Η συρόμενη πύλη της υπόγειας πολιτείας άνοιξε με μια μακρόσυρτη κλαγγή. Όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα. Πίσω της εμφανίστηκε ένα παραλληλόγραμμο από ατόφιο σκοτάδι, σπηλαιώδες και φαινομενικά συμπαγές-μια παραφωνία στο τοπίο της άνυδρης λοφοσειράς που κατρακυλούσε μέχρι την παρυφή της γαλήνιας θάλασσας. Η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας ήταν ανεκτή, μόλις σαράντα βαθμοί κελσίου. Μια επίμονη αύρα ψιθύριζε γύρω από τα τετραγωνισμένα ερείπια της παλιάς πόλης που ξεκινούσε πίσω από τους λόφους. Ανάμεσά τους φύτρωναν διάσπαρτες αφάνες και αγκαθωτοί κάκτοι που προσπαθούσαν να συλλέξουν την υγρή πνοή της θάλασσας.
Από το σημείο απ’ όπου είχα σκαρφαλώσει, στην κορφή ενός ψηλού λόφου από σταχτιούς βράχους, είχα μια άπλετη θέα της πύλης. Από το εσωτερικό της ξεχύθηκε μια πνοή κρύου αέρα που ύφανε μπροστά της μια βραχύβια ομίχλη. Ύστερα, καθώς το τεχνητό εκείνο σύννεφο αναλυόταν σε διάφανα ξέφτια, εμφανίστηκαν οι κάτοικοι της υπόγειας πολιτείας: Βγήκαν μέσα απ’ το σκοτάδι διστακτικά, άλλοι σε ομάδες, κάποιοι μόνοι τους, κάποιοι σε ζευγάρια. Ένα πλήθος ανθρώπων που φορούσαν σκούρα γυαλιά και ολόσωμες φόρμες από πολύχρωμα και γυαλιστερά υφάσματα, οι απόγονοι των ανθρώπων που αφού κατέστρεψαν τον κόσμο, κατέφυγαν στα σπλάχνα του για να ξεφύγουν από το άγγιγμα της ανυπόφορης ζέστης που τον είχε αγκαλιάσει.
Θα έπρεπε να τους ανεχτώ. Για μια μέρα τουλάχιστον. Κάθε χρόνο, στις 25 Δεκεμβρίου, στο ημερολογιακό αποκορύφωμα μιας αρχαίας εποχής που ονομαζόταν χειμώνας, έβγαιναν απ’ το υπόγειο βασίλειό τους και κάθονταν μπροστά από τη θάλασσα, ατενίζοντας την δύση του πελώριου ηλίου που λευκοπύρωνε τον ουρανό. Ήταν ένα έθιμο που τηρούσαν με θρησκευτική ευλάβεια, μια μέρα μνήμης που για τους περισσότερους είχε μεταβληθεί σε επιβεβλημένη αγγαρεία. Ήταν ολοφάνερο από τις κινήσεις τους. Περπατούσαν διστακτικά δίπλα στο νερό, σε απόσταση ασφαλείας από την κυματιστή γραμμή των απαλών κυμάτων που χάιδευαν την άμμο της στενής παραλίας, οχυρωμένοι πίσω από τα σκούρα γυαλιά τους, τα ολόσωμα ρούχα τους, τα γάντια και τις διάφανες μάσκες που κάλυπταν τα πρόσωπά τους. Ξένοι σε έναν κόσμο που δεν τους ανεχόταν πια. Και δεν είχαν ιδέα ότι τους παρακολουθούσα, κρυμμένος, τυλιγμένος μ’ ένα γκρίζο μανδύα που με εξομοίωνε απόλυτα με το περιβάλλον των βράχων και της κρυσταλλικής άμμου που προτού θρυμματιστεί, στόλιζε ως κρυστάλλινος υαλοπίνακας τις προσόψεις κονιορτοποιημένων κτηρίων.
Ύστερα την πρόσεξα. Την νεαρή κοπέλα που είχε απομακρυνθεί από το πλήθος των συμπατριωτών της, που είχε σταθεί στην άκρη ενός κατεστραμμένου υδατοφράχτη και κοίταζε τα ερείπια που διαγραφόταν κάτω από την πρασινωπή της επιφάνεια, τα περιγράμματα των σπιτιών και των δρόμων που είχαν βυθιστεί όταν είχαν ανέβει τα νερά και είχαν πνίξει τις παράκτιες πόλεις των ανθρώπων. Εστιάστηκα επάνω της. Παρά την άχαρη στολή της, έμοιαζε λεπτή και καλλίγραμμη. Οι κινήσεις της είχαν μια στοχαστική ποιότητα. Κάποιο πολύ αρχαίο ένστικτο που αναδεύτηκε μέσα μου, με διαβεβαίωσε ότι θα πρέπει να ήταν πολύ όμορφη. Και διαφορετική. Πρόθυμη να εξερευνήσει, να ανακαλύψει και να μάθει.
Αποφάσισα να την πλησιάσω χωρίς να γίνω αντιληπτός από τους άλλους. Δεν ήταν και πολύ δύσκολο καθώς στο σημείο όπου στεκόταν δεν είχε οπτική επαφή με τους υπόλοιπους. Εξάλλου τα μέτρα ασφαλείας είχαν χαλαρώσει. Τα drones που περιπολούσαν ολημερίς έξω από την πύλη είχαν αποσυρθεί καθώς δεν είχαν καταφέρει να εντοπίσουν ούτε εμένα ούτε τους ομοίους μου.
Κινήθηκα προσεκτικά, από βράχο σε βράχο, σιωπηλός σαν σαύρα. Εκείνη δεν φάνηκε να αντιλαμβάνεται την προσέγγισή μου. Τώρα καθόταν ανακούρκουδα μπροστά στο νερό, σε έναν από τους τετραγωνισμένους ογκόλιθους που μια φορά και έναν καιρό, είχαν αποτύχει να συγκρατήσουν την ορμή της επελαύνουσας θάλασσας. Έμοιαζε να απολαμβάνει την απατηλή γαλήνη του νερού, την μεγαλοπρέπεια του ήλιου που γέμιζε τον ουρανό με μια ροδόχρωμη φωταύγεια, τα διάσπαρτα απομεινάρια της κυριαρχίας του ανθρώπου.
Στάθηκα πίσω της. Όρθιος και ακίνητος. Εκείνη μου μίλησε. Δίχως καν να γυρίσει προς το μέρος μου και να με κοιτάξει, μου είπε:
«Είσαι ένας Εδαφίτης, έτσι;» Μια συγκαταβατική νότα χρωμάτιζε τη φωνή της.
«Προτιμώ τη λέξη Επιζώντας» της απάντησα.
«Ζεις μόνος σου εδώ γύρω;»
«Έχει σημασία;»
Εκείνη σηκώθηκε όρθια με μια ρευστή κίνηση και στράφηκε για να με κοιτάξει. Μέσα από τη μάσκα που φορούσε διέκρινα ένα πρόσωπο λευκό, σαν ξασπρισμένο κόκαλο, μισοσκεπασμένο από μαύρα γυαλιά. Μου φάνηκε ψεύτικο, σαν εκείνα τα πρόσωπα που έβλεπα στα κεφάλι των πλαστικών ομοιομάτων που συνήθιζαν να φτιάχνουν οι παλιοί άνθρωποι της επιφάνειας και να τα ντύνουν με πολυποίκιλτα ρούχα. Αψεγάδιαστο και ανέγγιχτο απ’ τα σκληρά δάχτυλα του ήλιου, της ξηρασίας και της ζέστης. Ήταν μια ξένη, το παιδί ενός υπόγειου κόσμου αφθονίας και δροσιάς απ’ όπου οι δικοί μου πρόγονοι είχαν αποκλειστεί γιατί είχαν κριθεί ανάξιοι, υπερβολικά ατελείς.
Εκείνη, χαμογέλασε καταδεκτικά πίσω από το διάφανο προσωπείο της.
«Δεν θες να μου πεις, έτσι;»
«Γιατί να σου πω;»
«Αν δεν με εμπιστεύεσαι, γιατί με πλησίασες;»
«Από περιέργεια. Μέχρι τώρα δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να δω από κοντά μια γυναίκα του κάτω κόσμου.»
«Και τώρα που με βλέπεις, ποιες είναι οι εντυπώσεις σου;»
Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι εξακολουθώντας να μου χαμογελά. Κατάλαβα πως έπαιζε μαζί μου. Διασκέδαζε. Σίγουρα η όψη μου θα της φαινόταν πολύ άσχημη. Ένας άνθρωπος που φορούσε κουρέλια, που ήταν καλυμμένος μ’ ένα στρώμα σταχτιάς σκόνης, αναμαλλιασμένος, με άγριο βλέμμα και ένα πρόσωπο που το χαράκωναν οι μυριάδες ρυτίδες μιας υποβόσκουσας αφυδάτωσης.
«Μοιάζεις ψεύτικη,» της απάντησα, «Σαν να μην σε αγγίζει ο χρόνος.»
Εκείνη γέλασε απαλά. Ειρωνικά. Σαν να διασκέδαζε με την αφέλεια ενός αστοιχείωτου, άθλιου και αδέξιου παιδιού.
«Που ζεις;» με ρώτησε ύστερα από μια ανάσα βραχύβιας σιωπής.
«Πίσω από τους λόφους,» της απάντησα, «Ανάμεσα στα θεμέλια της αρχαίας πόλης.»
«Μόνος σου;»
«Έχει σημασία;»
«Για μένα, ναι.»
Την κοίταξα αμίλητος. Τι προσπαθούσε να μου πει; Τι θα μπορούσε να θέλει κάποια σαν κι αυτή από μένα; Εκείνη τη στιγμή, αντί να κολακευτώ από το ενδιαφέρον της, όπως προφανώς περίμενε, ένιωσα πολύ βαθιά ότι ανήκαμε σε δυο εντελώς διαφορετικά είδη ανθρώπων. Εκείνη είχε προσαρμοστεί σε μια ζωή ανέσεων και καλοπέρασης που ήταν μια προέκταση αυτής που ζούσαν οι παλιοί άνθρωποι, εκείνοι που είχαν λεηλατήσει και σκοτώσει τον κόσμο. Εγώ ήμουν ένας απόγονος αυτών που είχαν μείνει πίσω, που είχαν μάθει να ζουν ανάμεσα στα ερείπια ενός πολιτισμού που είχε καταρρεύσει. Εκείνη μπορεί να ένιωθε δυνατή εκείνη τη στιγμή, προστατευμένη από την τεχνολογία της, τη στολή τη μάσκα και τα γυαλιά της, αρκετά ασφαλής ώστε να παίζει όσο θέλει μ’ έναν πεινασμένο απόκληρο της επιφάνειας. Αλλά ήταν ανίσχυρη μπροστά μου. Εκφυλισμένη. Μια χρυσαλίδα που δεν θ’ άνοιγε ποτέ τα φτερά της. Κρυμμένη μέσα σ’ ένα αξιολύπητο κουκούλι.
«Θέλεις να σου δείξω;»
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Της άπλωσα το χέρι μου και τα γαντοφορεμένα δάχτυλά της αγκάλιασαν το μπράτσο μου. Την οδήγησα ακόμα πιο μακριά απ’ τους άλλους, στο στόμιο ενός στενού περάσματος που ελισσόταν ανηφορικά, ανάμεσα στους ακανόνιστους ώμους των νεκρών λόφων. Με ακολούθησε δίχως δισταγμό. Ενδεχομένως να ήθελε να ζήσει μια περιπέτεια, να είχε βαρεθεί την ασφάλεια και την πολυτέλεια της υπόγειας πολιτείας της. Στην ουσία βέβαια, ελάχιστα μ’ ενδιάφερε αυτή η προοπτική. Πεινούσα. Και είχαν περάσει πολλές μέρες από την τελευταία φορά που είχα φάει καθαρό και καλοθρεμμένο κρέας.
Tags: fantasy , masks , short-story , The Weird Side Daily , twsd , underground city , άνθρωποι , διήγημα , διήγημα φαντασίας , ερείπια , Έρικ Σμυρναίος , θάλασσα , κτίρια , μάσκες , πόλη , πύλη , Στολές , υπόγεια πόλη , φαντασία
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.