Κάποτε, γεννήθηκε ένα κορίτσι όμορφο σαν λουλούδι. Τα μαλλιά του γυάλιζαν στο χρώμα του χαλκού και τα μάτια του ήταν κατάμαυρα σαν κάρβουνα· μέσα από αυτά τα κάρβουνα λαμπύριζαν δύο βιολετιές λάμψεις, που βελούδινες καθώς ήταν, έκαναν τα μάτια του κοριτσιού να θυμίζουν πέταλα βιολέτας.
Το όνομά της ήταν Λιγεία, κι αυτό δεν ήταν καθόλου τυχαίο: Το ντελικάτο κορίτσι με τα πύρινα μαλλιά και τα λουλουδάτα μάτια είχε ένα ιδιαίτερο ταλέντο: Μπορούσε να μιλάει με τα κοράκια.
Όπως όλοι γνωρίζετε, υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων: Εκείνοι που αγαπούν οτιδήποτε ξεχωριστό, διαφορετικό, ιδιαίτερο. Κι εκείνοι που το φοβούνται. Στο βασίλειο της μικρής Λιγείας –δυστυχώς για κείνη- ζούσαν οι δεύτεροι. Όχι πως δεν είχαν τους λόγους τους.
Βλέπετε, πολλά χρόνια πριν οι βασιλιάδες φέρουν στον κόσμο το κορακοκόριτσο (ναι, ήταν πριγκίπισσα) ζούσε ένας μάγος φοβερός, που η φήμη του έφτανε σε όλα τα πλάτη και τα ύψη του βασιλείου. Ζούσε απομονωμένος στον πύργο του, στην πιο ψηλή, γυμνή κορυφή του βουνού Χοκ Άι. Συχνά κατέβαινε στις πόλεις και περιδιάβαινε τις πλατείες, τα πάρκα, τα καπηλειά και τους πάγκους της αγοράς, από τους οποίους πάντα έφευγε με γεμάτα χέρια. Συνήθως όμως τον συναντούσε κανείς στην αυλή του παλατιού, να διασκεδάζει τους αυλικούς και τους ιππότες με τα ξόρκια του. Αλλά κατά βάθος, τις μαγικές του ικανότητες σκορπούσε μόνο για τα μάτια της βασίλισσας. Την είχε κρυφά ερωτευτεί –άλλωστε ήταν εξαιρετικά όμορφη και χαριτωμένη παρουσία- και κάθε μέρα κατέβαινε από τον πύργο του, πέντε ώρες δρόμο, μονάχα για το χαμόγελό της.
Ο έρωτας του Έβαν (αυτό ήταν το ανθρώπινο όνομά του) για την βασίλισσα δεν κατάφερε να μείνει κρυφός για πολύ. Για να μην σας τα πολυλογώ, τρύπωσε ένα βράδυ από το παράθυρο της βασιλικής καμάρας μεταμορφωμένος σε κοράκι και, αφού έριξε ένα υπνωτικό φίλτρο στα κλειστά βλέφαρα του βασιλιά, ρίχνοντάς τον σε ύπνο βαθύ, προσπάθησε να αποπλανήσει την βασίλισσα.
«Βασίλισσά μου», της είπε με έρωτα στα μάτια, «γίνε δική μου και θα σου χαρίσω τον κόσμο όλο. Ξέχνα τον βασιλιά σου και θα σε κάνω βασίλισσα όλης της γης».
Εκείνη όμως αγαπούσε τον άντρα της πιο πολύ κι από τον εαυτό της.
«Καλύτερα φτωχή με τον νόμιμο σύζυγό μου, παρά βασίλισσα μαζί σου», ήταν η απάντησή της.
Ο Έβαν πληγώθηκε· ένιωσε την καρδιά του να μαυρίζει. Μεταμορφώθηκε πάλι σε πουλί και πέταξε για τον μοναχικό του πύργο χωρίς να πει λέξη. Η βασίλισσα δεν είπε λέξη στον βασιλιά. Δεν υπήρχε λόγος να τον ανησυχήσει.
Λίγους μήνες μετά όμως, η αιθέρια βασίλισσα έμεινε έγκυος. Οι μέρες και οι νύχτες κυλούσαν και η χαρά της μεγάλωνε καθώς πλησίαζε η μέρα που θα γινόταν μητέρα. Ένα βράδυ όμως χωρίς φεγγάρι, κι ενώ η βασίλισσα καλλωπιζόταν μπροστά από τον καθρέπτη, χαμογελώντας με κάποιες τρυφερές μητρικές σκέψεις, ο Έβαν, κορακόμορφος, μπήκε απρόσκλητος από το παράθυρο. Έντρομη τον είδε να στέκεται πίσω της και το αίμα στις φλέβες της πάγωσε.
«Δεν θα σε πειράξω, βασίλισσα», την ενημέρωσε εκείνος με φωνή πιο ψυχρή κι από πάγο. «Μάθε όμως πως το παιδί που κουβαλάς στα σπλάχνα σου θα γεννηθεί καταραμένο. Βαριά μοίρα θα την σημαδεύει. Όπου βρίσκεται εκείνη, κακοί οιωνοί θα την ακολουθούν. Μοναξιά και θλίψη θα είναι οι εραστές της, και οι μοναδικοί της φίλοι θα είναι τα καταραμένα πτηνά του θανάτου».
Η Βασίλισσα δεν ήθελε να πιστέψει τα πικρά του λόγια. Έκλεισε τα αυτιά της για να μην ακούσει.
«Θα το δεις. Αμέσως μόλις γεννηθεί, η πριγκίπισσα θα έχει πάνω της χαραγμένα τα σημάδια του πεπρωμένου της. Τα μάτια της θα έχουν το χρώμα του σκοταδιού και τα μαλλιά της θα μοιάζουν με το στοιχείο που θα την πάρει μακριά σου. Αυτή είναι η μοίρα της, και ας το δεχτείς».
Και με αυτά τα λόγια, ο κορακοάνθρωπος έφυγε μακριά με ένα δυσοίωνο φτερούγισμα.
Κι έτσι ήρθε στον κόσμο η πριγκίπισσα Λιγεία.
Η βασίλισσα αγαπούσε την κόρη της, αλλά δεν μπορούσε να ξεχάσει τα τελευταία λόγια του μάγου των κορακιών. Αποφάσισαν λοιπόν από κοινού με τον βασιλιά, περισσότερο από φόβο και λιγότερο από αγάπη, να κλείσουν την κόρη τους σε έναν απομονωμένο πύργο.
«Κι έτσι θα είναι ασφαλής. Ας γίνει λοιπόν έτσι», ψιθύρισαν για αντίο. Κι έτσι έγινε.
Τα μερόνυχτα περνούσαν με την μικρή πριγκίπισσα κλεισμένη στον μοναχικό της πύργο, να μεγαλώνει με μόνη συντροφιά μια γκουβερνάντα. Η μοναχική Λιγεία ήταν όμορφη, το κάθε άλλο, και η ομορφιά της μόνο μεγάλωνε με το χρόνο. Αλλά, όσο περνούσε ο καιρός, η μικρή πριγκίπισσα εμφάνιζε κάποιες «παραξενιές», αν θέλετε: Ήταν εξαιρετικά καλλίφωνη. Θα μου πείτε, αυτό είναι παράξενο; Όχι. Το παράξενο ήταν πως κάθε φορά που τραγουδούσε στο παράθυρό της, κοράκια μαζεύονταν γύρω της και την συνόδευαν με κρωξίματα. Κι εκείνη έμοιαζε να καταλαβαίνει την άναρθρη γλώσσα τους, και τους απαντούσε σαν να ήταν άνθρωποι. Η αλήθεια να λέγεται, αυτή η περίεργη συμπεριφορά της έκανε την γκουβερνάντα της να σκεφτεί δεύτερη φορά την απόφασή της να την μεγαλώσει. Έτσι, αμέσως μόλις η μικρή Λιγεία έγινε έντεκα χρονών, η νταντά της έσπασε την δέσμευση απέναντι στους βασιλιάδες και την εγκατέλειψε.
Ολομόναχη πια, η καταραμένη πριγκίπισσα, έμεινε στον εκατό φορές κλειδωμένο της πύργο, με μοναδική συντροφιά τα κοράκια της.
Για εννιά χρόνια η Λιγεία δεν αντάμωσε ανθρώπου βλέμμα ούτε λεπτό. Είχε μάθει, όμως, με τα χρόνια, να περνάει όμορφα και μόνη της, κι ας της έλειπε τόσο η ανθρώπινη συντροφιά. Περνούσε τον χρόνο της λοιπόν χορεύοντας στις μύτες των ποδιών, ζωγραφίζοντας τους τοίχους, ονειρευόμενη με τα μάτια ανοιχτά. Μα η αγαπημένη της ασχολία ήταν να τραγουδά στα κοράκια που κάθε τόσο μαζεύονταν στο παραθύρι της.
Τους μιλούσε πάντα για τα όνειρά της –εκείνα που έβλεπε με τα μάτια ανοιχτά- και για την μέρα που θα έφευγε από εκείνον τον σκοτεινό πύργο και θα μπορούσε να τρέξει στα λιβάδια, να κολυμπήσει στα ποτάμια, να χορέψει με τους ανθρώπους στις γιορτές για τις οποίες της μιλούσε η νταντά της τότε που ήταν μικρή. Η ελευθερία, βλέπετε, είναι το υπέρτατο αγαθό, και η άδικη μοίρα της Λιγείας, της την είχε στερήσει. Κι αυτό ήταν που την πείραζε πιο πολύ: Δεν είχε κάνει τίποτα κακό. Απλώς ήταν διαφορετική απ’ τους άλλους, και γι αυτό την φοβούνταν. Η νταντά της έλεγε πάντα πως η αγάπη των γονιών της την έκλεισε σε αυτήν την πέτρινη φυλακή.
«Δεν είναι καλοί οιωνοί τα κοράκια. Φέρνουν θάνατο και γρουσουζιά. Με ρωτάς λοιπόν γιατί οι άνθρωποι σε φοβούνται; Γι’ αυτό είναι συνετό να μείνεις για πάντα εδώ μέσα», της είχε πει πριν φύγει.
Η έφηβη Λιγεία της είχε απαντήσει με κλάματα πως τα κοράκια ήταν οι μοναδικοί της φίλοι και πως τίποτα από όλες αυτές τις δεισιδαιμονίες δεν ήταν αληθινές. Αλλά δεν άκουσε τίποτα άλλο από την νταντά της σαν απάντηση, παρά μόνο το κλείδωμα της πόρτας.
Δεν ήταν όμως πάντα τόσο μοναχικά για την Λιγεία. Καμιά φορά τα κοράκια έμπαιναν στο δωμάτιό της, ανέβαιναν στον ώμο της, ράμφιζαν με τρυφερότητα τα μαλλιά της. Και για την πριγκίπισσα αυτή ήταν η πιο τρυφερή αγκαλιά που είχε πάρει σε όλη της την ζωή. Άλλοτε, το αλλοπρόσαλλο φτερούγισμα των φίλων της άφηνε στις παλάμες της μικρά πούπουλα και φτερά, κι αυτά τα κρατούσε με ευγνωμοσύνη γιατί ήταν τα μοναδικά δώρα που είχε πάρει ποτέ της.
Κι έτσι φυσούσαν οι άνεμοι του χρόνου, μέχρι που μια καταραμένη μέρα, μια ομάδα μικρόμυαλων χωρικών πέρασε το δύσβατο δάσος από κόκκινους σφενδάμους και τα μαύρα έλατα και ανακάλυψαν τον καλά, μέχρι τότε, κρυμμένο πύργο της πριγκίπισσας. Εκείνη, όπως πάντα, τραγουδούσε στα κοράκια της και ήταν τόσο απορροφημένη από την ασχολία της που δεν τους αντιλήφθηκε. Οι χωρικοί τρόμαξαν από την παρουσία της. Τα κοράκια ήταν κακοί οιωνοί, και το ίδιο και οι άνθρωποι που τα συναναστρέφονταν. Έφυγαν αθόρυβα, μα το ίδιο βράδυ επέστρεψαν με παρέα. Και η παρέα ήταν τόσο μεγάλη, όσο και κακόβουλη.
Πάνω από εκατό ψυχές μαζεύτηκαν κάτω από τον πύργο της Λιγεία, κρατώντας πυρσούς και φωνάζοντας. Η πριγκίπισσα σαστισμένη έτρεξε στο παράθυρό της και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την χαρά της, όταν είδε όλους αυτούς τους ανθρώπους μαζεμένους. Μα σύντομα θα ανακάλυπτε πως οι προθέσεις τους δεν ήταν αγνές.
Έσπασαν την πόρτα με τα τσεκούρια τους, ανέβηκαν με βιάση τα σκαλιά και την έσυραν με βία έξω από την πέτρινη φυλακή της. Άγρια, βίαια χέρια τραβούσαν τα φορέματά της, βρώμικα στόματα έφτυναν το πρόσωπό της, εχθρικές φωνές ούρλιαζαν το όνομά της και το συνόδευαν με προσβολές και κατάρες.
«Κάψτε τη μάγισσα!» Φώναζε ο θυμωμένος όχλος.
Προτού το καταλάβει, η Λιγεία είχε βρεθεί δεμένη σε έναν θλιβερό πάσσαλο, περικυκλωμένη από αγριεμένους ανθρώπους που την έραιναν με ουρλιαχτά μίσους.
Η Λιγεία δεν έβγαλε μιλιά, καθώς ήταν μάταιο. Τα λουλουδένια μάτια της δάκρυζαν μονάχα, λέγοντας όσα δεν έλεγαν τα χείλη της.
Οι φλόγες υψώθηκαν και θέριεψαν σύντομα. Έφαγαν το φόρεμά της, έγλειψαν τις σάρκες της. Η πριγκίπισσα άνοιξε τα χείλη της για να τραγουδήσει ένα τελευταίο τραγούδι. Τα κοράκια πετούσαν πάνω από τις φλόγες, κρώζοντας την θλίψη τους στη νύχτα. Οι φλόγες σπίθιζαν γεννώντας πορφυρές λάμψεις, που γίνονταν γρήγορα ένα με τα χάλκινα μαλλιά της Λιγείας.
Κι έτσι εκπληρώθηκε η κατάρα.
Το σώμα της αναλώθηκε στις φλόγες. Η ψυχή της υψώθηκε στους αιθέρες, ελεύθερη πια να πετάει παρέα με τους μοναδικούς φίλους που γνώρισε στην άδικη ζωή της.
Tags: Birds , Crow , crows , dark , dark fantasy , darkness , death , fairytale , fantasy , fire , forest , king , love , magic , princess , queen , short-story , The Weird Side Daily , tower , witch , wizard , αγάπη , βασιλιάς , βασίλισσα , βουνό , δάσος , διήγημα , διήγημα φαντασίας , Έβαν , ελευθερία , έρωτας , θάνατος , Ιωάννα Τσιάκαλου , Κοράκι , κοράκια , Κορίτσι , Λιγεία , μαγεία , μάγισσα , μάγος , Παιδί , παραμύθι , Πουλιά , πριγκίπισσα , Πύργος , σκοτάδι , Συγγραφέας , φαντασία , φίλοι , φωτιά , χρόνια
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.