικά σκοτεινά στενά πιο πέρα. Τα χοντρά του δάκτυλα πίεζαν το διάφραγμα της μύτης της. Οι ανάσες της κόβονταν η μια μετά την άλλη. Από τα μάτια της ξεψύχησαν μερικά δάκρυα. Καυτά. Την έτσουξαν  και έπειτα έπεσαν άδοξα επάνω στην μπλούζα της.

Μόλις ξεχώρισε ένα παλίοσπιτο στην άκρη του δρόμου. Την πέταξε με φόρα στο χώμα. Εκείνη κραύγασε.

-Τι κάνεις; Είσαι τρελός;

Τραύλισε τις λέξεις της. Το σώμα της είχε παραλύσει. Ούτε καν τα μάτια της μπορούσαν καλά καλά να δακρύσουν. Ιδρωμένη με τα τακούνια της στριμωγμένα στο χώμα, έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί. Το βλέμμα της έπεσε στο χώμα. Η ανάσα της μόλις είχε επανέλθει, όμως η μύτη της πονούσε ακόμα. Μάταια. Κάτι βαρύ προσγειώθηκε επάνω στο κεφάλι της.

Βρόντος. Ένας πόνος απότομος και βαρύς. Τόσο βαρύς που έριξε χάμω όλο της το κορμί. Ανάσες. Μια, δυο, τρεις…

[…]

Περασμένες δώδεκα. Έβγαλε την μπλούζα του και αγνάντεψε το γεμισμένο φεγγάρι. Ήξερε πως αυτός ο ουρανός- αυτός, με το ολόγεμο φεγγάρι και τα κατάμαυρα αστέρια- τον μετέτρεπε αναθεματισμένα απότομα σε ένα τέρας. Δεν θα μπορούσε ποτέ του να είναι τίποτε άλλο πέρα από ένα τέρας. Τράβηξε το σαγόνι του με πάθος και ξερίζωσε τα ξεραμένα αίματα της.

Άλλο ένα θύμα.

Το εκατοστό πρώτο.

Δίψαγε με το στομάχι του να τον κοπανάει μήνες. Μήνες που ήταν σαν χρόνια. Γνώριζε πολύ καλά πως όλο αυτόν τον καιρό εκείνη διάβαζε σκοτεινά βιβλία, που αναφέρονταν στη φύση του.

«Οι βρικόλακες έχουν βρεθεί στο στόμα ανθρώπων ως υπαρκτά όντα. Δεν θα μπορούσαν άλλωστε να μην υπάρχουν. Αναλογιστείτε τις μυστηριώδους δολοφονίες των Τζόναθαν Μπίρκετ και Έλις Μάργκορ. Οι δυο φίλοι βρέθηκαν νεκροί στο βουνό Άντελς. Αιτία θανάτου: Έλλειψη αίματος. Οι μαρτυρίες είναι άκρως αληθινές!

Είναι σίγουρο πλέον. Αδιαμφισβήτητα σίγουρο.

Οι βρικόλακες ζουν ανάμεσά μας.»

Ήταν εξαιρετικά εθιστική για να συνεχίσει να ζει.

Ήταν εξαιρετικά μυστήρια για να τη αφήσει να αναπνέει.

Ήταν το γεύμα του.

Tags: blood , dark , fantasy , horror , short-story , The Weird Side Daily , twsd , Vampire , white eyes , αίμα , Βαμπίρ , διήγημα , Διήγημα τρόμου , λευκά μάτια , μάτια , σκοτάδι , τρόμος , τρόμου , φαντασία

Σοφία Σιμέλα Θωίδη

Δημοσιεύτηκε 27 Ιουλίου, 2022

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.