Το μεγάλο εκείνο κτίριο παραμορφώνει τον χώρο. Υψώνεται σαν πελώριος οβελίσκος από τσιμέντο γυαλί και μέταλλο. Τα θεμέλιά του χώνονται βαθιά μέσα στη Γη, διαταράσσουν τις υπόγειες διαδρομές του νερού που την κρατάνε ζωντανή και ασκούν αφύσικες πιέσεις σε πανάρχαια πετρώματα. Οι άνεμοι το παρακάμπτουν και πολλές φορές, καθώς συγκρούονται με τ’ αλύγιστα πλευρά του, δημιουργούν στροβίλους και ηχηρά βουητά που μοιάζουν με φωνές ανίσχυρης διαμαρτυρίας. Ηλεκτρικά καλώδια διατρέχουν τα σκοτεινά του σωθικά. Τα φορτίζουν με τη δύναμη του κεραυνού και υφαίνουν γύρω τους παράξενα μαγνητικά πεδία που τυφλώνουν τα πουλιά και τα κάνουν να συγκρούονται με τις αστραφτερές του επιφάνειες. Και μέσα του, σε αναρίθμητους ορόφους, στοιβάζονται άνθρωποι, ο ένας πάνω στον άλλο, σαν ευθυγραμμισμένες μπαταρίες που αναλώνουν την ψυχική τους ενέργεια στη διεκπεραίωση ανούσιων και βαρετών διαδικασιών οι οποίες τους μολύνουν αργά αλλά σταθερά με μια κρούστα ψυχικής ανίας που κακοφορμίζει και μετατρέπεται σταδιακά σε οργή.
Όταν μπήκα σ’ εκείνο το κτίριο ήμουν πολύ καλά προετοιμασμένος. Κινήθηκα όπως ακριβώς έπρεπε. Πάτησα το κουμπί που καλούσε τον ανελκυστήρα και περίμενα υπομονετικά την άφιξή του. Οι ματιές των ανθρώπων που γέμιζαν το μεγάλο λόμπι με τις λείες επιφάνειες και τους επιδεικτικούς υαλοπίνακες, έπεφταν ακίνδυνα πάνω στο ακριβό κοστούμι που φορούσα, το καλοσιδερωμένο πουκάμισο και την ασορτί γραβάτα. Το πολυάσχολο κοπάδι με αποδέχτηκε. Ήμουν ένας από αυτούς. Ένα στέλεχος που κοιτούσε τη δουλειά του, απορροφημένο από ένα δίχτυ φιλοδοξίας, άγχους και υποβόσκουσας ανασφάλειας.
Ο ανελκυστήρας έφτασε. Σταμάτησε μ’ ένα καθησυχαστικό σφύριγμα πίσω από συρόμενες πόρτες. Το φως του διακόπτη που έλαμπε δίπλα τους έγινε πράσινο. Οι πόρτες σύρθηκαν στο πλάι. Το εσωτερικό του θαλάμου εμφανίστηκε μπροστά μου, ένας χώρος άδειος και ευρύχωρος, με χωνευτά φώτα που σκόρπιζαν ένα διάχυτο και ακίνδυνο φως. Ο καθρέφτης που καταλάμβανε το τοίχωμα απέναντι από την πόρτα δημιουργούσε μια ψευδαίσθηση επιπρόσθετου χώρου και έφερνε αντιμέτωπο τον επιβάτη του ανελκυστήρα με την εικόνα του εαυτού του. Πάτησα το κουμπί που αντιστοιχούσε στον ενδέκατο όροφο και οι πόρτες έκλεισαν ερμητικά πίσω από την πλάτη μου. Μια βαθιά σιωπή απλώθηκε στον ακίνητο αέρα του θαλάμου. Μια σιωπή που έμοιαζε να καταπίνει κάθε ήχο.
Ο ανελκυστήρας άρχισε να ανεβαίνει. Μια αίσθηση καθίζησης στο στομάχι και ένας ανεπαίσθητος κλυδωνισμός ήταν τα μοναδικά σημάδια της επιταχυνόμενης ανόδου του. Το μυαλό μου άδραξε την ευκαιρία για να κάνει μια μικρή αναδρομή και να επανεξετάσει τη σειρά των γεγονότων που με είχαν οδηγήσει μέχρι εκεί.
Θυμήθηκα εκείνη τη νύχτα με τ’ αστραπόβροντα, όταν καθόμουν στη βεράντα του σπιτιού μου και παρακολουθούσα τον συννεφιασμένο ουρανό να γεμίζει με φλογερές ρωγμές ηλεκτρικών εκκενώσεων. Όταν πρόσεξα για πρώτη φορά ότι οι κεραυνοί απέφευγαν εκείνο το κτίριο που δέσποζε στον ορίζοντα της πόλης σαν το τεράστιο δόντι κάποιου θαμμένου τέρατος που εξείχε μέσα απ’ τη Γη. Τότε που παρατήρησα ότι τα παράθυρα των αναρίθμητων γραφείων του, κάποια σβηστά και κάποια αναμμένα, σχημάτιζαν ένα παράξενο σχέδιο, μια τιτάνια μάνταλα που έμοιαζε με γωνιώδη σπείρα. Θα’ λεγε κανείς ότι προσπαθούσε να αποτυπώσει σε μια δυσδιάστατη επιφάνεια το περιδινούμενο πρόσωπο μιας δίνης που εξαπλωνόταν σε αφύσικες γωνίες. Κανονικά δεν θα έδινα την παραμικρή σημασία σε αυτό το γεγονός. Θα περνούσε εντελώς απαρατήρητο κάτω από το ραντάρ του αντιληπτικού μου πεδίου που ήταν προγραμματισμένο, όπως και κάθε άλλου κατοίκου μιας σύγχρονης πόλης, να αποδέχεται τις κάθετες επιφάνειες τις εχθρικές γωνίες και τους πελώριους όγκους του αστικού περιβάλλοντος ως κάτι το απόλυτα φυσιολογικό. Εκείνο το βράδυ ωστόσο, έτυχε να διαβάζω ένα πολύ ασυνήθιστο βιβλίο. Μια αιρετική μελέτη που εξερευνούσε την παράξενη γεωμετρία των σημερινών μεγαλουπόλεων, την επίδραση που ασκούν στην ανθρώπινη ψυχή, το πώς λειτουργούν σαν τιτάνια μικροκυκλώματα που παγιδεύουν τους κατοίκους τους σε προκαθορισμένες διαδρομές και τους μεταμορφώνουν σε άβουλα ηλεκτρόνια τα οποία τους χαρίζουν μια ανίερη ζωή.
Εκείνο το βράδυ λοιπόν, κάτι πυροδοτήθηκε μέσα μου. Σαν αλχημιστική αντίδραση που λειτούργησε απρόσμενα, ένας τυχαίος συνδυασμός της καταιγίδας, του τιτάνιου όγκου του κτιρίου, του βιβλίου που διάβαζα, προκάλεσε μέσα μου μια αντιληπτική έκρηξη. Κατάλαβα ότι το κτίριο ήταν ζωντανό. Υψωνόταν μπροστά μου προικισμένο με μια τυφλή επιθυμία για επιβίωση. Σαν πελώρια αμοιβάδα, τρεφόταν από τη ζωτική δύναμη των ανθρώπων που φιλοξενούσε, έχοντας σφυρηλατήσει μαζί τους μια συμβιωτική σχέση που ήταν εντελώς απατηλή. Ήταν ένα πελώριο βαμπίρ. Τους πρόσφερε την ψευδαίσθηση μιας αρένας όπου μπορούσαν να κυνηγήσουν τα όνειρά τους, έναν ανταγωνιστικό λαβύρινθο πλασματικών επιτευγμάτων και σε αντάλλαγμα τους έκλεβε τη ζωή, το χρόνο, τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Αποφάσισα τότε να ανακαλύψω το μυστικό του. Να εξιχνιάσω τον μηχανισμό με τον οποίο είχε ζωντανέψει.
Ο ανελκυστήρας σταμάτησε στον ενδέκατο όροφο. Έντεκα. Ο αριθμός της πύλης. Της μετάβασης σε ένα νέο πεδίο πραγματικότητας. Επανέλαβα ψιθυριστά το ξόρκι της μέθεξης που είχα απομνημονεύσει από το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου. Την ακολουθία των πανάρχαιων λέξεων που δημιουργούν ήχους οι οποίοι παραμορφώνουν τον χωροχρόνο και συντονίζονται με εκείνους που ζουν εκεί έξω, στον κόσμο των αφύσικων γωνιών που απλώνεται πέρα από το γνωστό σύμπαν.
Η πόρτα του ανελκυστήρα άνοιξε. Και τότε, ένα βαθύ σκοτάδι ξεχύθηκε μέσα στον σιωπηλό θάλαμο.
Tags: dark , fantasy , Flash-fiction , fururism , mystery , story , The Weird Side Daily , weird , αλλόκοτη ιστορία , αλλόκοτο , ανασφάλεια , ανατριχίλα , Άνθρωπος , άρθρα μυστηρίου , άρθρα φαντασίας , ασανσέρ , αστυμαγεία , βροχή , διήγημα , Έρικ Σμυρναίος , εταιρία , ηλεκτρικά καλώδια , ιστορία , ιστορία φαντασίας , κεραυνός , Κτήριο , Μέλλον , μυστήριο , πόλη , φαντασία , ψυχολογία
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.