Φαινόταν έξυπνος. Και ψαγμένος. Δεν ήταν κάποιος ελαφρόμυαλος τουρίστας που κυνηγούσε ασυνήθιστες εμπειρίες για να καλύψει τα υπαρξιακά του κενά, αλλά ένας πραγματικός κυνηγός της γνώσης. Η σύντομη συζήτηση μας, μέσα στο μισοφωτισμένο εσωτερικό της παμπ με τους ξύλινους τοίχους και τα κερασφόρα κεφάλια των βαλσαμωμένων ελαφιών, με οδήγησε σ’ ένα επιπρόσθετο, ακόμα πιο ενθαρρυντικό συμπέρασμα. Ήταν και εστιασμένος. Έψαχνε κάτι πολύ συγκεκριμένο.
Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ήταν ιδανικός γι’ αυτό που είχα στο μυαλό μου. Έτσι λοιπόν, αποφάσισα να του δείξω το μυστικό μέρος. Ήξερα ότι θα με ακολουθούσε. Τα προσεκτικά διαλεγμένα μισόλογα και η εμφάνισή μου, ενός ηλικιωμένου χωριάτη με αυλακωμένο πρόσωπο, λευκά μαλλιά, βιβλική γενειάδα και λαμπερά μάτια που έμοιαζαν με γαλάζιες χάντρες, συνέθεταν έναν πειρασμό που ήταν ακαταμάχητος.
Όταν λοιπόν προθυμοποιήθηκα να του δείξω το μυστικό μέρος, το πρόσωπό του φωτίστηκε και συμφώνησε αμέσως, με την άδολη προθυμία ενός υπάκουου προβάτου.
Βγήκαμε από την μικρή παμπ όπου ψάρευα τους υποψηφίους μου, διασχίσαμε έναν δεντρόκηπο από αρχαίες μηλιές και αρχίσαμε ν’ ακολουθούμε ένα χορταριασμένο μονοπάτι που σκαρφάλωνε στον πράσινο και συμμετρικό λόφο που δέσποζε πάνω από το μικρό χωριό μου.
Βρισκόμασταν στα μέσα του καλοκαιριού, στις μέρες του θερινού ηλιοστασίου, κάπου στις δυτικές ακτές της Ιρλανδίας. Το σμαραγδένιο νησί απολάμβανε το φως ενός λαμπρού ήλιου που σκαρφάλωνε σ’ έναν βαθυγάλανο ουρανό. Μονάχα στο δυτικό ορίζοντα, πέρα από τους πελώριους γκρεμούς του Μόχερ που ατένιζαν περήφανα τον Ατλαντικό ωκεανό, απλωνόταν μια λευκή γραμμή αφράτων υδρατμών που ίσως μεταμορφωνόταν κάποια στιγμή σε μια βραχύβια μπόρα.
Εκείνος με ακολουθούσε αδιαμαρτύρητα καθώς άρχισα ν’ ανηφορίζω με μεγάλα βήματα το μονοπάτι που οδηγούσε στην κορφή του λόφου. Παρά την προχωρημένη μου ηλικία, ο βηματισμός μου ήταν αβίαστος και η αναπνοή μου άνετη ενώ το ξύλινο μπαστούνι που κρατούσα, χρησίμευε περισσότερο για να παραμερίζω τους χορταρένιους θάμνους που το κάλυπταν παρά για να με στηρίζει.
Πότε-πότε λοξοκοιτούσα τον επισκέπτη πάνω από τον ώμο μου. Η φυσιογνωμία του ήταν σίγουρα ενδιαφέρουσα, σου δημιουργούσε την εντύπωση ότι ήταν έξυπνος και οξυδερκής, γεννημένος σε κάποια από τις χώρες του Ευρωπαϊκού νότου. Ήμουν πολύ περίεργος να δω πως θα τα πήγαινε όταν φτάναμε στον προορισμό μας.
Καθώς ανεβαίναμε το λόφο, γύρω μας ξεδιπλώθηκε ένα καθαρά Ιρλανδέζικο τοπίο: Κυματιστοί λοφίσκοι καλυμμένοι από σκουροπράσινο χορτάρι, μια πλατειά κοιλάδα που στο βάθος της φιδογύριζε ένας ασημένιος ποταμός, και μικρά χωριά με σταχτιές στέγες, λευκούς τοίχους και καφασωτά παράθυρα που στριμώχνονταν στις όχθες του. Το δροσερό αεράκι που φυσούσε από την μεριά της θάλασσας μετρίαζε την ζεστασιά του ήλιου και γύρω μας ψιθύριζε το παχύ χορτάρι. Οι διάσπαρτοι θάμνοι και τα μικρά δέντρα με τους κορμούς που οι καταιγίδες του χειμώνα είχαν συστρέψει σε σχήματα ασυνήθιστα, αναδεύονταν και σφύριζαν γύρω μας συνωμοτικά. Όσο ανεβαίναμε τον λόφο, μια παράξενη αίσθηση γέμιζε την ηλιόλουστη ατμόσφαιρα, μια πινελιά εξωπραγματικότητας, λες και το γαλήνιο τοπίο που ξετυλιγόταν γύρω μας έκρυβε κάτι άλλο πίσω από τις απαλές γραμμές και τα φωτεινά του χρώματα. Ήταν λες και μεταμορφωνόταν όλο και περισσότερο σε μια παραπλανητική πρόσοψη, σ’ ένα σκηνικό θεάτρου που γινόταν όλο και πιο εύθραυστο, όλο και πιο λεπτό. Στο μυαλό μου αναδύθηκαν κάποιες Ιρλανδέζικες παραδόσεις σύμφωνα με τις οποίες, τις νύχτες του μεσοκαλόκαιρου, τα πέπλα που χωρίζουν τους κόσμους γίνονταν ασαφή και είναι πολύ εύκολο για κάποιον απρόσεκτο διαβάτη να περιπλανηθεί σε μια άλλη διάσταση που συνυπάρχει με τη δική μας. Επίσης, το ίδιο εύκολα μπορεί κάποια οντότητα που ζει κάπου «αλλού» να εισβάλλει στο δικό μας σύμπαν και να κάνει αισθητή την παρουσία της με τρόπους που δεν είναι απαραίτητα ευχάριστοι για το γένος των ανθρώπων.
Τώρα που πλησιάζαμε την κορφή του λόφου, ο οποίος ήταν στεφανωμένος μ’ ένα σκιερό δασύλλιο, εκδηλώθηκε μια ακόμα αλλαγή. Το φύσημα του αέρα ξεθύμανε και μια ασυνήθιστη άπνοια κρεμάστηκε ολόγυρά μας. Το δασύλλιο έμοιαζε με φυτικό στέμμα που κάλυπτε την κεφαλή του λόφου μ’ ένα τουρμπάνι από πυκνές φυλλωσιές. Τώρα που στεκόμασταν μπροστά του, τυλιγμένοι σ’ εκείνη την παράξενη σιωπή, ο επισκέπτης μου μπορούσε να δει πως αποτελούταν από μεγάλες ξαγκαθιές οι οποίες σχημάτιζαν ένα προστατευτικό φράγμα. Φυσικά, δεν πτοήθηκα καθόλου από την εχθρική τους εμφάνιση. Εντόπισα ένα στενό μονοπάτι που ελισσόταν ανάμεσά τους και του έκανα ένα κοφτό νόημα να με ακολουθήσει.
Βυθιστήκαμε λοιπόν σε μια σκιερή σήραγγα από αγκαθωτά κλαδιά που αψιδώνονταν πάνω από τα κεφάλια μας, διαθλώντας το φως του ήλιου σε αναρίθμητες λαμπερές κουκίδες. Η φυτική εκείνη σήραγγα έστριβε μια από δω μια από εκεί, ακολουθώντας μια μαιανδρική διαδρομή έως ότου μας οδήγησε σε ένα μικρό ξέφωτο. Τώρα βρισκόμασταν σε μια κυκλική έκταση από γρασίδι που οριοθετούνταν από αγκαθωτούς θάμνους. Στο κέντρο της υψωνόταν ένας μοναχικός μονόλιθος, ένα πελεκημένο κομμάτι γκρίζου βράχου που η επιφάνειά του ήταν διάστικτη από σπειροειδή σχήματα τα οποία σχημάτιζαν ένα κυματιστό μοτίβο.
Ο μονόλιθος έμοιαζε πανάρχαιος και ο ουρανός που κρεμόταν από πάνω του, διαποτισμένος από τις εκθαμβωτικές ακτίνες του ηλίου, φαινόταν να βρίσκεται πολύ κοντά μας, τόσο πολύ που ένιωσα ότι αν τέντωνα το χέρι μου θα τον άγγιζα και θ’ ανακάλυπτα ότι ήταν κατασκευασμένος από ένα συμπαγές κομμάτι γαλαζωπού κρυστάλλου.
«Τι είναι αυτό;» αναρωτήθηκε ο ξένος φωναχτά.
«Είναι ένα ορόσημο,» του εξήγησα. «Σημαδεύει το σημείο όπου τα πολύ αρχαία χρόνια, προτού οι πρώτοι άνθρωποι αποβιβαστούν στο νησί, συνέβαινε κάτι πολύ σημαντικό.»
Εκείνος πλησίασε με διστακτικό βήμα τον μονόλιθο ο οποίος έμοιαζε με τον κυνόδοντα κάποιου τιτάνιου σαρκοβόρου. Τον είδα να στέκεται μπροστά του και να χώνει τα χέρια του μέσα στις τσέπες του παντελονιού του, σαν να ήταν απρόθυμος να τον αγγίξει. Σαν να ένιωθε τη δύναμη που ανάβλυζε από το αρχέγονο εσωτερικό του. Γύρισε και με κοίταξε με μάτια μισόκλειστα:
«Τι συνέβαινε ακριβώς εδώ πέρα δηλαδή;»
«Μια φορά και έναν καιρό, σε τούτο το νησί ζούσε μια φυλή υπερφυσικών πλασμάτων. Το όνομά τους ήταν Tuatha de Danann, οι λαμπεροί. Ήταν πανέμορφα πλάσματα, προικισμένα με μαγικές δυνάμεις και αθάνατα. Νιώθανε τα μυστικά ρεύματα της Γης, διαβάζανε τα σχέδια των άστρων και ζούσαν σύμφωνα με τους αιώνιους κύκλους της ζωής. Γνωρίζανε τα σημεία όπου η δύναμη της γης αναβλύζει από το έδαφος και εκεί μαζεύονταν τις μέρες ανάμεσα στις εποχές, για να εκτελέσουν τις παράξενες τελετές τους. Κάποια στιγμή ωστόσο ήρθαν οι πρώτοι άνθρωποι με διαθέσεις εχθρικές και κατακτητικές ως συνήθως και φέρανε μαζί τους όπλα ισχυρά που αψηφούσαν την πανάρχαια μαγεία. Οι Tuatha υποχώρησαν μπροστά στην ασταμάτητη εκείνη παλίρροια, εγκατέλειψαν την επιφάνεια του εδάφους και έγιναν ένα με τη Γη.»
«Πέθαναν λοιπόν;»
Η αφελέστατη ερώτησή του κατάφερε να με ενοχλήσει.
«Όχι φυσικά! Το αντίθετο! Ενώθηκαν με τη Γη. Κοιμήθηκαν στην αγκαλιά της, μέσα στα υπόγεια παλάτια τους που κρύβονται κάτω από χορταριασμένους λόφους και κυκλικά οχυρά. Κοιμήθηκαν και περίμεναν το κάλεσμα, την ημέρα που θα ξυπνούσαν και πάλι.»
«Τι κάλεσμα είναι αυτό;»
«Η φωνή της ίδιας της Γης. Γνώριζαν ότι θα έρθει η μέρα που οι ισορροπίες θα διαταραχτούν και η ζωή θα κινδυνεύσει σε τούτο τον κόσμο. Είχαν καταλάβει ότι οι άνθρωποι δεν θα σταματούσαν ποτέ να αρπάζουν και να κατακτούν. Είχαν νιώσει ότι θα ερχόταν κάποια μέρα που η ίδια η Γη θα ζητούσε βοήθεια.”
Εκείνος με άκουγε γοητευμένος. Τα μάτια του είχαν γίνει υγρά και λαμπερά και ένα απαλό χαμόγελο κυμάτιζε γύρω από το στόμα του. Αποφάσισα λοιπόν να κάνω την τελευταία κίνηση.
«Άγγιξε τον μονόλιθο. Και ίσως νιώσεις και εσύ το ρεύμα της δύναμης που αναβλύζει από μέσα του.»
Εκείνος υπάκουσε δίχως δισταγμό. Οι παλάμες των χεριών του άγγιξαν το τραχύ πλευρό του μονόλιθου. Αμέσως άρχισε να τρέμει λες και τον διαπερνούσε ένα ισχυρό ρεύμα ηλεκτρισμού.
Τον πλησίασα και περίμενα υπομονετικά. Κάποια στιγμή εξαντλήθηκε και έπεσε στα γόνατα. Έμεινε ακίνητος. Το ίδιο και εγώ. Μετά, σηκώθηκε όρθιος και πάλι και έστρεψε το πρόσωπό του προς το μέρος μου. Η στάση του σώματός του είχε αλλάξει. Το ίδιο και το πρόσωπό του. Η φλόγα των αρχαίων θεών άστραφτε στα μάτια του και μια λάμψη περηφάνιας φώτιζε τα αλλαγμένα χαρακτηριστικά του.
Γονάτισα μπροστά του, όπως έπρεπε, και του είπα στην αρχαία γλώσσα του νησιού:
«Καλώς όρισες άρχοντά μου. Η ώρα της αφύπνισης ήρθε και για σένα. Η γη σε χρειάζεται.»
«Που είναι οι άλλοι;» με ρώτησε με καμπανιστή φωνή.
«Θα σε οδηγήσω σε αυτούς. Αλλά πρώτα επέτρεψε μου να σου διδάξω τους τρόπους του καινούργιου τούτου κόσμου που έχουν χτίσει οι άνθρωποι. Είναι ακόμα οι αφέντες του.»
«Όχι για πολύ,» με διαβεβαίωσε εκείνος με ένα σαρδόνιο χαμόγελο.
Tags: creatures , fantasy , short-story , The Weird Side Daily , Tuatha , Tuatha de Danann , twsd , αφύπνιση , Γη , διήγημα , διήγημα φαντασίας , Έρικ Σμυρναίος , Ιρλανδία , μονόλιθος , Μόχερ , μυθολογία , νησί , οι λαμπεροί , πλάσματα , τοπίο , φαντασία
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.