Αιθέρων Νέμο

Ένα ονειρικό διήγημα απο τον Κωσταντίνο Δομηνίκ.

30 Δεκεμβρίου 2019

Αποφασίσαμε να δραπετεύσουμε, η πριγκίπισσα μου κι εγώ, απο τη μετριότητα του κόσμου τούτου και να υψωθούμε εις τους ουρανούς, εδώ που η μόνη εξουσία είναι αυτή των ανέμων. Με τις ευλογίες τους ταξιδεύουμε, εμείς, ερωτευμένοι κουρσάροι, οχυρωμένοι μέσα στο ιπτάμενο πλοίο μας, ένα Βρίκιο, που κινείται χάρη στον ατμό που του εμφύσησαν οι μηχανικές προσαρμογές μου.

Τις ξάστερες νύχτες το συνηθίζω να στέκομαι στην πλώρη και να καπνίζω ταμπάκο γλυκό, καθώς παρατηρώ την κόψη του πλοίου να σκίζει τα σύννεφα, όπως άλλοτε τα φαλαινοθηρικά σκίζανε τους πάγους στις βόρειες θάλασσες. Άραγε, θα ανακαλύψουμε ποτέ κι εμείς το Μόμπυ Ντικ μας; Μια Χίμαιρα θεόρατη, λευκή, μιαν απειλή, που θα ‘ρθει τη νύχτα με τον άνεμο και θα μας αφανίσει, ή ακόμα χειρότερα, θα γκρεμίσει το κορμί της αγαπημένης μου να το καταπιούν τα πέλαγα; Όμως όχι, δεν πρέπει να το σκέφτομαι.

Τα σύννεφα εδώ πάνω, παίρνουν τη μορφή ανθρώπινων προσώπων που ξεπετάνε χέρια μακρουλά και χαϊδεύουν το πλοίο λες και θέλουν να τ` ανεβούν, μα στο λεπτό διαλύονται —φαντάσματα που δεν υπήρξαν ποτέ. Μου φαίνεται πως οι μορφές αυτές, δεν είναι παρά οι ψυχές των ανθρώπων εκείνων που έχουν πεθάνει βίαια κάτω στη γη, κι έχουν ανέλθει εδώ ψηλά μετουσιωμένες σε σύννεφα, αποζητώντας γλυκιά γαλήνη στη σιωπή τ` ουρανού. Ταξιδεύουμε λοιπόν, ανάμεσα στους νεκρούς, κι είναι φορές που με την πριγκίπισσα μου, παρατηρούμε τα φώτα κάτω στις πόλεις σας. Μέσα στη νύχτα, δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τις πολυκατοικίες, τα φώτα μοιάζουν με τις λάμψεις των αστεριών, και φανταζόμαστε πως το πλοίο μας πλέει στο διάστημα, μια πυγολαμπίδα, ένα καρυδότσουφλο μικρό που ταξιδεύει στο σκοτάδι, ανάμεσα στ` αστέρια κι ολοταχώς προς το φεγγάρι.

Δεν μπορώ, αλήθεια, να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς την πριγκίπισσα. Εψές τη νύχτα, βρεθήκαμε στο έλεος μιας διαβολικής καταιγίδας και με τους ανέμους να χτυπούν με λύσσα το πλοίο, το πίστεψα στ’ αλήθεια, πως ήταν βέβαιος ο χαμός μας, πως αργά ή γρήγορα θα γκρεμιζόμασταν στη μαύρη άβυσσο. Όμως κάποια στιγμή, μέσα από τα διαμερίσματα μου ξεπρόβαλε ολόλαμπρη η πριγκίπισσα μου και στάθηκε στο κατάστρωμα. Ξέλυσε το χρυσό της φόρεμα και τ’ άφησε να γλιστρήσει στο πάτωμα. Έπειτα, γυμνή με το σφιχτό κορμί της παραδομένο στη βροχή και στον άνεμο, διέσχισε το κατάστρωμα κι ανέβηκε στην πλώρη.

Φοβήθηκα, φοβήθηκα για τη ζωή της κι έκανα να τρέξω κοντά της, όμως η φωνή της π’ άρχισε ξαφνικά να μαστιγώνει τους λυσσασμένους άνεμους, με σταμάτησε. Έμοιαζε με θείο κελάηδημα η φωνή της, λεπτό, μα πύρινο συνάμα, το στόμα της έφτυνε φωτιά, ρομφαίες αγγέλων, πάλευε με τους κεραυνούς, τoν άνεμο και την βροχή, ένα Sturm und Drang, η πριγκίπισσα μου, σκέφτηκα, η Κυρά μου των Ανέμων!

Απόρησα όταν διέκρινα στα λόγια της εκείνους τους στίχους του Σέλλεϋ που της έμαθα, κι απόρησα ακόμη πιο πολύ όταν είδα την καταιγίδα να κοπάζει και να κοπάζει, μέχρι που στη θέση της δεν απέμειναν παρά μόνο λάμψεις ακίνδυνες στην άκρη του ορίζοντα.

Ύστερα, όταν οι σύντροφοι μου αποκαμωμένοι κατέβηκαν στις καμπίνες τους, όρμησα στην πλώρη κι άρπαξα την πριγκίπισσα μου και την κόλλησα στην κουπαστή, και της έκανα έρωτα άγριο με το πρόσωπό της στον αέρα να κρέμεται στο κενό, πάνω από τα φώτα των πόλεων, κι ύστερα ακόμα, όταν ο ήλιος άγουρος ρόδισε τον ορίζοντα, την οδήγησα στα διαμερίσματα μου και κυλιστήκαμε στα πορφυρά χαλιά, γυμνοί κάτω από τους πίνακες του Μπλέηκ, μέχρι που ‘νιωσα τη ζωή της να γλιστρά σαν το σπουργίτι μέσα από το κορμί της.

Ήταν τότε που συνειδητοποίησα, πως είχα εφεύρει εν αγνοία μου το όπλο εκείνο που κατείχε τη δύναμη να καταλαγιάζει τις καταιγίδες. Βλέπετε, τις νύχτες, όταν ζυγώνει η ώρα του ύπνου, μια θλίψη βραχνιάζει τη ψυχή μου γιατί, η καρδιά της πριγκίπισσας μου σταματά να χτυπά και το κορμί της κοκκαλώνει. Μια μαριονέτα, τούτο απομένει, με δυο τρύπες αντί για μάτια, που κοιτάνε το κενό. Τότε, μέσα στη μοναξιά μου, της ξεβιδώνω τα στήθη, λέγω τα κατάλληλα ξόρκια και κουρδίζω την μικρή μεταλλική καρδιά της. Μερικές φορές προσθέτω καινούργιους στίχους μέσα στη μνήμη της, γιατί έχω ρυθμίσει τον εγκέφαλο της με τέτοιον τρόπο, που το στόμα της να μιλά μονάχα με τους στίχους των μεγάλων ποιητών. Όμως δεν το ‘ξερα πως η εφεύρεση μου αυτή, που με γλιτώνει από τη μοναξιά μου, μπορεί να με γλιτώσει κι από τον θυμό μιας καταιγίδας!

 

 

Main Image Reference

Tags: fairytale , fantasy , mystery , weird , αλλόκοτο , άνεμος , γαλήνη , διήγημα , έρωτας , καταιγίδα , μυστήριο , νύχτα , ουρανός , πλοίο , πλώρη , πριγκίπισσα , ταξίδι , ύπνος , φαντασία , φεγγάρι , ψυχολογία

Κωνσταντίνος Δομηνίκ

Δημοσιεύτηκε 30 Δεκεμβρίου, 2019

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.