Το τέρας κάτω από το κρεβάτι

Πάντα γύρευα το περισσότερο, και φθονούσα με όλη μου την ψυχή όσους πίστευα ότι το είχαν. Δεν έστρεψα ποτέ το βλέμμα μου στη φωτεινή πλευρά της ζωής, ούτε έμαθα να εκτιμώ αυτά που είχα.
Μέχρι τη νύχτα που έχασα τα πάντα…

Από ένα τέρας που συνηθίζει να κρύβεται κάτω από το κρεβάτι… (μέσα σε ντουλάπες, πίσω από κουρτίνες, σε κάθε κρυφή γωνιά του γκαράζ, και γενικά οπουδήποτε προκειμένου να κρύψει τη ντροπή του).

Είμαι το τέρας που κρύβεται κάτω από το κρεβάτι…

Και, ειλικρινά, πάει καιρός από τότε που έχω εξοικειωθεί με αυτό!

Όχι ότι μου αρέσει να κρύβομαι, ή να τρομάζω κόσμο, (ή να είμαι τέρας), αλλά είμαι υποχρεωμένος να ζω έτσι, εδώ και πολύ, πολύ καιρό. Είναι η μόνη επιλογή που έχω, αν προτιμάτε.

Βλέπετε, κάποτε, ούτε που θυμάμαι πόσα χρόνια (ή αιώνες) πριν, ήμουν σπουδαίος ανάμεσα σε σπουδαίους, ικανός ανάμεσα σε ικανούς. Και είχα όλα όσα λαχταρούσε η καρδιά μου!

Όμως, ποτέ δεν μου αρκούσαν όσα είχα…

Πάντα γύρευα το περισσότερο, και φθονούσα με όλη μου την ψυχή όσους πίστευα ότι το είχαν. Δεν έστρεψα ποτέ το βλέμμα μου στη φωτεινή πλευρά της ζωής, ούτε έμαθα να εκτιμώ αυτά που είχα.

Μέχρι τη νύχτα που έχασα τα πάντα…

Τη νύχτα που βρήκα το θάρρος να προδώσω κάποιον που έδωσε τη ζωή του για μένα, και μου έδωσε λόγους για να ζω! Έκτοτε έκανα πολλά για τα οποία έχω πικρά μετανιώσει, πράξεις που πλήρωσα ακριβά, χάνοντας ό, τι ανθρώπινο υπήρχε μέσα μου. Όσος καιρός κι αν περάσει, όμως, καμία προδοσία από όσες διέπραξα δεν θα ξεπεράσει την προδοσία κατά του ίδιου μου του εαυτού. Αυτή που με έκανε ό,τι είμαι ως τώρα.

Ένα ταπεινό τέρας, που κρύβεται κάτω από τα κρεβάτια μικρών παιδιών για να τα τρομάζει. Απόκληρος ανάμεσα στα άλλα τέρατα, παρίας ανάμεσα στους ανθρώπους.

Έχει περάσει αρκετός καιρός από τότε που τρύπωσα σε αυτό το σπίτι, ανοίγοντας μια τόση δα πόρτα στην σκοτεινή διάσταση που αποτελεί το μόνιμο σπίτι μου. Στην αρχή όλα ήταν καλά. Ένα αγόρι πέντε χρονών κατοικούσε εδώ, μαζί με τον πατέρα του.

Ένα μικρό κι εύθραυστο πράγμα, που τρόμαζε με τον παραμικρό θόρυβο και συνήθιζε να ξυπνά στα μισά της νύχτας για να τρέξει στο δωμάτιο του πατέρα του, πριν ζώσουν το κρεβάτι του οι σκιές.

Η τέλεια λεία για μένα…

Ήταν τόσο εύκολο να το τρομάξεις, τόσο… δεδομένο.

Τα βράδια έβλεπα τις άκρες των μικρών ποδιών του να αιωρούνται από την άκρη του κρεβατιού, ενώ ήμουν κρυμμένος από κάτω του, ανάμεσα σε σωρούς σπασμένων παιχνιδιών, περιμένοντας τη στιγμή που θα έκανε το μοιραίο λάθος να αφαιρεθεί για να τον αρπάξω.

Μια στιγμή που δεν ήρθε ποτέ εντέλει.

Αντ’ αυτού, συνήθιζα να βγάζω ζωώδεις ήχους, όπως σιγανά γρυλίσματα, που ξυπνούν άσχημες εικόνες στη φαντασία των παιδιών από κάτι άγριο και μοχθηρό που καραδοκεί στους ίσκιους. Ή να πιέζω τα πέλματά μου με δύναμη στο ξύλινο δάπεδο, αφήνοντας ανατριχιαστικά τριξίματα, από εκείνα που κάνουν το αίμα των αλαφροΐσκιωτων να παγώνει.

Αν αυτή τη στιγμή δηλώσω πως δεν μου άρεσε η εικόνα του μικρού να τρέχει ουρλιάζοντας για το δωμάτιο του μπαμπά στα μισά της νύχτας, θα είμαι ψεύτης.

Βλέπετε, αυτή είναι η υπέρτατη ανταμοιβή για πλάσματα σαν κι εμένα: ο τρόμος των ζωντανών που επιλέγουμε για θύματά μας. Δεν υπάρχουν πολλές απολαύσεις στην απέραντη, θλιβερή ζωή μας, στον μουντό κόσμο όπου εδρεύουμε. Γι’ αυτό, μπορείτε μόνο να φανταστείτε τη δυστυχία μου, όταν κατάλαβα πως η δική μου έγχρωμη ιστορία παραδινόταν σιγά σιγά σε ένα άχρωμο τέλος…

Γιατί ήρθε μια μέρα που το παιδί έπαψε να τρομάζει από τις παρεμβάσεις μου. Ό, τι κι αν έκανα για να το φοβίσω, εκείνο παρέμενε ακίνητο πάνω στο κρεβάτι, τελείως σιωπηλό, μοιάζοντας να μην αντιλαμβάνεται καν ότι βρισκόμουν κοντά του. Υπήρχαν φορές που άκουγα την ανάσα του, σαν σιγανό ψίθυρο στην νεκρική σιγή του χώρου. Τις περισσότερες φορές, όμως, δεν άκουγα ούτε αυτήν. Δεν έβλεπα άλλο τα μικρά πόδια του να χορεύουν στην άκρη του κρεβατιού, ούτε άκουγα τη βραχνή φωνή του να τραγουδά φάλτσα νανουρίσματα κάθε φορά που ένιωθε μόνος και τρομαγμένος. Έτσι γυρνούσα πίσω στη διάστασή μου άπραγος, γνωρίζοντας πως θα έπρεπε σύντομα να εγκαταλείψω το καταφύγιό μου, για να βρω ένα καινούριο, εκεί όπου θα υπήρχαν μικρά παιδιά που θα τρόμαζαν με το παραμικρό, δίνοντας λόγους ύπαρξης στην άθλια αφεντιά μου.

Ο κόσμος από τον οποίο έρχομαι είναι άδειος και σκοτεινός, με ελάχιστες οάσεις φωτός στα τρίσβαθά του. Έτσι, ο κόσμος των ζωντανών είναι το μόνο μου καταφύγιο, η διάσταση που μου παρέχει ό τι χρειάζομαι για να συνεχίσω να υπάρχω…

***

Πάει ένας χρόνος τώρα που βλέπω τις άκρες των ποδιών του από την κρυψώνα μου, καθώς κάθεται ακίνητος στο κρεβάτι, σιωπηλός κι απόμακρος μέχρι εκεί που δεν παίρνει.

Οι ίσκιοι του χώρου δεν τον τρομάζουν, κι ας πυκνώνουν επικίνδυνα όταν πέφτει ο ήλιος. Οι ήχοι του σπιτιού που αναπνέει δεν τον ενοχλούν. Είναι φορές που τον ακούω να σιγοτραγουδά όταν πέφτει το σκοτάδι, αν και συχνά δεν καταλαβαίνω τα λόγια του τραγουδιού.

Κάποιες φορές βλέπω το είδωλό του στον καθρέφτη, που βρίσκεται εδώ και χρόνια απέναντι από το παιδικό κρεβάτι, χλωμό και κουρασμένο. Άρρωστο.

Στα χέρια του κρατά τη φωτογραφία του αγοριού –του γιου του- μιλώντας της τρυφερά, ενώ λεπτά ρυάκια κυλούν στο λιπόσαρκο πρόσωπό του, που μοιάζουν ασημένια στο ύστατο φως του ήλιου που μπαίνει από το παράθυρο.

Διακριτικά μαζεύω τα δάκρυα στις χούφτες μου, πριν πέσουν στο πάτωμα και εξατμιστούν. Κι αυτά, άγνωστο το γιατί, στα άσχημα χέρια μου μεταμορφώνονται αμέσως σε διαμάντια, όμορφα, διάφανα και σκληρά, που λαμπυρίζουν σαν φεγγαρόλουστες δροσοσταλίδες στο σεληνόφως.

Όταν οι χούφτες μου γεμίζουν δάκρυα, επιστρέφω αθόρυβα στο βασίλειο του αφέντη μου, κι απιθώνω τα διαμάντια μπρος στο θρόνο του, στο σημείο όπου ακουμπούν τα πληγωμένα του πόδια.

Ξέρω πολύ καλά πως υπάρχει ένας καλύτερος κόσμος, πέρα από όλους τους άλλους κόσμους που έχουν φτιαχτεί. Τον έχω δει απ’ το παράθυρο που υψώνεται πίσω απ’ τον θρόνο του αφέντη μου, και δεν υπάρχει ομορφιά στο σύμπαν που να ξεπερνάει τη δική του.

Εκεί ζούνε όλες οι αγνές ψυχές, σε αιώνια γαλήνη κι ευτυχία, για όσο κρατά ο χρόνος ο ίδιος από το πρώτο του μέτρημα.

Εκεί βρίσκεται και η ψυχή του αγοριού τώρα.

Ο αφέντης με άφησε να το δω, να δω πόσο ευτυχισμένο είναι!

Όμως…

…υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα ανάμεσα στον παράδεισο και τον κόσμο των ζωντανών…

Ένα χάσμα που ο πατέρας του αγοριού θα χρειαστεί κάποτε να διανύσει, όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή. Και για να το πετύχει αυτό θα χρειαστεί ένα γερό μέσο.

Τι σταθερότερο από μια απέραντη αλυσίδα, φτιαγμένη από αληθινά διαμάντια;

Tags: bed , child , fantasy short story , horror , horror short story , monster , short-story , δάκρυα , διήγημα , Διήγημα τρόμου , διήγημα φαντασίας , θρόνος , κρεβάτι , Παιδί , τέρας , τρόμος , φαντασία

Μαρία-Θεοδώρα Κεσόγλου

Δημοσιεύτηκε 21 Οκτωβρίου, 2025

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.