Κάτω από τα πόδια τους, ξερόφυλλα διαλύονταν κι ο τριγμός τους αντηχούσε ολόγυρα στα δέντρα. Ο καλόγερος βάδιζε μπροστά. Το πρόσωπο του, πέτρα δαρμένη από τον άνεμο και τα χρόνια, δεν έστριβε μήτε δεξιά μήτε αριστερά, κοιτούσε μονάχα το μονοπάτι με μάτια τόσο δα μικρά, που φτύναν φλόγες.
Ξοπίσω του βάδιζε ο Δαίμονας. Ανάμεσα τους μιαν αλυσίδα. Τη βαστούσε ο καλόγερος και με τα δυο του χέρια, το μέταλλο είχε αρχίσει να του πληγιάζει τις παλάμες, αλλά δεν θα την άφηνε. Δεν θα την άφηνε ακόμη κι αν κάποιος του έκοβε τα χέρια – θα την άρπαζε με το στόμα, να τι θα ‘κανε. Ο Δαίμονας ήτανε δικός του, του άνηκε σαν κάποιο λάφυρο φρικτό, και θα συνέχιζε να τον τραβάει μέχρι ένας από τους δυο τους να φτύσει τη ψυχή του στον άλλο κόσμο.
Η μορφή του Δαίμονα έμοιαζε να ξεπηδά κατευθείαν από τους εφιάλτες που κατατρέχουν τους ασκητές μέσα στα σκοτεινά τους σπήλαια. Ήταν κοντόχοντρος και το κορμί του στο χρώμα της πληγής που πήζει, γυάλιζε από τη βλέννα και το πύον. Ένα κέρατο χοντρό φύτρωνε στο μέτωπο του κι ένα δεύτερο κρεμόταν ανάμεσα από τα πόδια του, λυγερό και μαύρο σαν φάρος ανάποδος που δείχνει την Κάτω Γη.
«Κοίτα με!» φώναξε κάποια στιγμή ο Δαίμονας. «Γύρνα και κοίτα με! Γιατί δε με κοιτάζεις;»
Ο καλόγερος συνέχιζε να περπατά. Οι παλάμες του καίγανε, αν τις άγγιζες θα ούρλιαζαν.
«Γύρνα να δεις τι έπιασες με την αλυσίδα σου γέρο, να δεις τι κατάφερε το μίσος σου!»
Αν τον υπάκουε ο καλόγερος εκείνη τη στιγμή, θα έβλεπε ένα μικρό ελάφι στη θέση του Δαίμονα. Από το βάρος της αλυσίδας η μουσούδα του ελαφιού άγγιζε το έδαφος. Όμως ο καλόγερος δε γύρισε. Περπατούσε, κι ο αγκώνας του ακουμπούσε κάθε τόσο στην κόψη ενός μαχαιριού που είχε ζωσμένο στο ράσο του. Το είχε σφυρηλατήσει ο ίδιος, στα μπουντρούμια της μονής πριν κάμποσους χειμώνες, με κομμάτι κάποιας πέτρας που λέγανε πως έπεσε από τους ουρανούς. Το σφυρηλάτησε μ’ οργή και ιδρώτα μαύρο, κι όταν τελείωσε, είδε στη λάμα του να καθρεφτίζεται η μορφή του που έκλαιγε πάνω από δυο πρόσωπα χλωμά που κείτονταν στο έδαφος και τον κοιτούσαν με άδειο βλέμμα. Τότε το χέρι του σαν από μόνο του, πήγε και χάραξε πάνω στη λάμα τη φράση: «Ο Θεός Θέλει».
«Ο Θεός Θέλει», είπε από μέσα του ο καλόγερος, κι ύστερα τράβηξε με δύναμη την αλυσίδα κι έκανε το Δαίμονα να έρθει στη πρότερη του μορφή.
«Δεν είσαι παρά ένας ανόητος, τραγόπαπα», είπε ο Δαίμονας και παραπάτησε. «Για τα κρίματά σου δεν φταίει κανένας άλλος παρα μόνο εσύ. Τ’ ακούς; Μονάχα εσύ!»
Κι ύστερα γέλασε και τα δόντια του ξεπρόβαλλαν στραβά σαν μυτερές ταφόπλακες. Η φωνή του τραχιά και γεμάτη φλέματα, πέταξε ψηλά και μαστίγωσε τις φυλλωσιές των δέντρων κι όταν επέστρεψε πάλι, αντί για τα μαγαρισμένα χείλη του συνάντησε τα χείλη μιας κοπέλας. Ήταν ψηλή, το κορμί της γυμνό κι από τα στήθη της κυλούσε γάλα.
«Γύρνα μόνο να με δεις», του είπε με δροσερή φωνή, «αυτό θέλω, να με δεις, κι εγώ έννοια σου, θα σε κάνω να ξεχάσεις. Αυτό δε θέλεις;»
Ο καλόγερος σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε ψηλά τις φυλλωσιές σαν να περίμενε από τα δέντρα να του απαντήσουν. Απάντηση όμως δεν πήρε, κι αν ερχόταν, την πρόλαβε ο Δαίμονας που μίλησε ξανά.
«Γύρνα και θα δεις τον φταίχτη», είπε με ανδρική φωνή.
Στο άκουσμα της φωνής , ο καλόγερος έπαψε το βήμα του. Οι παλάμες του άνοιξαν κι η αλυσίδα γλίστρησε στο έδαφος. Του ήτανε γνώριμη η φωνή αυτή. Δεν άντεχε να την ακούει, κι είχε ορκιστεί να μην την ακούσει ποτέ ξανά.
Το ένα του χέρι έσφιξε τη λαβή του μαχαιριού. Το άλλο έγινε γροθιά. Ο καλόγερος τότε έκανε να γυρίσει, κι η στροφή του κορμιού του έμοιαζε να διαρκεί για αιώνες. Όταν τελικά γύρισε, αυτό που αντίκρισε τον έκανε να κοκκαλώσει σαν το δείκτη του ρολογιού. Τα χείλη του σφίχτηκαν, από τα μάτια του κύλησαν δάκρυα.
Μπροστά του στεκόταν ένας άντρας, φτυστός ο εαυτός του. Φορούσε το ίδιο ράσο, είχε το ίδιο χρώμα μαλλιών, μέχρι και τα σπυριά στη μύτη του είχε. Η μόνη διαφορά ήταν πως ο Δαίμονας χαμογελούσε, ενώ αυτός, κόντευε να σπάσει τα δόντια του από το σφίξιμο.
«Εδώ σε θέλω γέρο…» έκανε ο Δαίμονας.
Ο καλόγερος μ’ ένα πήδο βρέθηκε σιμά του και τον γκρέμισε στο έδαφος. Έμπηξε το μαχαίρι στη καρδιά του Δαίμονα τρεις φορές, με κοφτές κινήσεις σαν να τον τσάπιζε. Κι ύστερα άλλες τρεις. Όταν σηκώθηκε, τα μάτια του έλαμπαν από μιαν άγρια χαρά. Στάθηκε και παρατήρησε το κουφάρι του εαυτού να συστρέφεται, να διπλώνει και να μαζεύεται σαν το κορμί μιας αράχνης που καίγεται.
Όταν είδε ότι δεν απέμεινε παρά μόνο ένα βουναλάκι μαύρης γλίτσας, γύρισε από την άλλη μεριά και σκούπισε το μαχαίρι με την άκρη του μανικιού του. Ύστερα το σήκωσε ψηλά και τα γράμματα πάνω στη λάμα έλαμψαν από το φως του ήλιου. «Ο Θεός μπορεί να Θέλει», φώναξε σαν να διαπίστωνε το νόημα της φράσης μόλις εκείνη τη στιγμή.
«Εγώ όμως όχι», και με μια μονοκοντυλιά του μαχαιριού, έσκισε το λαιμό του από άκρη σε άκρη και το αίμα ξεχείλισε σαν το μπρούσκο από τρύπιο ασκό.
Tags: chains , dark , darkness , demon , fantasy , forms , god , monk , monster , shapeshifter , Shapeshifting , short-story , story , tale , αλλαζόμορφος , αλυσίδες , δαίμονας , διήγημα , θεός , καλόγερος , μορφές , Σκοτεινό , τέρας , φαντασία
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.