Κάθε φορά που πηγαίνω στο χωριό, σκέφτομαι τον Χρήστο το Σπαθά. Τον έβλεπα μέχρι και πριν από μερικά χρόνια, να ζητιανεύει στα σκαλιά της εκκλησίας. Τα πόδια του ήταν κομμένα στα γόνατα. Πήγαινα πότε-πότε και του ‘δινα καμιά δραχμή. Εκείνος μούγκριζε μόνο και κουνούσε τα χέρια του.
Μου έχουνε πει, πως μέσα σ’ ένα βράδυ, έχασε τη γυναίκα του και τα παιδιά του.
Κάθονταν λέει, στο ημίφως, γύρω από το τραπέζι της κουζίνας. Η γυναίκα σέρβιρε τη σούπα από πιάτο σε πιάτο. Απ’ έξω στην ερημιά, ο αέρας φύσαγε σαν λύκος.
Κάποια στιγμή, ακούστηκε βαζούρα απ’ το παράθυρο. Ο Χρήστος σηκώθηκε και την ώρα που πλησίαζε το τζάμι, η πόρτα τινάχτηκε, κι όρμησαν μέσα έξι μαυριδερές μορφές.
Η γυναίκα και τα παιδιά τσίριξαν. Ο Χρήστος έκανε το σταυρό του. Οι μορφές ήταν ψηλές, φτάνανε το ταβάνι και τ’ αυτιά τους έμοιαζαν με τα φτερά της νυχτερίδας.
Το ένα πλάσμα, έπαιζε μια γκάιντα και τα πόδια του τράνταζαν το πάτωμα. «Ώπα-ώπα μπλάτιμοι!», φώναζε.
Η γκάιντα έσταζε αίματα κι ο σάκος της ήταν γεμάτος βλέννα και τρίχες, λες κι είχαν γδάρει το πρόβατο μόλις εκείνη τη στιγμή.
Δυο από τα πλάσματα, άρπαξαν τη γυναίκα, της έσκισαν τα ρούχα και τη σήκωσαν γελώντας στον αέρα. Τα ουρλιαχτά της μπολιάζονταν με τον ήχο της γκάιντας.
Τα παιδιά είχαν κρυφτεί κάτω από το τραπέζι. Τα τράβηξαν σαν τους λαγούς κι άρχισαν να κοπανάνε τα μικρά κεφάλια τους στον τοίχο. Ο ασβέστης γέμισε μυαλά και αίματα.
Ο Χρήστος άρπαξε ένα μαχαίρι κι έκανε να τους ορμήσει. Ένα πλάσμα τον έπιασε απ’ το σβέρκο και τον έσυρε έξω στη νύχτα.
Μαζί τους βγήκαν κι οι άλλοι δυο. Σφήνωσαν ανάμεσα τους το Χρήστο, κι άρχισαν να πηδάνε και να στριφογυρίζουνε.
«Ώπα-ώπα μπλάτιμοι!», φώναζαν.
Όλη τη νύχτα χόρευε ο Χρήστος ο Σπαθάς μέσα στη φεγγαράδα. Χόρευε τον ίδιο τσάμικο ξανά και ξανά, έναν τσάμικο φρικτό, του θανάτου. Το χώμα κάτω από τα πόδια του είχε καρβουνιάσει.
Το πρωί, τον βρήκε ένας αγωγιάτης σωριασμένο στα χορτάρια. Οι σάρκες στα πόδια του είχαν λιώσει από το χορό μέχρι το γόνατο. Μόνο το κόκκαλο είχε μείνει. Όταν ξύπνησε , άρχισε να κλαίει και να χτυπιέται.
Όποιος τότε στο χωριό δεν πίστευε στα Γκόλιαβα, τον πηγαίνανε να δει τα πόδια του Χρήστου. Από τότε λένε, δεν ξαναμίλησε.
Tags: creatures , dark , death , fantasy , horror , monster , murder , mystery , weird , αέρας , αίμα , αλλόκοτο , ανατριχίλα , βλέννα , βράδυ , γκάιντα , Γκόλιαβα , γυναίκα , διήγημα , εκκλησία , ημίφως , θάνατος , ιστορία , κόκαλο , λύκος , μαύρο , μαχαίρι , μορφή , νύχτα , νυχτερίδα , Παιδί , παιδιά , πλάσμα , πλάσματα , πόδι , πόδια , πρόβατο , σκοτάδι , σταυρός , Τα Γκόλιαβα , τοίχος , τραπέζι , τρόμος , τσάμικος , φεγγάρι , Φόβος , Χορός , χρόνια , χώμα , χωριό , ψυχολογία
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.