Ήταν ένα υγρό, ψυχρό και μελαγχολικό μονοπάτι εκείνο που ακολουθούσε, αλλά του άρεσε πολύ. Στα δικά του μάτια εκείνο το στοιχείο της μελαγχολίας ήταν τόσο αναζωογονητικό που εν τέλει του έδινε χαρά. Η υγρασία, δεν ήταν σαν κουφόβραση αλλά ήταν μετά από μια ολονύκτια βροχή που είχε σταματήσει λίγο πριν ο ήλιος ανατείλει κι αρχίσει να διαλύει σιγά σιγά τα σύννεφα. Τα πρωινά, ήταν πάντοτε πιο δροσερά και ευωδιαστά, όταν τα είχε εξαγνίσει όλα, το νερό της βροχής. Εκείνη η γλυκιά ψύχρα που ανατρίχιαζε το δέρμα του, γινόταν αισθητή πάνω στο ακάλυπτο πρόσωπο του. Ήταν ένα όμορφο πρόσωπο. Ήταν χλωμός, αλλά με εκείνο το ζωηρό λευκό του φρέσκου χιονιού και όχι το καταθλιπτικό του θανάτου. Είχε μικρές καφέ φακίδες, περισσότερες στη μύτη και μερικές προεκτείνονταν διάσπαρτες προς τα μάγουλα. Το κάτω χείλος ήταν αρκετά ζουμερό σε αντίθεση με το άνω που ήταν μικρό αλλά όμορφα σχηματισμένο. Τα μάτια του ήταν αμυγδαλωτά με τεράστιες, κατάμαυρες βλεφαρίδες και είχαν το χρώμα της μέντας με καφετιές κηλίδες να ακουμπούν την κόρη τους. Τα μαλλιά του ήταν ίσια και κατάμαυρα και είχαν μήκος μέχρι τον ώμο. Είχε βγει από το σπίτι, είχε πάει κατευθείαν προς την αγαπημένη του διαδρομή, κόβοντας δρόμο, περνώντας πάνω από τον κοντό, ξύλινο φράχτη που διαχώριζε την αυλή του σπιτιού του από τον έξω κόσμο. Το όνομα του ήταν Τζόναθαν και είχε πιάσει δουλειά στο τυπογραφείο της περιοχής. Δεν ήταν η δουλειά των ονείρων του, αλλά ήταν μια ευχάριστη δουλειά που του παρείχε και κάποια χρήματα. Εκείνη την ημέρα όσο περπατούσε, ποτέ δεν σκέφτηκε πως εκείνη την συγκεκριμένη μέρα, που βάδιζε ανέμελος προς τη δουλειά, θα άλλαζε η ζωή του. Εκείνη τη μέρα, ο Τζόναθαν γνώρισε την Λορελάι. Είχε έρθει στην πόλη να μείνει με την οικογένειά της, σε ένα μεγάλο σπίτι, στην αρχή του δάσους, πίσω από την εκκλησία του αγίου Θωμά. Το κληρονόμησε από την θεία του πατέρα της, που του το μεταβίβαζε στη διαθήκη της.
Ο Τζόναθαν από την πρώτη στιγμή δεν είχε φανεί ντροπαλός απέναντι στη νεαρή και περίεργα όμορφη Λορελάι. Ήταν τόσο υπέροχα και υπερβολικά όμορφη που κάθε φορά που προσπαθούσε κανείς να την περιγράψει, έχανε τα λόγια του και πολλές φορές ξεχνούσε και τι έλεγε. Είχε πράσινα μάτια, σαν το πράσινο του κυπαρισσιού. Τα μαλλιά της ήταν μακριά με δαχτυλιδωτές μπούκλες με ένα αλλόκοτο χρώμα που έμοιαζε κόκκινο, αλλά όταν το άγγιζε ο ήλιος σχημάτιζε χρυσούς και ασημένιους ιριδισμούς. Ήταν μια όαση για την ψυχή η ύπαρξή της και ο Τζόναθαν την ερωτεύτηκε αμέσως. Ξεκίνησαν να περπατούν μαζί και έπειτα να τρέχουν και να τρέχουν και να πέφτουν μέσα σε μοσχοβολιστά, γεμάτα λουλούδια, ξέφωτα του δάσους. Και να αγαπιούνται και να αγκαλιάζονται. Και κάθε τι μελαγχολικό να είναι για αυτούς ένα ποίημα, ένα τραγούδι, η αγάπη η ίδια. Και εκείνη τον μεθούσε και εκείνος μεθούσε αβίαστα. Έπιανε τα απαλά μαλλιά της πάνω στο λευκό του χέρι και έβαζε βαθιά μέσα τους το πρόσωπο του, μέχρι να πάρει όλη την παραδεισένια ευωδία που ανέδιδαν. Πάντοτε εκεί, στο δάσος. Στο δάσος που εκτεινόταν πίσω από το σπίτι της. Ο Τζόναθαν κάθε μέρα έτρεχε να πάει στη δουλειά, χωρίς να δίνει πλέον σημασία στο ποια διαδρομή θα ακολουθήσει. Δούλευε μηχανικά και γρήγορα για να περάσει η ώρα και έπειτα τρέχοντας να συναντήσει την αγαπημένη του. Έτρωγε μόνο αργά τη νύχτα, όταν γύριζε σπίτι. Κάτι που δεν ήθελε, αλλά η Λορελάι δεν δεχόταν να ακούσει κουβέντα για να περάσουν τη νύχτα μαζί, με την δικαιολογία πως δεν την αφήνει ο αυστηρός πατέρας της. Ο Τζόναθαν όμως ήταν τυφλός από αδυσώπητο έρωτα και φρικιαστική ζήλεια και ένα βράδυ αποφάσισε να παρακολουθήσει κρυφά τη Λορελάι για να δει αν όντως έμπαινε στο σπίτι της ή πηγαίνει κάπου αλλού. Εκείνη όμως αντί να μπει μέσα στο σπίτι, όπου την είχε συνοδεύσει ο Τζόναθαν, γύρισε πίσω και συνέχισε προς το δάσος.
Και συνέχιζε, και με το πρώτο φως του φεγγαριού τα μαλλιά της γίνονταν χρυσά και ασημένια. Και το παλτό και το φόρεμα της χανόνταν και την θέση τους έπαιρναν ρούχα τόσο αιθέρια και απαλά που σχεδόν δεν υπήρχαν, απλά άγγιζαν το γλυκό της κορμί. Και με την ολόγιομη λάμψη του φεγγαριού σχηματίζονταν στην πλάτη της, δύο θεόρατα φτερά που έμοιαζαν με εκείνα της πεταλούδας, αλλά σχεδόν διάφανα με μωβ και πράσινους ιριδισμούς. Το σώμα της λαμπύριζε και δημιουργούσε ένα πέπλο σαν φωτοστέφανο γύρω της. Ο Τζόναθαν είχε χάσει την γη κάτω από τα πόδια του με αυτό που αντίκριζε. Είχε ανοίξει το στόμα του και κοίταζε εντελώς χαμένος το θέαμα. Όντας σε τέτοια εκστατική και ανεξέλεγκτη κατάσταση δεν πρόσεξε και πάτησε ένα κλαρί που έσπασε με δύναμη και η Λορελάι γύρισε φοβισμένη προς το μέρος του. Όταν τον είδε τα μάτια της βούρκωσαν και του αποκρίθηκε: «Δε με εμπιστεύθηκες. Η αγάπη που σου έδειξα δε σου έφτασε… Τώρα με πρόδωσες και με καταράστηκες αιώνια…» Και η Λορελάι πέτρωσε και μαζί πέτρωσαν και τα δάκρυά της. Και ο Τζόναθαν έπεσε απελπισμένος στα γόνατα για το κακό που είχε προξενήσει από τη ζήλεια του. Είχε καταστρέψει ό,τι καλύτερο του είχε συμβεί ποτέ. Είχε κάνει πέτρα την αγάπη του. Και μαζί με εκείνη έγινε και η καρδιά του πέτρα και ο Τζόναθαν δεν θα ξαναήταν ποτέ ζωντανός…
Tags: drama , fairy , fantasy , forest , heart , love , Man , short-story , stone , wings , woman , αγάπη , άντρας , γυναίκα , δάσος , διήγημα , διήγημα φαντασίας , δουλεία , δραματικό , εμπιστοσύνη , έρωτας , ζευγάρι , ζήλια , καρδιά , μαλλιά , νεράιδα , πέτρα , πόλη , σπίτι , φαντασία , φτερά
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.