“Ο άνεμος θρόιζε αναμεσά στις φυλλωσιές των δέντρων. Μύριζα τον ερχομό του. Καταχνιά και ομίχλη σμίλευαν τα κορμιά των νεράιδών της νέας εποχής που πλησίαζε. Αυτό το δυσοίωνο κομμάτι του χρόνου που έρρεε γεμάτο καυτό ήλιο, ιδρώτα, θάνατο και μίζερη ραστώνη ερχόταν στο τέλος του…”
“Ο Λουκ συνοφρυώθηκε. Είχε ξαναπεράσει από εδώ; Οι δρόμοι του φαίνονταν γνώριμοι. Του έμοιαζαν με τους δρόμους της κωμόπολης που βρισκόταν πίσω από τα χωράφια. Όχι, όχι. Ακόμη σε αυτή βρισκόταν…”
ΣΕΛΙΔΑ 1 / 1
Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.