Μέχρι τα μεσάνυχτα είχαν καταλαγιάσει τα μπουρίνια, αφού πρώτα είχαν διώξει όλα τα σύννεφα. Ο έναστρος ουρανός έλαμπε καθαρός πάνω από την ράχη της σκοτεινιασμένης Σφακτηρίας. Το κρύο όμως είχε νοτίσει τον βράχο, περόνιαζε το πλίνθινο φυλάκιο, έφτανε μέχρι το μεδούλι των φρουρών που χουχούλιαζαν μέσα. Τέσσερα χαμηλά κρεβάτια, ένα μαγκάλι και μια προβιά για πόρτα ήταν η χλιδή που κοσμούσε την σκοπιά τους. Εξωτερικά σκαλοπάτια οδηγούσαν σε μια ταράτσα παρατηρήσεων από πάνω. Ο αέρας φυσούσε ανάμεσα από τις κενές πολεμίστρες. Ήταν τρεις και είχαν αράξει δίπλα στη φωτιά, περνώντας ένα ασκί με ρακί ο ένας στον άλλον.
«Αχ Κάιρο» είπε αναστενάζοντας ο Αχμέτ.
«Φτάνει με τον σεβντά σου. Βαρεθήκαμε να σε ακούμε» είπαν οι άλλοι.
«Μα είναι καιρός αυτός καλοκαιριάτικα; Στο Κάιρο αυτή τη στιγμή, η μητέρα μου και οι αδελφές μου έχουν ξαπλώσει στην ταράτσα μας και κοιτούν τα άστρα. Η Αϊσέ έχει μια μαϊμού που τις κάνει αέρα.»
«Καλό ρακί» είπε ο Μεμέκ, ρουφώντας μια γουλιά.
«Μου το έδωσε ο εξάδελφος μου» εξήγησε ο αιγύπτιος, «Είναι στο Σουρίγια».
«Καλά την έχουν οι ναύτες. Τους περιποιούνται εκεί. Κάθονται τώρα στις ζεστές τους κουκέτες και πίνουν τα ρακιά τους» σχολίασε ο Ακίν.
«Όχι σαν κι εμάς που μας έστειλαν εδώ λες και είμαστε τιμωρημένοι» είπε ο Μεμέκ.
«Λέτε να είναι αλήθεια αυτό που λένε γι αυτό το νησί; Ότι είναι στοιχειωμένο;» ρώτησε ο Αχμέτ αλλάζοντας ξαφνικά την διάθεση τους.
Κοιτάχτηκαν.
«Που άκουσες κάτι τέτοιο;»
«Το λέγανε τα παιδιά στο Κάστρο. Γιατί μας πήραν από εκεί και μας φέρανε εδώ; Γιατί οι προηγούμενη φρουροί χάθηκαν. Εξαφανίστηκαν χωρίς ίχνος. Τις σκοπιές στο νησί το είχε αναλάβει το ναυτικό, μέχρι που άρχισαν να χάνουν άντρες. Αν συνέχιζαν, είπαν, τα καράβια θα έμεναν χωρίς πλήρωμα. Γι αυτό την πληρώνουμε εμείς τώρα.»
«Και τι μπορεί να απέγιναν οι φρουροί;»
«Ο Χασάν δεν έπρεπε να βγει μόνος» είπε ο Μεμέκ και οι τρεις γύρισαν να κοιτάξουν την προβιά που κυμάτιζε στην πόρτα.
Σαν να έπεσε σύνθημα, ο Χασάν παραμέρισε την προβιά και μπήκε στο φυλάκιο σα να τον κυνηγούσαν. Οι άλλοι ανασηκώθηκαν σκιαγμένοι. Κουβαλώντας το κρύο της νύχτας στην πλάτη του, ο τέταρτος φρουρός ακούμπησε το καριοφίλι του στο ντουβάρι και ήρθε να τρίψει τα χέρια του πάνω από το μαγκάλι.
«Έχει ένα καράβι εκεί έξω» είπε.
«Τι εννοείς;» ρώτησε ο Ακίν.
Ο Χασάν είδε το ασκί, το άρπαξε και ήπιε ρακί σαν να ήθελε να το αδειάσει όλο. Το κατέβασε από τα χείλη του και κόλλησε το βλέμμα του στα πυρακτωμένα κάρβουνα.
«Μια κορβέτα, δικιά μας, άραξε στην ακτή του νησιού. Όχι στον κόλπο. Είναι απ’έξω.»
Σηκώθηκαν όλοι όρθιοι.
«Θα εξόκειλε. Το πλήρωμα είναι καλά;»
Τους κοίταξε για λίγο βουβά πριν απαντήσει.
«Δεν είδα κανέναν. Το κατάστρωμα είναι άδειο. Φώναξα αλλά δεν πήρα καμία απάντηση. Στέκεται εκεί και σπρώχνεται πέρα δώθε από τα κύματα.»
«Θα αποβιβάστηκαν. Έψαξες το νησί;»
«Δεν υπάρχει κανείς σας λέω. Και δεν ξαναπάω εκεί έξω μόνος.»
«Ο ένας με τα φαντάσματα, ο άλλος με τα στοιχειωμένα καράβια, σαν χανούμισσες κάνετε» είπε γελώντας ο Ακίν και παίρνοντας το δικό του καριοφίλι κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Θιγμένοι, άρπαξαν τα δικά τους καριοφίλια και τον πρόλαβαν στην έξοδο.
Έφτιαξαν μια γραμμή, ο ένας πίσω από τον άλλο, ακολουθώντας το πεπατημένο μονοπάτι, γυμνό από το γρασίδι που κάλυπτε τις πλαγιές. Δεν είχε φεγγάρι αλλά ήταν εύκολο να διακρίνουν τα σαρίκια και τα γιλέκα των συντρόφων τους. Η νυχτερινή αύρα σφύριζε στα αφτιά τους και το σκοτάδι της θάλασσας δημιουργούσαν εύφορο έδαφος για την δεισιδαιμονία τους. Η Σφακτηρία έκλεινε τον κόλπο του Ναβαρίνου σαν κυματοθραύστης, δημιουργώντας μια στενή είσοδο για τα καράβια ανάμεσα στο νότιο άκρο της και την Πύλο απέναντι. Αν υπήρχε τούρκικο καράβι έξω από το λιμάνι, δεν μπορούσε να ανήκει στον στόλο. Κοίταζαν σκιαγμένοι δεξιά και αριστερά. Τα καθησυχαστικά φανάρια στις αραγμένες φρεγάτες του Ναβαρίνου ήταν πολλή μακριά για να αντλήσουν κουράγιο από αυτά. Όταν έφτασαν στο σημείο, πρώτος ο Χασάν πλησίασε τον γκρεμό και κοίταξε κάτω. Πάγωσε. Βρέθηκαν και οι άλλοι δίπλα του και ακολούθησαν το βλέμμα του. Το κύμα άφριζε λευκό στο σκοτάδι, όπως έγλυφε τα βράχια της ακτής. Δεν υπήρχε κανένα καράβι εκεί.
«Που είναι το καράβι;» φώναξε ο Χασάν.
«Είσαι σίγουρος ότι αυτό είναι το μέρος;»
«Εδώ ήταν! Είμαι σίγουρος!»
«Θα έκανες λάθος.»
«Θα το πήρε το κύμα…»
«Ούτε δέκα λεπτά δεν πέρασαν. Η θάλασσα είναι ήρεμη.»
«Θα το ονειρεύτηκες» είπε γελώντας ο Ακίν.
Ο Χασάν γύρισε θιγμένος προς το μέρος τους. Ο θυμός του άλλαξε σε ανησυχία.
«Που είναι ο Μεμέκ;»
Γύρισαν να δουν και διαπίστωσαν ότι ήταν μόνο οι τρεις τους. Φώναξαν το όνομα του Μεμέκ αλλά απάντηση δεν πήραν. Σήκωσαν τα καριοφίλια τους και επέστρεψαν στο μονοπάτι.
«Πάμε πίσω στο φυλάκιο» είπε ο Ακίν και άρχισαν να τρέχουν.
Δεν ήταν μακριά, ο πυρσός πάνω από την είσοδο του φυλακίου φαινόταν ξεκάθαρα, σηματοδοτούσε τη σωτηρία τους. Ο Ακίν, που προπορευόταν, γύρισε να δει τους συντρόφους του και σταμάτησε. Ο Αχμέτ έπεσε σχεδόν πάνω του.
«Τι έγινε;» ρώτησε.
«Που είναι ο Χασάν;» είπε ο Ακίν.
Όντως ήταν μόνο οι δύο τους. Ο Χασάν δεν ακολουθούσε. Ενστικτωδώς σκέφτηκαν να φωνάξουν αλλά δεν τους έβγαινε φωνή. Σαν κάτι να έκρυψε τα άστρα ξαφνικά και ένα δυνατό χτύπημα έριξε τον Ακίν στο έδαφος. Αίμα γέμισε το στόμα του. Μέσα στη ζάλη του άκουσε τις κραυγές του Αχμέτ που έμοιαζαν να απομακρύνονται πριν διακοπούν απότομα. Ο Ακίν άρπαξε το καριοφίλι του και τινάχτηκε όρθιος. Τα γόνατα του ήταν αδύναμα και ασταθή. Ξεροκατάπιε. Τώρα δεν ήταν μόνος. Υπήρχαν άντρες εκεί, κάπου δώδεκα από αυτούς, ίσως περισσότεροι, και τον κοίταζαν. Μαύρες σιλουέτες χωρίς χαρακτηριστικά, με λίγη αύρα από τα άστρα στο κεφάλι τους. Έβλεπε τα ναυτικά τους σαλβάρια και τις ζώνες τους, κανείς τους όμως δεν φορούσε φέσι.
«Ποιοι είστε;» φώναξε.
Δεν πήρε απάντηση. Ένιωσε όμως την απειλή. Την αίσθηση στο σβέρκο που νιώθει ο κυνηγός, δευτερόλεπτα πριν η λεοπάρδαλη χιμήξει πάνω του. Είδε τους κυνόδοντες και τράβηξε την σκανδάλη. Το βόλι βρήκε το στόχο του αλλά δεν είχε αποτέλεσμα. Ο Ακίν γύρισε και άρχισε να τρέχει. Το φυλάκιο είχε χαθεί από τα μάτια του. Δεν ήταν στο μονοπάτι. Γλίστρησε στο γρασίδι και άρχισε να κυλάει προς τον γκρεμό. Τα πόδια του βρέθηκαν στο κενό και το χέρι του άρπαξε τυφλά τη ρίζα ενός θάμνου. Τα πλευρά του έσκασαν στο χείλος του γκρεμού και κραύγασε επώδυνα. Το βάρος του έχωσε τη ρίζα βαθιά στην παλάμη του και το αίμα του κύλησε πηχτό. Κοίταξε την πτώση που τον περίμενε και του πήρε λίγος χρόνος να καταλάβει ότι τα βράχια της ακτής δεν ήταν ο προορισμός του. Μια κορβέτα έτριζε ρυθμικά στο σπρώξιμο της θάλασσας, μαύρη και σκοτεινή και με τα πανιά της σε λουρίδες. Το πλήρωμα ήταν στην κουπαστή και ενώ δεν μπορούσε να δει τα πρόσωπα τους, ήξερε πως τον κοιτούσαν. Τον περίμεναν. Θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να πέσει στα δόντια τους, δεν είχε όμως διαφυγή, το κισμέτι του ήταν ξεκάθαρο. Μην αντέχοντας άλλο, αφέθηκε να πέσει.
(Απόσπασμα από το Deniz Kurt, έργο που συγγράφεται τώρα. Αφορά την ιστορία του τούρκικου πληρώματος του «Λύκος της Θάλασσας» που μετατράπηκε σε βαμπίρ από τον βρικόλακα Ζήνωνα στο «Στάχτη στα Μάρμαρα».)
Tags: Deniz , Deniz Kurt , Epic , fantasy , Kurt , short-story , story , Vampire , weird , αλλόκοτο , Βαμπίρ , Βρικόλακας , διήγημα , Διήγημα Φαντασία , διήγημα φαντασίας , Επικό , Ζήνωνας , Ζήνωνας Στάχτη στα Μάρμαρα , Θαλασσόλυκος , ιστορία , καράβι , Λογοτεχνία , λογοτεχνία φαντασία , Λύκος της Θάλασσας , Μάχη , Ντίνος Χατζηγιώργης , Ντίνος Χατζηγιώργης Διήγημα , Ντίνος Χατζηγιώργης Στάχτη στα Μάρμαρα , Στάχτη στα Μάρμαρα , Στάχτη στα Μάρμαρα Deniz Kurt , συγγραφή , φαντασία , Φαντάσματα
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.