Έκλειψη

“Πλησιάζει. Πηχτό, βαθύ, μελανό. Σκοτάδι, μαύρο σαν πίσσα, απλώνει τα πλοκάμια του, τεντώνεται σαν χορδή τόξου, έτοιμο να εκτοξευτεί εναντίον μου. Το βλέπω να ετοιμάζεται, να εξαπολυθεί, να με καταβροχθίσει.”

13 Δεκεμβρίου 2020

Πλησιάζει. Πηχτό, βαθύ, μελανό. Σκοτάδι, μαύρο σαν πίσσα, απλώνει τα πλοκάμια του, τεντώνεται σαν χορδή τόξου, έτοιμο να εκτοξευτεί εναντίον μου. Το βλέπω να ετοιμάζεται, να εξαπολυθεί, να με καταβροχθίσει.

Προσπαθώ να του ξεφύγω. Συστρέφω τον κορμό, κινώ τα χέρια μου κυκλικά στον αέρα. Το μόνο που καταφέρνω είναι να περιστρέφομαι. Κάνω κύκλους!

Κι αυτό με φτάνει, με ζυγώνει. Με αγγίζει με τα μαύρα, πεπλωτά του ξέφτια. Το δέρμα μου αναριγεί στην αίσθηση του ερέβους.

Ρίχνω το βλέμμα και παρατηρώ την αντίδραση του κορμιού μου στην νέα κατάσταση. Οι πόροι ανοίγουν, σαν μικρά μικρά στόματα. Καταπίνουν το σκιώδες δηλητήριο, το απορροφούν αργά, σταθερά. Το ερεβώδες πέπλο με σκεπάζει με τη βεβαιότητα του νικητή. Κάθε ίντσα του κορμιού μου καταπίνει το σκοτάδι, μεταλλάσσεται. Βλέπω το φως μου να σβήνει. Χάνεται.

Πού να πηγαίνει άραγε; Το ασημένιο, μαργαριταρένιο μου φως; Το πολύτιμό μου; Πού να πηγαίνουν άραγε όλα όσα χάνονται; Να υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο, ξεχωριστό μέρος για αυτά; Κι όταν φτάσουν εκεί, να μας σκέφτονται άραγε; Να μας θυμούνται; Να αναρωτιούνται πώς τα πηγαίνουμε χωρίς την παρουσία τους;

Αρκετά με τις απορίες. Χάνεται, το βλέπω. Σταματώ να μάχομαι την νέα πραγματικότητα. Δεν έχει νόημα. Αυτός είναι ο νέος εαυτός μου. Το σκοτάδι με καταπίνει ολότελα, με κλείνει μέσα του. Δεν διακρίνω τίποτε άλλο πέρα απ’ αυτό.

Περνάει χρόνος, τον ακούω να κυλά. Γλιστράει σαν χέλι γύρω μου. Όσο κι αν δεν θέλω να τον ακούω, δεν γίνεται. Ξύνει τις μεμβράνες του πάνω στην μελανή κρούστα με την οποία με έχει περιβάλλει το έρεβος. Χτυπάει επιδεικτικά την ουρά του στο σκληρό μου κέλυφος, σαν να θέλει να μου υπενθυμίσει την παρουσία του.

«Άκου με! Είμαι εδώ και προχωράω! Δεν σταματώ», φωνάζει με τον τρόπο του και εγώ νιώθω σαν καρχαρίας μέσα σε γυάλα.

«Το ξέρω ότι είσαι εδώ!» του φωνάζω. «Αλλά τι θες να κάνω;»

Αυτή είναι πλέον η πραγματικότητά μου. Είμαι κλεισμένη μέσα στο νέο μου καβούκι, αναγκασμένη να μην διακρίνω τίποτα άλλο πέρα από αυτό. Ανήκω στον ωκεανό και είμαι φυλακισμένη μέσα σε ένα στενάχωρο ενυδρείο. Για ό, τι κι αν ήμουν προορισμένη, τώρα πια δεν υφίσταται.

Μου κόβεται η ανάσα, τα πνευμόνια μου ασφυκτιούν, η καρδιά μου είναι βαριά σαν μολύβι. Αναπολώ τα χρώματα που έχασα. Ήδη μου λείπουν. Πιέζω τα μάτια μου δυνατά, στρέφω τους βολβούς τριγύρω μήπως και καταφέρω να ξεκλέψω κάποια παράσταση, κάποιο σχέδιο, κάποια μορφή. Ποιόν κοροϊδεύω; Όλα αυτά έχουν χαθεί. Είμαι εγώ και το καβούκι μου, και κακώς προσπάθησα για μια στιγμή να το ξεχάσω.

Γονατίζω στον πάτο, ανήμπορη ακόμα και να σκεφτώ πια όλα αυτά που με χαρακτήριζαν πριν κλειστώ στη γυάλα. Πώς ήταν τα χρώματα; Πώς ήταν ο παλιός μου εαυτός; Πώς έμοιαζε το φως μου; Να έχει άραγε κι αυτός πάει σε εκείνο το ιδιαίτερο μέρος όπου πάνε όλα όσα χάνονται; Σάμπως εκείνος να με θυμάται; Να με αναπολεί;

Θέτω τα χέρια στο κέντρο της καρδιάς. Ολόμαυρη κι εκείνη, δεν διακρίνεται ούτε μια ρανίδα από την αλλοτινή της λάμψη. Κλείνω τα μάτια, έτσι κι αλλιώς δεν βλέπω τίποτα. Παραδίδομαι. Όταν δεν μπορείς να κολυμπήσεις, αφήνεσαι στα κύματα.

Μα, για στάσου. Τι λέω; Σταματούν ποτέ να κολυμπούν οι καρχαρίες; Αυτή είναι η φύση τους. Όσο κι αν τους περιορίσεις, όσο κι αν τους ψαλιδίσεις τα πτερύγια, όσο κι αν δέσεις τις ουρές τους σε πασσάλους, εκείνοι πάντα ελευθερώνονται, πάντα ορμούν πίσω στον ωκεανό, ακόμα πιο επιθετικά από πρώτα, κι ας βάφονται τα ύδατα από το αίμα τους. Συνεχίζουν να κολυμπούν κόντρα στο ρέμα.

Δεν παραδίδονται οι καρχαρίες, παρά μόνο στον ίδιο τους τον εαυτό. Διάολε, είναι θηρευτές! Όχι χρυσόψαρα.

Σηκώνομαι και πατάω στα πόδια μου, στα τυφλά. Χτυπάω με τις γροθιές μου την σκοτεινή κρούστα που έχει κατακάτσει γύρω μου. Βάζω όλη μου την δύναμη στις κλειδώσεις των δαχτύλων και συνεχίζω. Προσπαθώ να ξεχνάω τον πόνο μου, συγκεντρώνοντας την σκέψη στα χρώματα που απώλεσα, στο φως μου, στην μνήμη του παλιού εαυτού μου. Δεν μπορεί, δεν έχουν ολότελα χαθεί. Κι αν, παρ’ ελπίδα χάθηκαν, θα τα φέρω πίσω.

Οι γροθιές μου αντηχούν μέσα στο καβούκι μου, πονούν τα αυτιά μου από την ηχώ που τετραπλασιάζεται καθώς επιστρέφει πίσω. Σφίγγω τα δόντια και συνεχίζω. Ο χρόνος περνάει απ’ έξω και περιστρέφει τα πτερύγιά του ειρωνικά. Κοπανάει στα εξωτερικά τοιχώματα, μετρώντας τα δευτερόλεπτα, προσπαθώντας να με προφτάσει, να με ξεπεράσει.

Καταφέρνω ένα μικρό ράγισμα στο κέλυφος. Αναθαρρεύω. Αντλώ όλη μου την δύναμη από όσα λαχταρώ να επανακτήσω. Τα χρώματα, το φως μου, τον εαυτό μου. Είναι δικά μου και δεν θα μου τα πάρει κανείς.

Το ράγισμα μπροστά μου μεγαλώνει. Απλώνεται ίντσα ίντσα προς τα πάνω, σπάει σε διακλαδώσεις, ψηλώνει και ανοίγει, σαν ρίζες κάποιου δέντρου που αναπτύσσεται. Με τυλίγει ανοδικά σαν λουλούδι που ανθίζει. Μέσα από τα ραγίσματα που όσο πάνε και εκτείνονται, περνάνε λεπτές αχτίδες φωτός. Γελάω σαν τρελή όταν τις βλέπω.

Η γυάλα μου σπάει. Τα θρύψαλα του σκοταδιού σκορπίζονται γύρω μου, πέφτουν στα πόδια μου.

Αγκαλιάζω τον εαυτό μου, ενώ το φως και τα χρώματα επιστρέφουν και με τυφλώνουν. Με δάκρυα στα μάτια -δάκρυα χαράς και μόνο- διαπιστώνω πως ποτέ ουσιαστικά δεν χάθηκαν όλα αυτά που ήταν σημαντικά για μένα. Ήταν εδώ, μόνο που εγώ αδυνατούσα να τα δω.

Κοιτάζω τα κομμάτια του σκοτεινού πέπλου που με είχε σφιχταγκαλιάσει, με δέος, σαν να αντικρίζω κάποιον παλιό αλλά υπολογίσιμο εχθρό. Ξαναβρίσκω την ανάσα μου. Τώρα μόνο συνειδητοποιώ πως πνιγόμουν.

Απλώνω τα χέρια, τεντώνω τα δάχτυλά μου για να τα θαυμάσω. Φωτίζουν, μαργαριταρένια σαν φεγγάρια. Το δέρμα μου παίρνει και πάλι την γνώριμη, ασημιά του λάμψη, ενώ νιώθω την καρδιά μου να επιστρέφει στην γνώριμη ζεστασιά της και τους συνήθεις ρυθμούς της.

Τώρα που επέστρεψα όμως, έρχεται η φοβερή συνειδητοποίηση πως το σκοτάδι μπορεί κάποτε να επανέλθει. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, καθώς θυμάμαι την πάλη που έδωσα μαζί του. Πάλεψα και τα κατάφερα. Το νίκησα.

Ας επιστρέψει,  λοιπόν. Το φεγγάρι δεν παύει να λάμπει επειδή περνάει κάποιος πλανήτης από μπροστά του. Το φως του είναι εκεί,  και όποιος δεν παύει να επιμένει και να ελπίζει, σύντομα θα το ξαναδεί. Άλλωστε, δεν είναι τίποτε παραπάνω από μια απλή έκλειψη. Και οι εκλείψεις δεν κρατούν για πάντα.

Tags: darkness , eclipse , light , moon , short-story , The Weird Side Daily , γυάλα , διήγημα , διήγημα φαντασίας , έκλειψη , θάλασσα , Ιωάννα Τσιάκαλου , καβούκι , καρδιά , καρχαρίες , μαύρη , μαύρο , πλάσμα , ράγισμα , σκοτάδι , φαντασία , φεγγάρι , φως , χέρια , χρυσόψαρα

Ιωάννα Τσιάκαλου

Δημοσιεύτηκε 13 Δεκεμβρίου, 2020

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.