Πεπρωμένο Φυγείν Αδύνατον

“Ο Ίνανουρ έσμιξε τα φρύδια του παραξενεμένος. Κοίταξε τη γριά κι άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά του θρόνου προς το μέρος της. Οι αυλικοί κι οι υπηρέτες είχαν μπερδευτεί στα τραπέζια τους, μα κάθονταν σιωπηλοί. Ακόμη κι οι πιο μεθυσμένοι και θρασείς τώρα έστρεφαν χαμηλά το βλέμμα τους. Ήταν η ιέρεια της Αρθίφα, της Θεάς του Πεπρωμένου, που είχε διακόψει το γλέντι τους.”

 

Στο παλάτι στήθηκε γιορτή προς τον διάδοχο της Ματωμένης Σελήνης. Πρώτος ο Βασιλιάς Ίνανουρ έδινε ζωή κι ένταση στο γλέντι, όπου αυλικοί κι υπηρέτες γιόρταζαν μαζί τη γέννηση του πρίγκιπα Έρεθρου, στο όνομα του θαυμαστού φαινομένου. Οι αίθουσες πλούτισαν με μουσική και το οξυγόνο που τις γέμιζε μέθυσε από τα γέλια των καλεσμένων του Βασιλιά. Τα χαρμόσυνα νέα φώλιασαν κάτω από κάθε στέγη στο βασίλειο της Σερσίνα, ώσπου έγιναν το κρώξιμο των κορακιών στη νυχτερινή αύρα κι ο λόγος της Σελήνης που αρνούταν να καθρεφτιστεί στα νερά της λίμνης Αστίλβης.

«Σιωπή!» Φώναξε στα κοράκια και ξάπλωσε ξανά κάτω από τη συκιά. Και μόνο όταν εκείνα σώπασαν κατάφερε να αρπάξει μια νότα από το γλέντι που εξελισσόταν στο παλάτι. Σήκωσε τα βλέφαρά της έντρομη όταν κατάλαβε τι συνέβαινε. Ύστερα κοίταξε το φεγγάρι. «Το ‘πες και το ‘κανες…» Χαμογέλασε αχνά μέσα από τις ρυτίδες στο λιωμένο της πρόσωπο, πριν κοιτάξει τον βορρά. Το χαμόγελο σβήστηκε αφήνοντας χαραγμένα σημάδια στα μάγουλά της κι έμεινε έντρομη να αναστενάζει στη σιωπή. «Shé náe…» Μουρμούρισε. «shé náe…» Επανέλαβε σχεδόν φωνάζοντας.

Άρχισε να τρέχει μέσα στην ερημιά, ανάμεσα σε χαμηλούς θάμνους και θυμάρι. Τα γέρικα πόδια της υπέφεραν από τον πόνο, κι όμως συνέχισε να φωνάζει την ίδια φράση αναπτύσσοντας ταχύτητα. «Λαίδη Γάρουκ, δείξε έλεος!»

Το λαούτο έδινε την πρώτη νότα στο βασιλικό γλέντι κι ύστερα βιολιά και φλογέρες συνόδευαν τη μελωδία. Αυλικοί κι υπηρέτες για πρώτη φορά αγκαλιασμένοι έπιναν μαζί και χόρευαν ζίγκες παραπατώντας, ώσπου η νύχτα της κόκκινης Σελήνης φάνταζε ημέρα από τις φωνές και τα χαχανητά τους. Κατόπιν του τελευταίου χορού, άρχισε να ξημερώνει. Το φεγγάρι αργά έβαφε τον ουρανό με το αίμα που κανείς δεν ήξερε πως μόλις είχε χυθεί, κι έπεφτε για ύπνο.

Αντίθετα δε, η αυλή δε δίσταζε να παρακούσει τους νόμους της φύσης που επέβαλλαν ξεκούραση τις νυχτερινές ώρες και χωρίς δεύτερη σκέψη συνέχισε να χορεύει και να γελά πλάι στους υπηρέτες. Τα καμπανάκια αντηχούσαν με τον κρότο των μεταλλικών κυπέλων στα λίγα δεύτερα σιωπής ανάμεσα στα τραγούδια και δυο γέρικες κουκουβάγιες έξω από τη μεγάλη αίθουσα έδιναν τη δική τους παράσταση για τη γέννηση του μικρού πρίγκιπα.

Η μουσική ξεκίνησε ξανά και σύντομα τα καμπανάκια και το κρώξιμο των κουκουβαγιών καλύφθηκε από τα τύμπανα και την άρπα. Τα γέλια άρχιζαν να μοιάζουν με την προσευχή τρελαμένων γλάρων που παραμονεύουν πάνω από ένα κοπάδι ψαριών, ή με τις τσιρίδες ενός ολόκληρου κοτετσιού που τρέχει να κρυφτεί από τον κόκορα. Κι όσο ο ρυθμός επιταχυνόταν από τους μουσικούς τόσο περισσότερο παραπατούσαν οι μεθυσμένοι χορευτές.

Τα οχτώ μαγκάλια που φώτιζαν το μεγαλύτερο μέρος της αίθουσας του θρόνου κι έδιναν μια λάμψη ζεστασιάς άρχισαν να σβήνουν. Η άφιξη της ημέρας εξόντωσε τις σκιές που χόρευαν επάνω στα ορθογώνια πανό με τη καστανή σημαία της Σερσίνα, ώσπου λεπτές ηλιαχτίδες μπλέκονταν στο εντυπωσιακό κέντημα του λευκού δικέφαλου λιονταριού. Το ίδιο επιβλητικό έμβλημα έφεραν όλοι οι υψηλόβαθμοι αυλικοί στα ρούχα τους, ακόμη και στο πιο ταπεινωτικό γλέντι.

Ο Ίνανουρ είχε όλη τη νύχτα ένα ζωύφιο στο μυαλό του. Ένα κακό προαίσθημα που αρνούταν να μιλήσει. Μόνο μασούσε με τα τετράγωνα δόντια του την αισιοδοξία –ή τουλάχιστον, ό,τι είχε μείνει από αυτή. Η ζαλάδα που έκανε τους αυλικούς να παραπατούν τώρα βασάνιζε εκείνον, αν και δεν είχε πιεί γουλιά από το κρασί που του σερβιρίστηκε στην αρχή της γιορτής.

«Ήρθε!» Η γυναίκα έτρεξε μέσα στην αίθουσα και άρχισε να περιφέρεται βιαστικά και ασυνείδητα ταρακουνώντας τους μουσικούς. Ο Ίνανουρ σηκώθηκε όρθιος κι η ανησυχία έβραζε στο αίμα του. «Ήρθε!» Φώναξε ξανά.

«Ποιός;» Ρώτησε ο Βασιλιάς με τον ίδιο πανικόβλητο τόνο.

«Το λιοντάρι…» Είπε τεντώνοντας τον δείκτη της προς το ένα πανό με τη σημαία της Σερσίνα.

Ο Ίνανουρ έσμιξε τα φρύδια του παραξενεμένος. Κοίταξε τη γριά κι άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά του θρόνου προς το μέρος της. Οι αυλικοί κι οι υπηρέτες είχαν μπερδευτεί στα τραπέζια τους, μα κάθονταν σιωπηλοί. Ακόμη κι οι πιο μεθυσμένοι και θρασείς τώρα έστρεφαν χαμηλά το βλέμμα τους. Ήταν η ιέρεια της Αρθίφα, της Θεάς του Πεπρωμένου, που είχε διακόψει το γλέντι τους.

«Τι πρέπει να κάνω;» Ο Ίνανουρ την παρηγόρησε κρατώντας τους ώμους της.

Εκείνη συγκρατώντας δάκρυα στα σχεδόν τυφλά της μάτια τον κοίταξε. «…Ξεφορτώσου το». Το δωμάτιο πλημμύρισε με μουρμουρητά τρόμου. Ο Βασιλιάς έκανε δυο βήματα πίσω αφήνοντας τους ώμους της ιέρειας. «Αλλιώς η Αρθίφα θα ξεφορτωθεί ό,τι κρατά τη Σερσίνα».

Χωρίς κάποιο συναίσθημα να κυριαρχεί στο πρόσωπό του, κάθισε ξανά στη θέση του. Βολεύτηκε στον αναπαυτικό θρόνο χωρίς να πάρει τα μάτια του από την επισκέπτρια.

«Ίναν», αποκρίθηκε ο αδερφός του για να βεβαιωθεί πως ήταν καλά. Η αμήχανη σιωπή έπλεε στον ωκεανό της δυστυχίας, ανάμεσα σε κύματα οδύνης. Προσπάθησε όμως να συγκρατήσει τη βάρκα του. Να μη βουλιάξει.

«Γιορτάστε! Τι με κοιτάτε;» Φώναξε αρπάζοντας την κούπα πριν να πιεί το κρασί έως την τελευταία σταγόνα. «Γλεντήστε!» Σηκώθηκε κι έριξε μία γρήγορη ματιά στο ανήσυχο πρόσωπο του αδερφού του. Έκανε νόημα με το χέρι του και πλησίασε τους μουσικούς. «Σηκωθείτε! Χορέψτε», είπε και τράβηξε έναν υπηρέτη από το τραπέζι του. «Πού θα ζήσετε ξανά τέτοιες στιγμές;» Έκανε μία προσπάθεια να χαμογελάσει, έστω για ειρωνεία, χωρίς όμως να τα καταφέρει. Σχεδόν έτρεξε ως το τραπέζι των βασιλέων. Πιάνοντας ξανά την κούπα του, στο αδειανό θέαμα του περιεχομένου της, την άφησε να κυλήσει στα μαρμάρινα σκαλιά. Έπειτα άρπαξε με βία το λεπτό λινό κάλυμμα του τραπεζιού, και τραβώντας το, τα ακριβά σερβίτσια και ο λιγωτικός μπουφές έγιναν ένα με το πάτωμα.

Φωνές και ψίθυροι ανησυχίας έγιναν βουητό στα αυτιά του βλέποντας τον αδερφό του, Γουλιέλμο, να σηκώνεται ξαφνικά. Στα μάτια του φώλιαζε όλο και περισσότερη ανησυχία κάθε φορά που τον κοιτούσε. Κατόπιν αποχώρησε άχαρα, με την ελπίδα πως όλο αυτό ήταν ακόμη ένας άδοξος εφιάλτης. Μία πλάνη του ύπνου, ώσπου να ξυπνήσει ιδρωμένος το χάραμα. Όμως τώρα ξημέρωνε κι ακόμη δεν είχε ξυπνήσει.

«Ίναν!» Η φωνή του τράνταζε τις φλόγες στους πυρσούς του σκοτεινού διαδρόμου. Φοβισμένος όπως ποτέ ξανά κι ανησυχώντας ταυτόχρονα για τον αδερφό του προσπαθούσε να τον εντοπίσει ανάμεσα στις σκιές. «Ίνανουρ!» Φώναξε βλέποντάς τον στο τέλος του πέτρινου ορόφου. «Θα βρούμε μια λύση…» Έτρεξε κοντά του και έσφιξε τους ώμους του, ταυτόχρονα κοιτώντας τον στα μάτια.

«Ο πρώτος μου γιος…» Τώρα δεν υπήρχε λόγος να συγκρατεί άδικα τα δάκρυά του. «Ο μόνος μου γιος!» Ο Γουλιέλμος τον έσφιξε στην αγκαλιά του.

«Μη τον πειράξεις…» Ψιθύρισε. «Αν η ιέρεια λέει την αλήθεια, θα αντιμετωπίσουμε την οργή της Αρθίφα μαζί».

«Όχι…» Τον κοίταξε. «Το Βασίλειό μου θα ζήσει».

«Και θα σκοτώσεις το μωρό;» Αποκρίθηκε πανικόβλητος.

Ο Ίνανουρ δίστασε να τον κοιτάξει. «Θα κάνω αυτό που πρέπει να κάνω».

«Λογικέψου!» Φώναξε ταρακουνώντας τον. «Μη το κάνεις. Αυτό το παιδί είναι ο μόνος σου διάδοχος!»

Ο βασιλιάς έσφιξε τα δόντια του. «Ποιο θα ‘ναι το νόημα, αν δεν έχει χώρα για να κυβερνήσει;»

Μέσα από τους πέτρινους τοίχους ακουγόταν η οχλοβοή στην αίθουσα του θρόνου, κι οι φλόγες των πυρσών ταράζονταν όλο και περισσότερο με όσα είχαν ακούσει.

Ο Ίνανουρ γύρισε αδικημένος στην βασιλική κάμαρη και σφράγισε τα βλέφαρά του κάτω από το φως του ματωμένου φεγγαριού.

Τώρα πια σιγή είχε αρχίσει να επικρατεί στο παλάτι της Σερσίνα. Κι όσο ο βασιλιάς Ίνανουρ κοιμόταν στην πλούσια κάμαρη του πλάι στη βασίλισσα, οι υπηρέτες συμμάζευαν το πολύτιμο φαγητό που είχε καλύψει το μαρμάρινο πάτωμα του θρόνου.

Οι κουκουβάγιες ήχησαν ξανά, καθισμένες στα κλαδιά μιας ψηλής αμυγδαλιάς έξω από το παράθυρο. Σαν άγρυπνα σκυλιά παραμόνευαν να ερμηνεύσουν τους οιωνούς της νύχτας και να εξηγήσουν τον τρόπο που σκέφτονται οι άνθρωποι, άδοξα. Με το συνθηματικό χτύπημα των φτερών τους έδιναν σιωπηλές ελπίδες σε όσους είχαν αυτιά για να ακούσουν την παραβολή τους, και σε όσους απέμενε λίγη συνείδηση για να ξεχωρίσουν το σωστό από το λάθος.

Τα βαριά του βήματα ακούστηκαν ως το μωρουδιακό δωμάτιο κι η πόρτα έτριξε πριν να ανοίξει. Τύλιξε το βρέφος με όσες παχιές κουβέρτες μπορούσε να βρει μέσα στο σκοτάδι και το σήκωσε από την κούνια του. Εκείνο γκρίνιαξε κι έσφιξε τα μάτια του. Βαριές σκιές κάλυπταν την παιδική κάμαρη. Σκιές αρκετά ογκώδεις για να πάρουν τη θέση της αθωότητας και να συνθλίψουν με τον καιρό, τη λογική. Η σκέψη αυτή ήταν το τελευταίο εμπόδιο στο μυαλό του. Μια τελευταία δοκιμασία πριν οι σκιές να τον κατασπαράξουν.

Ο βασιλιάς άκουσε το βρεφικό κλάμα να σβήνει και τα μάτια του άνοιξαν με μιας. Ανήσυχος σηκώθηκε από το μαλακό στρώμα κι άρχισε να τρέχει ζαλισμένος από τον ύπνο. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και το σκοτάδι δραπέτευε. Ο αντίλαλος του παραπόνου ακόμη κρουόταν ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους, σαν την ιδέα της λογικής που υπήρχε στο μυαλό του πριν πάρουν τη θέση της οι σκιές.

Πλησίασε τη βρεφική κούνια και προσπάθησε να διακρίνει τον πρίγκιπα μέσα στο σκοτάδι. Όταν όμως αυτό δε συνέβη, έτρεξε πίσω. Με την αγωνία και την ενοχή να βράζουν στο αίμα του άρπαξε έναν από τους δαυλούς που φώτιζαν τους διαδρόμους. Κρύες σταγόνες ιδρώτα είχαν αρχίσει να κυλούν από το χλωμό του κούτελο έως τα λιγοστά γκρίζα γένια στο σαγόνι του, κι έτρεξε ξανά εκεί. Η φωτιά διέλυε τις σκιές στο δωμάτιο, όχι όμως και στο μυαλό του. Έτσι όταν έφερε τον δαυλό κοντά του για να δει, πείστηκε πως ο πρίγκιπας Έρεθρος είχε εξαφανιστεί.

Tags: baby , birth , dialogue , fantasy , king , kingdom , prince , shadows , short-story , The Weird Side Daily , twsd , αδερφός , βασίλειο , βασιλιάς , γέννηση , γιός , διάλογος , διήγημα , διήγημα φαντασίας , ιέρεια , Μαρίνα Κικίδου , ματωμένη σελήνη , μωρό , νύχτα , πεπρωμένο , Πεπρωμένο φυγείν αδύνατον , πρίγκιπας , σελήνη , σκιές , σκοτάδι , φαντασία , φεγγάρι

Μαρίνα Κικίδου

Δημοσιεύτηκε 24 Μαΐου, 2021

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.