Η Έλι κόλλησε την πλάτη στον τοίχο του γκρίζου, πέτρινου κελιού της, στο πιο ψηλό σημείο ενός κάστρου. Το λιγοστό φως που έμπαινε από το παράθυρο έκανε τη σκιά της να μοιάζει τρομακτική, καθώς σερνόταν πάνω στους τοίχους. Πήρε μια βαθιά ανάσα και στράφηκε προς τα εκεί. Κρατήθηκε από τα κάγκελα, σηκώθηκε στις μύτες και ατένισε το γαλάζιο χρώμα του φωτεινού ουρανού. Προσπάθησε να σκαρφαλώσει για να δει τι υπήρχε στο έδαφος. Μάταια. Του γύρισε και πάλι την πλάτη. Δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια της, ο ουρανός σκοτείνιασε και μια δυνατή μπόρα ξέσπασε μεμιάς. Κάθισε στο κρύο και σκληρό πάτωμα. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, βρισκόταν σε αυτό το κελί. Κάθε φορά που η θλίψη την κυρίευε, γλιστρούσε από μέσα της σαν δάκρυα κι έβρεχε. Σκούπισε τα μάτια της. Η βροχή σταμάτησε. Το λιγοστό φως, χύθηκε και πάλι μέσα στο δωμάτιο.
Ένα ρίγος τη διαπέρασε. Μπορούσε να τους ακούσει. Μπορούσε να τους νιώσει να έρχονται ακόμα κι αν βρίσκονταν χιλιόμετρα μακριά. Έμπηξε τα νύχια της, ανάμεσα στις εγκοπές από τις πέτρες, προσπαθώντας μάταια να τις ξεριζώσει, μέχρι που μάτωσε. Ο πόνος της έσκισε τα σωθικά. Και τότε, οι μακρινές φωνές έφτασαν ολοκάθαρα στα αυτιά της. Προσπάθησε να αποτραβηχτεί, να κρυφτεί στις σκιές, αλλά μέχρι και ο ήλιος ήταν εναντίον της. Έμοιαζε να έχει γίνει πιο φωτεινός και να φανερώνει κάθε σπιθαμή που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει σαν κρυψώνα. Τους είδε να στριμώχνονται στο μικρό παράθυρο της εξώπορτας του κελιού της και να την κοιτούν με τα μοχθηρά, τέλεια πρόσωπά τους. Τους άκουσε να γελούν, να τη χλευάζουν. Έκαναν γκριμάτσες απέχθειας προβάλλοντας την αψεγάδιαστη ομορφιά τους. Την κορόιδευαν για την ασχήμια της﮲ εκείνη που δεν έπαυαν ποτέ να της θυμίζουν﮲ εκείνη που δεν είχε αντικρύσει ποτέ γιατί δεν είχε δει ποτέ τον εαυτό της στον καθρέφτη. Κόλλησε και πάλι την πλάτη στον τοίχο. Την πίεσε τόσο πολύ προσπαθώντας να χαθεί, να γίνει ένα με το τσιμέντο. Τα δάκρυα χύθηκαν και πάλι από τα μάτια της. Η βροχή ξέσπασε. Κάλυψε το πρόσωπο με τα χέρια, τη στιγμή που η λέξη «Φρικιό» αντηχούσε πολλαπλάσια στα αυτιά της και της έσκιζε τα σωθικά.
Μόνο που αυτή τη φορά, τα δάκρυα δεν έφταναν στο πάτωμα. Κυλούσαν από τα μάγουλά της προς τον τοίχο. Ξαφνικά, δεν μπορούσε να κινηθεί. Ένιωθε το σώμα της να κολλάει πάνω του, λες και την είχαν δέσει με αόρατα σκοινιά. Ένα πέπλο άρχισε να την τυλίγει. Στην αρχή ήταν λεπτό, αραχνοΰφαντο. Όσο όμως περνούσε η ώρα γινόταν όλο και πιο παχύ. Δεν μπορούσε πλέον να τους δει. Δεν μπορούσε να τους ακούσει.
Δεν ήξερε πόσος καιρός είχε περάσει. Δεν ήξερε αν αυτοί βρίσκονταν ακόμη εκεί. Μπορούσε όμως ακόμη να τους νιώσει. Μπορούσε να αισθανθεί τα βλέμματά τους πάνω της.
Και τότε, το πέπλο άρχισε να λεπταίνει. Άρχισε να σκίζεται. Έπεσε στο έδαφος σαν κομμάτια από ξεφτισμένο ύφασμα. Κι εκείνη μπορούσε πλέον να κινηθεί. Τους κοίταξε. Βρίσκονταν ακόμα εκεί και την παρατηρούσαν. Μόνο που τώρα δεν τη χλεύαζαν, δεν της φώναζαν δεν την κορόιδευαν. Τώρα την κοιτούσαν με ζήλια, ανάμικτη με δέος. Την κοιτούσαν με θαυμασμό που όμως πάσχιζαν να μην δείξουν. Η Έλι σηκώθηκε. Προχώρησε προς το μέρος τους κι έγειρε το κεφάλι στο πλάι. Οι σκιές στον τοίχο δεν την τρόμαζαν πλέον. Έδειχναν δυο τεράστια φτερά να ξεπροβάλουν από την πλάτη της. Τα κούνησε ﮲ στην αρχή δειλά, κι έπειτα με σιγουριά. Το σώμα της ανυψώθηκε. Τα κούνησε πιο γρήγορα. Δυνατός άνεμος ξέσπασε. Η πόρτα του κελιού της άνοιξε απότομα πετώντας τους πάνω στον απέναντι τοίχο. Η τσιμεντένια οροφή διαλύθηκε. Πέταξε ψηλά, στον γαλανό ουρανό που ατένιζε τόσο καιρό. Και για πρώτη φορά, αντίκρυσε επιτέλους αυτό που υπήρχε κάτω: μια κρυστάλλινη λίμνη, που έδειχνε πεντακάθαρα πλέον την αντανάκλασή της. Έδειχνε μια πανέμορφη πεταλούδα που έσκιζε τους αιθέρες ενώ τα φτερά της είχαν όλες τις αποχρώσεις του ουράνιου τόξου.
Πέταξε από πάνω τους ενώ την κοιτούσαν τρομαγμένοι. Μόνο που αυτή τη φορά, είδε την πραγματική τους μορφή. Είδε άσχημα πρόσωπα με γλώσσες διχαλωτές, μυτερά δόντια και αυτιά, γαμψές μύτες και τεράστιες κρεατοελιές. Αντίκρυσε χέρια σκελετωμένα που ανήκαν σε σώματα καλυμμένα με φλέβες μπλαβιές κι έμοιαζαν με δαγκάνες. Άκουσε σπαραχτικές κραυγές που θύμιζαν όρνεα, έτοιμα να κατασπαράξουν τα θύματά τους. Μύρισε αναστάτωση και φόβο.
Κούνησε δυνατά τα φτερά της και η γη άρχισε να σείεται. Το κάστρο άρχισε να τρέμει. Οι πέτρες άρχισαν να ξεκολλούν και η φυλακή της να γκρεμίζεται. Σωριάστηκε στο έδαφος λες και ήταν χάρτινος πύργος. Οι κραυγές τους σώπασαν μεμιάς. Οι άσχημες μορφές τους, χάθηκαν από προσώπου γης.
Και η Έλι πέταξε ψηλά ελεύθερη. Μα κάθε φορά που θυμόταν εκείνο το άθλιο κελί, η θλίψη την κυρίευε, τα δάκρυά της χύνονταν στη γη και η μπόρα ξεσπούσε. Και τότε, αντίκρυζε το είδωλό της στις αντανακλάσεις, θυμόταν ποια πραγματικά ήταν, άνοιγε διάπλατα τα αιθέρια φτερά της και το ουράνιο τόξο, δέσποζε σε όλη την πλάση.
Tags: butterfly , castle , cell , fantasy , monsters , short-story , The Weird Side Daily , twsd , wings , δάκρυα , διήγημα , διήγημα φαντασίας , ελευθερία , Ερωδίτη Παπαποστόλου , κάστρο , κελί , λίμνη , μεταμόρφωση , ουράνιο τόξο , πεταλούδα , σκιές , τέρατα , φαντασία , φρικιό , φτερά
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.