… λίγη ώρα χρειάστηκε για να βρουν τα δωμάτια που ζήτησε ο διευθυντής και να μαζευτούν οι «ύποπτοι» για ανάκριση. Ο αστυνομικός διευθυντής περπατούσε νευρικός μεταξύ των δύο δωματίων. Κάθε φορά που έμπαινε στο μεγάλο κοιτούσε με αυστηρότητα τους νοσηλευτές. Εκείνοι όρθιοι έστεκαν και σχεδόν ακουμπισμένοι με την πλάτη στον τοίχο, παρακολουθούσαν τον νευρικό διευθυντή. Δύο αστυνομικά όργανα περίμεναν εντολές του και κλείνανε την μόνη έξοδο των δύο δωματίων. Οι ψυχασθενείς για έναν περίεργο έκαναν λιγότερη φασαρία και στο πέρασμα του χρόνου άρχιζαν να μην ακούγονται άλλο.
«Εσύ», πρόσταξε απότομα ο διευθυντής προς το μέρος του γεροδεμένου άντρα, «φέρτε τον μέσα». Ένας από τα όργανα της τάξης του έκανε νόημα. Εκείνος περπάτησε μέχρι το μικρό δωμάτιο. Σε λίγο η πόρτα έκλεισε. Σιωπή επικράτησε μεταξύ των υπόπτων. Όλοι περίμεναν με ανυπομονησία.
«Είμαι σίγουρος πως ξέρεις τι έχει γίνει», του είπε επιβλητικά κοιτάζοντάς τον αυστηρά στα μάτια. Ο νεαρός τον κοίταξε με ψυχραιμία. Ίσως ήταν ο μοναδικός που δεν είχε επηρεαστεί από το αυστηρό ύφος του διευθυντή. Μπορεί κι εκείνος να τον πήρε μέσα μαζί του για να μπορέσει να του σπάσει την ψυχολογία. Ήθελε πάρα πολύ να λύσει το μυστήριο της περίεργης δολοφονίας.
«Δεν καταλαβαίνω κύριε γιατί πρέπει εγώ να ξέρω τι έχει συμβεί. Εξάλλου…»,
«Εξάλλου τι;» τον διέκοψε για να σκεφτεί καλά τι πήγαινε να πει ο νεαρός κι έπειτα περίμενε την απάντησή του, «εξάλλου είμασταν όλοι μαζεμένοι μέσα στο δωμάτιο με τις κάμερες. Δύο άτομα είχανε φύγει για να δώσουν κάποια φάρμακα σε κάποιους ψυχασθενείς και…»
«Και; Τι;» τον ξανά διέκοψε με περιέργεια στο βλέμμα αυτή τη φορά.
«Ήθελαν να δώσουν τα φάρμακα και να επιστρέψουν εκεί που ήμασταν όλοι κύριε, όπου κι αν πας στη κλινική υπάρχουν κάμερες κύριε».
«Εσύ ήσουν στο τηλέφωνο;»
«Εγώ ήμουν ναι».
Ο αστυνομικός ησύχασε για λίγο. Ακούμπησε την πλάτη του στην ξύλινη καρέκλα, κατέβασε τα μάτια χαμηλά και τον ξανακοίταξε, επαναλήφθηκε άλλη μια και τον ρώτησε:
«Δηλαδή θες να πεις ότι όλες σας οι κινήσεις είναι καταγεγραμμένες στις κάμερες;»
«Θέλω να πιστεύω πως ναι. Καμιά φορά χαλάει ο υπολογιστής και χρειάζεται να κάνουμε επανεκκίνηση το σύστημα. Δεν διαχειρίζομαι όμως εγώ τις κάμερες κύριε».
«Και ποιος τις διαχ…», δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του κι ακούστηκε ένα τζάμι να σπάει. Οι ψυχασθενείς άρχισαν και πάλι να φωνάζουν. Ο διευθυντής γύρισε απότομα το κεφάλι.
«Υπάρχουν κάγκελα στα δωμάτια;» τον ρώτησε και σηκώθηκε όρθιος γεμάτος ετοιμότητα. Όπως και να είχε ήταν υπεύθυνος για τις ζωές όλων.
«Όχι κύριε, εκεί», κόμπιασε για μια στιγμή για να καταπιεί το σάλιο του, «παντού υπάρχουν κάγκελα εκτός από την ρεσεψιόν», συμπλήρωσε.
«Εντάξει, φτάνει κατάλαβα», τον σταμάτησε και περπάτησε στο άλλο δωμάτιο με γρήγορο βηματισμό.
«Μην αφήσετε κανέναν να βγει από το δωμάτιο. Κάλεσέ μου δύο άτομα από την διμοιρία για να με συνοδεύσουν. Να είναι οπλισμένοι κι έτοιμοι. Μείνετε εδώ να προσέχετε τους υπόπτους», διέταξε τους δύο αστυνομικούς μέσα από το μικρό δωμάτιο. Ένας από τους δύο αστυνόμους μίλησε στον ασύρματο για την εκτέλεση της διαταγής. Περπάτησε έξω στο διάδρομο. Έψαξε να δει προς τα που μπορεί να είναι η ρεσεψιόν χωρίς να απομακρυνθεί. Δεν είδε κάτι ανησυχητικό. Επέστρεψε στο αρχικό σημείο. Αναστέναξε για μια στιγμή. Έβγαλε το πιστόλι από τη θήκη, το όπλισε και περίμενε υπομονετικά μέχρι να έρθουν τα άτομα που ζήτησε. Κοίταξε πίσω του στους υπόπτους για να δει αν όλα ήταν όπως τα άφησε. Όλα ήταν όπως έπρεπε να είναι. Ξαφνικά ένιωσε μια παρουσία πίσω του και αμέσως ένα περίεργο γρύλισμα που του έκοψε το αίμα…
Διαβάστε το Ά μέρος και ΄Β μέρος εδώ.
Tags: dark , psychiatric clinic , psychological , short-story , The Weird Side Daily , αλλόκοτο , Αστυνομία , Γρηγόρης Τριγλίδης , διήγημα , δωμάτιο , κλινική , νοσηλευτές , Σκοτεινό , τρέλα , ψυχασθένεια , ψυχασθενείς , Ψυχιατρείο , ψυχολογία , ψυχολογικό , ψυχολογικό διήγημα
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.