Σήκωσα το βαρύ καπάκι και αναδύθηκα στο χώρο του εγκαταλειμμένου εργοστασίου. Η νύχτα ήταν αφέγγαρη και διαποτισμένη από μια αμυδρή φωταύγεια, το πορτοκαλί σάβανο ενός αφύσικου φωσφορισμού που γεννούσαν τα φώτα του κέντρου της πόλης που θα πέθαινε. Το καπάκι ξανάκλεισε κάτω από τα πόδια μου μ΄ένα μουντό γδούπο. Τα αστυμαγικά σύμβολα που ήταν χαραγμένα στην σκουριασμένη επιφάνειά του, μια πεντάλφα που φώλιαζε σ’ ένα κύκλο με ελικωτές ακίδες, σπινθήρισαν αχνά στο ρυπαρό σκοτάδι. Στάθηκα όρθιος, τέντωσα την πλάτη μου και την άκουσα να τρίζει. Γερνούσα. Οι περιπλανήσεις μέσα στις χαμηλοτάβανες σήραγγες και τα λαγούμια που διακλαδίζονταν κάτω από τους ασφάλτινους δρόμους της πόλης με καταπονούσαν όλο και πιο πολύ.
Έριξα μια επιφυλακτική ματιά ολόγυρα.
Ο χώρος ήταν σπηλαιώδης. Μια πελώρια αίθουσα, μακρόστενη και σκονισμένη, που απλωνόταν κάτω από μια μακρινή οροφή από ραβδωτή λαμαρίνα. Μια σειρά από τετράγωνα παραθυράκια με σπασμένα τζάμια έφερνε βόλτα τους τοίχους και επέτρεπε στην αστική φωταύγεια να ζωγραφίζει αμυδρές μορφές γύρω μου, ογκώδη και εγκαταλειμμένα μηχανήματα που έμοιαζαν με συμπλέγματα από σκουριασμένους σωλήνες και βυτία, κομμάτια σοβά που κάλυπταν το δάπεδο με μια θρυμματισμένη κρούστα βρώμικης άχνης, κουλούρες από καλώδια και σύρματα που θύμιζαν άσαρκα φίδια.
Ο αχός της πόλης, ένας συνδυασμός απ’ το βουητό των μηχανών αμέτρητων αυτοκινήτων και από σποραδικά κορναρίσματα, ηχούσε απόμακρος και αχνός. Το κροταλιστό φτερούγισμα ενός πουλιού που είχε ξαφνιαστεί από την άφιξή μου ράγισε τη διάχυτη σιωπή και σκόρπισε βραχύβιους αντίλαλους που συγκρούστηκαν με τα παρατημένα μηχανήματα και τους ραγισμένους τοίχους της αίθουσας.
Τέντωσα τ’ αυτιά μπας και ακούσω κάτι περισσότερο. Βρισκόμουν άραγε στο σωστό σημείο; Ο χάρτης που φώλιαζε στη τσέπη μου ήταν σαφέστατος αλλά παλιός. Από τότε που φτιάχτηκε ήταν πολλές οι αλλαγές που μεταμόρφωσαν την όψη της περιοχής και δεν αποκλείεται κάποιες από αυτές να είχαν διεισδύσει και στο αόρατο βασίλειο του λαβυρινθώδους υπεδάφους. Από την άλλη, οι χάρτες που μου προμήθευαν οι αγγελιοφόροι του Τάγματος, δεν λάθευαν ποτέ. Ήταν σχεδιασμένοι από ανθρώπους που γνώριζαν πολύ καλά τη μυστική σημειολογία της πόλης, την ιστορία της, τα μέρη όπου για πολλούς και όχι πάντα κατανοητούς λόγους οι μηχανισμοί της αστικής ανάπτυξης δεν κατάφερναν ν’ αγγίξουν. Η αλήθεια είναι ότι είχα μάθει πολλά από την αλληλεπίδραση μου μαζί τους. Είχα καταλάβει για παράδειγμα ότι οι πόλεις είναι ζωντανές, ότι γεννιούνται μεγαλώνουν και πεθαίνουν όπως και κάθε άλλο πλάσμα και ότι τρέφονται από ενέργειες που αναβλύζουν βαθιά μέσα από τη Γη και πως όταν αυτές στερέψουν, γεμίζουν με δαιμονικά παράσιτα που τρέφονται με την ανθρώπινη ζωή, καθώς η απονέκρωσή τους γίνεται αναπόφευκτη.
Ανέσυρα τον χάρτη από την τσέπη μου, τον ξεδίπλωσα και άναψα το μικρό φακό που κρεμόταν από τη ζώνη του παντελονιού μου. Φώτισα το σημείο του χάρτη όπου υποτίθεται ότι βρισκόμουν και αναγνώρισα το σύμβολο που ήταν χαραγμένο στο μεταλλικό καπάκι που μόλις είχα κλείσει: Την πεντάλφα μέσα στον κύκλο και τις ελικωτές ακίδες που έμοιαζαν με πλοκάμια.
Ναι, βρισκόμουν στο σωστό σημείο.
Άρχισα να περιφέρομαι στο εσωτερικό του εργοστασίου αναζητώντας το επόμενο σημάδι. Περπάτησα, στις μύτες των ποδιών μου, δίπλα από ογκώδεις και νεκρές μηχανές, δρασκέλισα τις μεταλλικές κουλούρες τυλιγμένων καλωδίων και έσκυψα κάτω από σκαλωσιές όπου κάποτε σκαρφάλωναν εργάτες για να εκτελέσουν τα έργα της συντήρησης των σιδερένιων εκείνων κολοσσών. Εκεί ανακάλυψα και το επόμενο ίχνος που αναζητούσα: Ένα παιδικό κρανίο, λευκό και άσπιλο σαν ξεβρασμένο όστρακο. Στο μέτωπό του είχε το ίδιο χάραγμα που απλωνόταν πάνω στο καπάκι. Δίπλα του, υπήρχε μια λεκιασμένη πόρτα. Από το πλαίσιό της δραπέτευαν ιστοί φωτός, οι χρυσαφένιες χαραγματιές μιας ακτινοβολίας που υπονοούσε ότι πίσω της υπήρχε κάποιο φωτισμένο δωμάτιο.
Τα γαντοφορεμένα δάχτυλα μου αγκάλιασαν διστακτικά την πετούγια εκείνης της πόρτας που καλύπτονταν από μια μεμβράνη αρχαίας σκόνης και λεκέδων που είχαν το χρώμα του ξεραμένου αίματος.
Η πετούγια υποχώρησε πρόθυμα κάτω από την πίεση των δαχτύλων μου δίχως να κάνει τον παραμικρό θόρυβο, πράγμα που πρόδιδε το γεγονός ότι χρησιμοποιούταν συχνά.
Η πόρτα άνοιξε προς τα μέσα, επίσης αθόρυβα. Κινήθηκε πάνω σε καλολαδωμένους μεντεσέδες και διέγραψε ένα τόξο πάνω στη σκόνη ενός τσιμεντένιου δαπέδου.
Η εικόνα που ξεδιπλώθηκε μπροστά μου μ’ έκανε να σταθώ εντελώς ακίνητος. Ένα κρύο ρεύμα διέτρεξε την ραχοκοκαλιά μου και το στομάχι μου συσπάστηκε άθελά του.
Ένα δωμάτιο. Μικρό και κυκλικό με θολωτή οροφή. Επάνω στα κυρτά του τοιχώματα, ένα απαίσιο μωσαϊκό από λιωμένα εντόσθια και λοιπούς ανθρώπινους ιστούς που σχημάτιζαν κουλούρες και γιρλάντες και ανόσια αραβουργήματα. Ήταν καλυμμένα από μαύρες μύγες και λαίμαργες κατσαρίδες που τα καταβρόχθιζαν λαίμαργα και τα κάλυπταν με μια μεμβράνη φρικαλέας ζωτικότητας. Εκεί που οι τοίχοι συναντούσαν το δάπεδο υπήρχε ένας δακτύλιος από ανθρώπινα κρανία. Χαμογελούσαν χαιρέκακα. Οι μελανές κόγχες των ματιών τους ήταν στραμμένες προς το κέντρο του δωματίου όπου, πάνω σ’ έναν κυκλικό βωμό που περιβαλλόταν από μια πεντάλφα από οστέινους βραχίονες, έκαιγε μια φλόγα. Μια αφύσικη κίτρινη φλόγα πάνω από την οποία έπλεε και αναδευόταν κάτι σαν σκιά. Ένα πράγμα σαν συμπυκνωμένος μαύρος καπνός που έβραζε και άπλωνε αμέτρητα νημάτια, λεπτά πλοκάμια που κυμάτιζαν χορεύοντας λες με τα ρεύματα ενός αιθερικού ωκεανού από ζωντανό σκοτάδι.
Το πράγμα με περίμενε. Αδημονούσε γιαυτό που είχα έρθει να του δώσω.
Εκείνη τη στιγμή δίστασα. Κάτι μέσα μου, το μικρό και ζεστό κομμάτι ενός συναισθήματος που θα μπορούσε να είναι το αποτύπωμα της χαμένης ανθρωπιάς μου, αντέδρασε και έβγαλε μια αιμάτινη κραυγή. Αλλά μετά, η πόρτα έκλεισε πίσω μου με μια ηχηρή κλαγγή. Και το αιωρούμενο πράγμα άπλωσε τρία από τα πλοκάμια του προς το μέρος μου.
Το πανίσχυρο ένστικτό της επιβίωσης ανάβρυσε και έπνιξε με την παγερή ορμή του το ζεστό πλασματάκι που έκλαιγε μέσα μου.
Άρπαξα το σακίδιο που κρεμόταν από τους ώμους μου, το απίθωσα μπροστά μου, πάνω στο τσιμεντένιο δάπεδο και έβγαλα το περιεχόμενό του. Το ξετύλιξα από τη μικρή κουβέρτα που το έκρυβε, το σήκωσα στα χέρια μου και το έτεινα προς την οντότητα:
Ένα νήπιο. Κοιμόταν μακάρια, ναρκωμένο από το φάρμακο που το είχα ποτίσει. Τα υγρά του χείλη σφίγγονταν γύρω από μια ροζ πιπίλα.
Γονάτισα, το σήκωσα ψηλά, έσκυψα το κεφάλι μου και περίμενα.
Ένα παγερό ρεύμα αέρα άγγιξε το πρόσωπό μου και μετά, το βάρος του μικρού παιδιού δεν υπήρχε πια.
Tags: Skadegamutc ιστορία , The Weird Side Daily , αίθουσα , αίμα , αίματα , αλλόκοτο , αστυμαγεία , αχός , βασίλειο , διήγημα , διήγημα φαντασίας , Διηγήματα , δωμάτιο , εικόνα , εργοστάσιο , Έρικ Σμυρναίος , ζώνη , θάνατος , θόρυβος , ιστορία , κρανία , κρανίο , μαγεία , μορφές , μορφή , μύγες , μυστήριο , νήπιο , νύχτα , οστά , οστό , Παιδί , πεντάλφα , πλάσμα , πλάσματα , πλοκάμι , πλοκάμια , πόλη , πόρτα , σκοτάδι , σκότος , σύμβολα , σύμβολο , τάγμα , τρόμος , φακός , φλόγα , Φόβος , φως , φώτα
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.