Έκλεισε τα μάτια του, αναζητώντας τη βιαστική γαλήνη που βρίσκει κανείς όταν ξέρει πως ο χρόνος του τελειώνει, κι άρχισε να προσεύχεται μουρμουρητά.
Από την άλλη πλευρά του παχύ κορμού, ακούστηκε ένα ήσυχο γελάκι. Εκείνος τρόμαξε και μπέρδεψε τα λόγια του, πριν αυτόματα τα μάτια του ανοίξουν. Συνειδητοποιώντας πως δεν ήταν δυνατόν να άκουγε τη φωνή των θεών, σηκώθηκε με σοβαρό ανάστημα και περπάτησε έως την άλλη πλευρά της καρυδιάς.
Εκεί, ένας νεαρός καθόταν κι έσκαβε αφηρημένα το έδαφος με το μαχαίρι του. Το βλέμμα του ήταν ήρεμο, σαν να ήθελε να δείξει πως δεν αρεσκόταν στους ξαφνικούς καυγάδες. Τα ρούχα του ήταν απλοϊκά. Το ίδιο κι οι μπότες του, οι οποίες ήταν φανερό πως δεν φρόντιζε, σαν τα ανακατεμένα καστανά μαλλιά του. Κοίταξε τον Σέθ χαμογελώντας, ενώ με το χέρι του προσπαθούσε να αποτρέψει τον ήλιο να τον τυφλώσει.
«Καλησπέρα!» Είπε ξέγνοιαστος.
«Διακόψατε την προσευχή μου», απάντησε εντελώς σοβαρός.
«Καλύτερα για ‘σένα».
«Ορίστε;» Αποκρίθηκε φανερά προσβεβλημένος.
«Αργά ή γρήγορα θα καταλάβεις πως στον πόλεμο δεν υπάρχουν θεοί»
«Δε ζήτησα τη γνώμη σας, ούτε θα επιτρέψω να βλαστημάτε τα ιερά του τόπου μου».
Το γέλιο του ξένου ήταν συγκρατημένο και μελωδικό.
«Άντε να θυσιάσεις κανένα αρνί στους ανύπαρκτους θεούς σου κι άφησέ με ήσυχο».
«Αν δεν έχεις σκοπό να προσευχηθείς μαζί μου, σε συμβουλεύω να σωπάσεις, ή να εξαφανιστείς όσο προλαβαίνεις».
«Όσο προλαβαίνω;» Γέλασε.
«Ναι».
«Και πώς έχω την τιμή να αποκαλώ τον θηρευτή μου;» Τα μάτια του έλαμπαν κεχριμπαρένια με ωχρά πράσινα ρεύματα και το αυθόρμητο χαμόγελό του απέτρεπε τον εχθρό να τον μισήσει.
«Κοίταξε, προσπαθώ να είμαι ευγενικός, μα αν δεν απομακρυνθείς αυτή τη στιγμή…» Έσκυψε στο ύψος του ξαπλωμένου ξένου και αβίαστα αφαίρεσε το ένα του γάντι.
«Τι θα κάνεις; Θα προσευχηθείς για εμένα;»
«Είσαι ταλέντο στις προσβολές», είπε δίνοντάς του το γάντι, ενώ έχανε την υπομονή του. «Ελπίζω να χειρίζεσαι το ίδιο καλά και το σπαθί».
Ο ξένος χαμογέλασε έως τα αυτιά και το πρόσωπό του φωτίστηκε περισσότερο –και τόσο δίστασε να τον μισήσει.
«Πολύ καλά». Σηκώθηκε όρθιος. «Μα όχι εδώ… Τη δύση, κάτω από το λόφο. Θα φέρω μάρτυρες από τη μεριά μου, κι εσύ από τη δική σου. Εξάλλου, για να νιώσεις υπερήφανος όταν κερδίσεις θα χρειαστείς κοινό. Ο εξευτελισμός του ηττημένου δεν έχει λογική αν δεν το κάνεις για να εντυπωσιάσεις». Το χαμόγελο είχε αρχίσει να σβήνεται.
Ο Σέθ έμεινε να τον κοιτά παραξενεμένος.
«Το γάντι σου». Ο αγενής ξένος πλησίασε για να του το δώσει, πάντα κοιτώντας τον κατάματα. Εκείνος απέφυγε την οπτική επαφή στρέφοντας αμήχανα το βλέμμα του αλλού και πάλι πίσω στον υβριστή.
«Κράτησέ το», είπε αγνοώντας το τεντωμένο χέρι του.
«Τη δύση λοιπόν», χαμογέλασε μια τελευταία φορά. Βόλεψε το μαχαίρι που είχε ξεχάσει καρφωμένο στο χώμα και κρατώντας το γάντι, έφυγε.
Οι ώρες έμοιαζαν περισσότερο με δευτερόλεπτα, ώσπου το κόκκινο άλικου που κάλυπτε το ουράνιο πεδίο να κρυφτεί μέσα σε μια φλούδα πορτοκαλιού. Μια λάμψη μεταλλικού χρυσού σαν ροδαλή χροιά αγκάλιασε τον νυσταγμένο ήλιο, κι η σιωπή πότιζε τον σπόρο της ομορφιάς. Ο λόφος, σαν αιματοβαμμένος, σκέπαζε με μια εβένινη σκιά για σεντόνι το στρατόπεδο πριν αυτή θρυμματιστεί στον χωροχρόνο ως το επόμενο ηλιοβασίλεμα. Μέσα από τη ματιά της ελπίδας, η νύχτα άνθιζε αργά, σαν λουλούδι που δεν έχει ποτιστεί αρκετά.
Χωρίς αποτέλεσμα τριγυρνούσε ώρες τώρα, προσπαθώντας να πείσει κάποιον –οποιονδήποτε- να παρευρεθεί στη μονομαχία. Έχανε τα λόγια του ξέροντας πως όλοι ήταν ανώτεροί του εκεί, στη πολεμική τους βάση, έτσι το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να γίνει ο ίδιος μάρτυρας του εαυτού του, και να πάει κάτω από το λόφο. Ήδη ντροπιασμένος αφού απέτυχε να βρει μάρτυρες, τον παρηγορούσε η σκέψη πως οι θεοί είναι στο πλευρό του.
Ο ξένος φάνηκε να πλησιάζει στον ορίζοντα. Από τη νύχτα που είχε αρχίσει να κυριαρχεί παρά τα φώτα του στρατοπέδου, είδε να ξεπροβάλλουν οι εκπαιδευόμενοι του ιππικού. Πενήντα νέοι, κοντά στην ηλικία του ξένου, ακολουθούσαν εύθυμοι τον βλάσφημο.
«Όταν είπες θα φέρεις μάρτυρες, δεν πίστευα πως εννοείς ό,τι κινείται σε ακτίνα δύο χιλιομέτρων».
«Όπως σου είπα…» Είπε βγάζοντας το σπαθί του από τη θήκη του πριν την πετάξει κάτω. «Ο εξευτελισμός του ηττημένου, έχει σκοπό τον εντυπωσιασμό του κοινού. Να το κοινό σου… Φρόντισε να το ανταμείψεις».
Ο ξένος ανέφερε ασταμάτητα την ήττα του από τη στιγμή που γνωρίστηκαν. Παράξενο, σκέφτηκε, γιατί είχε ανάστημα περίσσιας αυτοπεποίθησης. Μιλούσε με απόλυτη σιγουριά για τον εαυτό του και το περπάτημά του ήταν σταθερό, μα οι κινήσεις των χεριών του ήταν ελεύθερες σαν αιθέριες Σύλφες που μπλέκονται στα σχέδια του ανέμου.
Ο Σέθ πήρε θέση ετοιμότητας, για να αρχίσει η μονομαχία. Ο αντίπαλός του όμως αντί να κάνει το ίδιο, άπλωσε το χέρι του προς χειραψία. Για μια στιγμή παραξενεύτηκε. Υποπτεύθηκε πως θα εκμεταλλευτεί την ευγενή αυτή κίνηση για να τον χτυπήσει, αν ανταποδώσει την επιβεβαίωση. Έτσι διστακτικά άπλωσε το δεξί του χέρι κι έσφιξε το χέρι του αντιπάλου του.
«Ξεκινάμε;» Αποκρίθηκε εκείνος. Ο Σέθ έγνεψε θετικά και πήρε ξανά θέση ετοιμότητας.
Τα ξίφη συγκρούονταν φορτώνοντας τον αέρα με κρότους, κινώντας τα φύλλα του δέντρου ρυθμικά. Με το τελευταίο φως της ημέρας η νυχτερινή αύρα πάγωνε το οξυγόνο, δίνοντας μία χειμερινή πινελιά στη μονομαχία όσο ιδρωμένα χέρια έσχιζαν την ψυχρότητα της δύσης με ακονισμένες λεπίδες.
Ο Σέθ κοίταξε τον αντίπαλό του στα μάτια. Οι πράσινες λίμνες έσβηναν στο σκοτάδι αφήνοντας πίσω τους δυο ολόμαυρες σφαίρες να διαπερνούν τον φόβο του. Το χαμόγελό του είχε σβηστεί από τα σφιγμένα χείλη του, όμως ήταν μονίμως χαραγμένο στο βλέμμα του, κι αναρωτήθηκε πώς φώλιαζε τόση οικειότητα στη μορφή ενός βλάσφημου. Κινούσε το ξίφος του αυθαίρετα, χωρίς να λογαριάζει κανόνες και τεχνική, δίνοντας παράλληλα μεγαλύτερη προσοχή στην θαυμαστή αύρα του ξένου. Χειριζόταν το σπαθί με όση χάρη επέτρεπε η βαναυσότητα του αντικειμένου κι ήταν έτοιμος να το παραδεχτεί οποιαδήποτε στιγμή, πως ήταν άξιος αντίπαλος.
Εκείνος, σαν να έπαιζε μαζί του αντί να τον αντιμετωπίσει ευθέως, έκανε λάθος επιθέσεις για να του δώσει μια ευκαιρία να αποδείξει τις ικανότητές του. Έπειτα όμως απέκρουε το χτύπημα και χαμογελούσε κουνώντας το κεφάλι του συγκαταβατικά, είτε του έκανε κρυφά νόημα με τις εκφράσεις του να επιτεθεί πρώτος για να κυλήσει ο αγώνας ομαλά. Οι σταγόνες ζεστού ιδρώτα που είχαν σχηματιστεί στο κούτελό του κι έτρεχαν ως τον λαιμό δε τον εμπόδιζαν να διατηρήσει το κύρος του χαρακτήρα του, ούτε να κρατήσει το κεφάλι του ψηλά καθ’ όλη τη διάρκεια της σύγκρουσης όσο ο Σέθ λαχανιασμένος πάλευε να φυλάξει τη λίγη ζωντάνια που του είχε απομείνει για να μην εξευτελιστεί στα μάτια του αντιπάλου του.
Με τα πνευμόνια του να εκλιπαρούν για αέρα και την καρδιά του έτοιμη να σπάσει, προσευχήθηκε δειλά και σιωπηλά στο Πεπρωμένο. Αν οι θεοί υπήρχαν, δε θα τον εγκατέλειπαν τώρα που χρειαζόταν ένα χέρι βοηθείας. Έτσι ήλπιζε, έστω. Κι αν το Πεπρωμένο τον ήθελε χαμένο και ντροπιασμένο, γνώριζε πολύ καλά πως δε μπορούσε να το αποφύγει. Το μόνο που μπορούσε να κάνει τώρα ήταν να συνεχίσει ώσπου να τον εγκαταλείψουν οι δυνάμεις του. Το κοινό κραύγαζε επευφημώντας τον αντίπαλο κι εκείνος χαλάρωνε ανά λίγα δευτερόλεπτα για να τους ευχαριστήσει με ένα χαμόγελο κι ένα νεύμα που έμοιαζε με πολύ σεμνή υπόκλιση.
Η εξάντληση δεν άργησε να μετατραπεί σε οργή κι ο Σέθ, αποφασισμένος να παρακούσει το Πεπρωμένο που του ψιθύριζε λόγια αποκαρδιωτικά, έκανε μια τελευταία επίθεση. Ορμώντας με σφιγμένα δόντια στον αντίπαλό του, όσο εκείνος ήταν απασχολημένος με τις ευχαριστίες και τα νεύματα, αδίστακτα, έστρεψε το σπαθί του προς το μέρος του. Κι όταν ήταν πια σίγουρος πως είχε τη νίκη στη σφραγισμένη γροθιά του, ο εχθρός αμύνθηκε σπρώχνοντας το ξίφος του πίσω. Έτσι μία επιφανειακή πληγή χαράχτηκε στο μπράτσο του χαμένου, για να θυμάται πάντα πως είναι αδύνατον να πάει κόντρα στη μοίρα. Πέταξε το σπαθί κάτω σφίγγοντας το χτύπημα και μέχρι το καυτό αίμα να ποτίσει το γρασίδι περπατούσε πανικόβλητος μακριά, ατιμωμένος. Παγωνιά και πάχνη είχε αρχίσει να σχηματίζεται πια στο καταφύγιο των επαναστατών κι ο παχύς μανδύας της νύχτας κάλυπτε σχεδόν ολοκληρωτικά την πλάση. Έριξε σε αυτή το φταίξιμο της αποτυχίας του και συνέχισε να περπατά αγωνιώντας.
Φτάνοντας στην κοινόχρηστη σκηνή που χρησιμοποιούσαν ως ιατρείο, βιάστηκε να σύρει ένα ξύλινο σκαμνί μπροστά στον καθρέφτη κι έριξε μια γρήγορη ματιά στα βότανα και τα γιατρικά που ήταν βολεμένα τριγύρω. Εν τέλει εντόπισε ένα τσίγκινο κουβά γεμάτο νερό, με ένα πανί στο χείλος του και δεν άργησε να τον πάρει κοντά του. Βρίζοντας και βλαστημώντας την απερισκεψία του, βούτηξε το ύφασμα μέσα στο νερό και προσπαθώντας παράλληλα να ηρεμήσει τους παλμούς του έβγαλε το χέρι του έξω από το αριστερό μανίκι. Έσκυψε μπροστά κλείνοντας τα μάτια του κι αναστέναξε. Ανακαλώντας στη μνήμη του τις στιγμές αγωνίας, κατάλαβε για πόσο ηλίθιο θα τον είχαν από εδώ και πέρα όσοι ήταν θεατές στην αποκρουστική ήττα του και κάνοντας άθελά του μια γκριμάτσα, αναστέναξε ξανά.
«Είσαι καλά;» Τρομάζοντας, άνοιξε τα μάτια του απότομα για να δει τον αντίπαλό του στην αντανάκλαση του καθρέφτη. Δε γύρισε όμως να τον κοιτάξει, μόνο συνέχισε να καθαρίζει με το υγρό μαντήλι την πληγή. «Δε θα ρωτήσω δεύτερη φορά». Ο Σέθ συνέχισε να τον αγνοεί. «Άσε με να σε βοηθήσω τουλάχιστον…» Πλησίασε και πήρε το λευκό πανί από τα χέρια του.
«Και ποιος σου είπε ότι θέλω τη βοήθειά σου;» Είπε εκνευρισμένος.
«Είναι το καθήκον μου. Εξάλλου, πόσο πιο φανερό μπορεί να γίνει;»
«Αρκετά βοήθησες… Πήγαινε αλλού να εκτελέσεις το καθήκον σου». Άρπαξε το πανί μέσα από τα χέρια του και άρχισε ξανά να καθαρίζει την πληγή.
Σιωπή κυριάρχησε για λίγο. Ο Σέθ κοίταξε όσο πιο διακριτικά γινόταν με την άκρη του ματιού του για να δει αν ήταν ακόμη εκεί. Ύστερα αφοσιώθηκε ξανά στο τραύμα του, με ανάστημα υπερβολικά επιβλητικό για χαμένο.
«Συγγνώμη». Αποκρίθηκε ο νεαρός. Εκείνος ίσα που γύρισε το κεφάλι του για να τον στραβοκοιτάξει πριν συνεχίσει να παριστάνει πως δεν υπήρχε. «Με λένε Βίκτωρ», χαμογέλασε δίνοντας το χέρι του σε χειραψία.
«Μη με κοιτάς σαν να λυπάσαι. Δε λυπάσαι. Συνεπώς, δε θέλω τη συγγνώμη σου», απάντησε αγνοώντας εξίσου την προσπάθεια του Βίκτωρ για χειραψία, όσο προσπαθούσε να συγκρατήσει το αυστηρό ύφος.
Ο Βίκτωρ γέλασε διακριτικά κι έπειτα έσυρε μια μικρή καρέκλα κοντά του. «Άσε με να σε βοηθήσω, κι έπειτα φεύγω.» Ο Σέθ του το έδωσε χωρίς να μιλήσει. Πήρε κοντά του τον ξύλινο κουβά, βούτηξε το λευκό πανί κι ύστερα το έστυψε μέχρι να στάξει το περισσότερο νερό.
Με τον κρότο της ανθισμένης φωτιάς να διασπά την αμήχανη σιωπή, άρχισε να καθαρίζει προσεκτικά το ελαφρύ τραύμα. Το ξεραμένο αίμα βρήκε νέο καταφύγιο στα διπλώματα του βρεγμένου υφάσματος κι η ησυχία άρχισε να λιγοστεύει με τα λεπτά. «Ευχαριστώ», είπε χωρίς να τον κοιτά.
«Μην ανησυχείς. Το καθήκον μου εκτελώ».
«Γιατρός είσαι;»
«Ο πατέρας μου ήταν, όταν μέναμε στα δίδυμα βουνά. Ήθελε να ακολουθήσω το επάγγελμά του, μα προτιμώ να ανοίγω πληγές παρά να τις κλείνω».
«Το κατάλαβα».
«Δε μου είπες το όνομά σου», είπε σκουπίζοντας το αίμα που είχε προλάβει να ξεραθεί κάτω από την πληγή.
«Δε συνηθίζω να συστήνομαι στους εχθρούς μου».
«Ώστε είμαι εχθρός σου;»
«Εσύ το προκάλεσες αυτό. Τι άλλο είσαι παρά εχθρός μου;»
«Εχθρός ή όχι, ήσουν άξιος αντίπαλος. Σε συγχαίρω γι’ αυτό», είπε φτάνοντας τον επίδεσμο από ένα ράφι.
«Κι εσύ», είπε αμήχανα.
«Σε ευχαριστώ». Σήκωσε το δεξί του χέρι τόσο όσο να διευκολύνει τον Βίκτωρ. Έδεσε τον επίδεσμο σφιχτά και τον ασφάλισε με ένα διπλό κόμπο. Στύβοντας το πανί πριν του το δώσει, γύρισε για να φύγει.
«Με λένε Σεθ», αποκρίθηκε. Ο Βίκτωρ τον κοίταξε πασχίζοντας να κρύψει το χαμόγελό του.
«Προσπάθησε να ξεκουράσεις τον ώμο σου, Σεθ», είπε πριν εξαφανιστεί μέσα στο αχνό φως του καταφυγίου.
Tags: fantasy , fight , short-story , swords , tent , The Weird Side Daily , twsd , αντίπαλοι , αντίπαλος , άντρες , διάλογος , διήγημα , διήγημα φαντασίας , εχθροί , εχθρός , Μαρίνα Κικίδου , Μάχη , μονομαχία , ξένος , ξίφη , σκηνή , τραύμα , φαντασία , χειραψία , χέρια
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.