Παράλληλοι Βίοι

”Η Άννα σήκωσε το κεφάλι της για να δει τον γιγαντιαίο όγκο να περνά μπροστά από τον ήλιο και τυφλώθηκε στιγμιαία από τις ακτίνες του. Αμέσως μετά, σκοτάδι τους κάλυψε. Ήταν η πρώτη πτήση της ιπτάμενης πολιτείας και η πρώτη φορά που την έβλεπε. Πρώτη για αυτήν και για όλους τους υπόλοιπους. Είχαν στρέψει την προσοχή τους στον λαμπερό, καλοκαιρινό ουρανό και κοιτούσαν μαγεμένοι το δημιούργημα.”

12 Φεβρουαρίου 2022

 

Η Άννα σήκωσε το κεφάλι της για να δει τον γιγαντιαίο όγκο να περνά μπροστά από τον ήλιο και τυφλώθηκε στιγμιαία από τις ακτίνες του. Αμέσως μετά, σκοτάδι τους κάλυψε. Ήταν η πρώτη πτήση της ιπτάμενης πολιτείας και η πρώτη φορά που την έβλεπε. Πρώτη για αυτήν και για όλους τους υπόλοιπους. Είχαν στρέψει την προσοχή τους στον λαμπερό, καλοκαιρινό ουρανό και κοιτούσαν μαγεμένοι το δημιούργημα.

Χρυσό και μοναδικό στο σχήμα του, ήταν το πρωτότυπο μιας νέας γενιάς πόλεων, με αρχιτεκτονική και στατική τεχνολογία που δεν είχε ξαναδεί ανθρώπινο μάτι σε τέτοιο μέγεθος. Είχαν περάσει πενήντα χρόνια από την επίσημη ανακοίνωση της δημιουργίας των ιπτάμενων πόλεων όταν και συστάθηκε μια παγκόσμια επιτροπή, η Επιτροπή ΤεχνοβιοΕνέργειας, όπου πολιτικοί, βιολόγοι, μηχανικοί, θεωρητικοί φυσικοί, μαθηματικοί, γεωλόγοι, προγραμματιστές και πολλοί άλλοι εξειδικευμένοι επιστήμονες από όλο τον κόσμο συνεργάζονταν με σκοπό να σχεδιάσουν έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής για την διατήρηση του ανθρώπινου είδους. Κατά κάποιον συμβολικό τρόπο, αυτή η κίνηση έδειχνε την υποσυνείδητη αποδοχή από την πλευρά των ανθρώπων, πως είναι το καρκίνωμα στον κόρφο της πλάσης και αποφάσισαν να το κόψουν και να το απομακρύνουν. Μια μορφή αυτοεξορίας, αλλά από τι;

Καθώς τα νέα που δημοσιεύονταν δεν έφταναν παντού, είχε ξεχαστεί από τους περισσότερους συμπολίτες της Άννας. Η ζωή στα Άγναντα δεν είχε εκδηλώσεις, επιτροπές, δημόσιες κατασκευές. Αυτό που είχε ήταν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες τόνων στέρεα απορρίμματα που σχημάτιζαν λόφους με δρομάκια χωμάτινα ανάμεσα τους και ρευστά απόβλητα που έτρεχαν σε μολυσμένα ρυάκια αφρώδους νερού.

Μέχρι χθες, που ανακοινώθηκε η πρώτη πτήση και το νέο έφτασε σε κάθε άκρη του πλανήτη, η Άννα δεν γνώριζε την ύπαρξη της Άελλας, της πρώτης ιπτάμενης πόλης, ούτε και το σχέδιο πτήσης της. Όπως ανακοινώθηκε στο Εργοδίκτυο θα διέσχιζε πρώτα το βόρειο ημισφαίριο και έπειτα θα κατευθυνόταν στο νότιο, περνώντας πάνω από τον Ειρηνικό Ωκεανό, όπου θα έκανε άλλη μία περιφορά ώστε να αναδειχτεί το μεγαλείο και η επαναστατική εφευρετικότητα του ανθρώπινου νου. Έπειτα θα έμενε ακίνητο πάνω από τον Ατλαντικό Ωκεανό, σε απόσταση διακοσίων εξήντα ναυτικών μιλίων από το δυτικότερο άκρο της Ευρώπης, το ακρωτήρι Ρόκα, διασφαλίζοντας έτσι την ανεξαρτησία της επικράτειάς της, μιας και θα αιωρούνταν πάνω από την ωκεάνια άβυσσο του Ατλαντικού Ωκεανού, έναν τόπο που θεωρητικά δεν ανήκε σε κανέναν.

Για λόγους που ελάχιστοι νομικοί και πολιτικοί επιστήμονες μπορούσαν να καταλάβουν και να εξηγήσουν με απλότητα, τα Ηνωμένα Έθνη, θέλοντας να αποφύγουν τυχόν διεθνείς συγκρούσεις συμφερόντων, αποφάσισαν να ορίσουν νέες μορφές δημόσιων και κρατικών οντοτήτων ώστε να ιδρυθούν νέα κράτη, τα λεγόμενα ουράνια κράτη.

Η Άννα, αγνοώντας ολοκληρωτικά το πολιτικό παρασκήνιο και την σύνθετη κοινωνία των ενήλικων, ζώντας ακόμη στην παιδική και φανταστική πραγματικότητά της, όπου πίσω από κάθε λόφο απορριμμάτων κρυβόταν ένα εργαστήριο κατασκευής ρομπότ και τεχνητής νοημοσύνης, έπαιζε στην αυλή της κατασκευάζοντας τα δικά της παράξενα τεχνολογικά επιτεύγματα. Καθημερινά μάζευε κομμάτια από διαμελισμένα ανδροειδή και τα ένωνε μεταξύ τους, φτιάχνοντας σουρεαλιστικά ρομπότ που θύμιζαν πίνακες του Ιερώνυμου Μπος, αν σε ένα παράλληλο σύμπαν η Αναγέννηση και η έκτη τεχνολογική επανάσταση συνυπήρχαν.

Κάθε φορά που ολοκλήρωνε μία νέα της κατασκευή δεν μπορούσε να κρύψει μια νότα θλίψης, καθώς το ανδροειδές την κοιτούσε άψυχα, ενώ ή ίδια ήλπιζε πως κάποια στιγμή ένα από αυτά θα ερχόταν στη ζωή και θα είχε έναν φίλο να μοιραστεί μαζί του τον κόσμο της και τις φανταστικές περιπέτειες της στα Άγναντα.

Τώρα κοιτούσε το γιγαντιαίο, μεταλλικό κήτος με το στόμα ανοιχτό. «Μαμά, έλα να δεις», φώναξε χωρίς να γυρίσει το κεφάλι της. «Η Άελλα».

Δεν ήταν σίγουρη για το τι ακριβώς έβλεπε. Κάτι είχε καταλάβει από αυτά που συζητούσαν οι γονείς της χθες το βράδυ, αλλά αυτό που πετούσε τώρα στον ουρανό έμοιαζε εξωπραγματικό.

«Ο κόσμος θα ζει εκεί ψηλά», είχε πει ο μπαμπάς της. «Θα δουλεύει εκεί, θα τρώει εκεί, θα κοιμάται εκεί».

«Και θα πάμε και εμείς εκεί;» τον ρώτησε με έκδηλο ενθουσιασμό.

«Ναι», της απάντησε με ένα πλατύ χαμόγελο. «Θα έρθει ο καιρός που θα πάμε και εμείς εκεί».

Το κοιτούσε και φανταζόταν τον κόσμο που βρισκόταν εκεί πάνω, όπως τον γνώριζε και τον έβλεπε καθημερινά με τα παιδικά της μάτια, να κάνει το ίδια πράγματα που κάνουν και εδώ, στην πόλη της.

«Λες να υπάρχει κάποια σαν και μένα εκεί πάνω;» ρώτησε την μητέρα της όταν ήρθε κοντά της.

Το χρυσό, μεταλλικό κήτος έπλεε ανάμεσα στα λευκά και βαμβακερά καλοκαιρινά σύννεφα, προκαλώντας εκφράσεις δέους στον κόσμο που το παρατηρούσε. Εκτός από την Άννα. Είχε σοβαρέψει από την σκέψη της και στο πρόσωπο της είχε σχηματιστεί ο πρωτοφανής προβληματισμός της. Αναλογιζόταν τις πιθανότητες και τις δυνατότητες.

«Εάν υπάρχει κάποια σαν και μένα εκεί πάνω, μπορεί να μην έχει φίλους», σκέφτηκε. «Μπορεί να στέκεται εκεί, στην άκρη της αυλής της, να κοιτάει κάτω και να αναρωτιέται το ίδιο πράγμα», συνέχισε. Σήκωσε το χέρι της και χαιρέτησε, σίγουρη πως θα την έβλεπε. «Γεια σου», φώναξε. «Είμαι η Άννα».

Η μητέρα της κοιτούσε και αυτή το κήτος, με το βλέμμα της να προδίδει τον σκεπτικισμό της. Δεν της άρεσε σαν ιδέα και ακόμη περισσότερο, τώρα που το έβλεπε, ένιωσε μέσα της μια σπίθα τρόμου. Το μυαλό της πήγαινε στο κακό.

«Λένε πως έχει μήκος πέντε χιλιόμετρα και ύψος όσο του Έβερεστ», είχε πει στον άντρα της, το προηγούμενο βράδυ. «Με φοβίζει και μόνο που το σκέφτομαι». Τώρα, αυτός ο φόβος είχε μετατραπεί σε κάτι άλλο, πολύ πιο έντονο. «Οι άνθρωποι δεν ανήκουν στον ουρανό», του είχε πει.

«Συμφωνώ μαζί σου. Θέλω να το βλέπω όμως θετικά», είπε, κάπως διστακτικά, χωρίς να είναι σίγουρος για τις λέξεις που επιλέγει. «Ίσως μας δοθεί η δυνατότητα να καλυτερέψουμε τη ζωή μας με κάποιο τρόπο».

«Κανείς δεν νοιάζεται για εμάς», είπε η μητέρα της Άννας, χωρίς να μπορεί να κρύψει την παραίτηση της από κάθε ελπίδα.

«Τουλάχιστον πρέπει να πιστεύουμε ότι μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα καλύτερο μέλλον για την Άννα», είπε ο Χρήστος, εμμένοντας στην θετική οπτική των πραγμάτων.

«Ξύπνα επιτέλους», είπε με αγανάκτηση η Μαρία. «Είμαστε η χωματερή του κόσμου. Ο μόνος λόγος που έρχονται εδώ είναι για να πετάξουν και άλλους στην εξορία». Ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Και σταμάτα να γεμίζεις το μυαλό της Άννας με ανοησίες. Δεν θα αλλάξει ποτέ τίποτα και όταν το καταλάβει θα σε μισήσει».

Την είχαν ξανακάνει αυτήν την συζήτηση. Πολλές φορές. Ο ίδιος επέμενε να κάνει παρέα στην μικρή του. Να πηγαίνει μαζί της στο εργαστήριο της και να την βοηθάει να επισκευάζει ρομπότ και να της λέει πως μια μέρα θα κατασκευάσει ένα δικό της από την αρχή.

«Ποιον χαιρετούσες πριν;» την ρώτησε τελικά.

«Μπορεί να έχει παιδιά εκεί πάνω», είπε. «Ο Μπαμπάς είπε ότι έχει ανθρώπους σαν και εμάς εκεί πάνω. Που ζουν όπως και εμείς».

«Ο πατέρας σου…» Δεν ολοκλήρωσε και έπνιξε την πικρία της. «Οι άνθρωποι εκεί πάνω δεν είναι σαν και εμάς και ποτέ δεν θα είναι», της είπε τελικά. Το μόνο πράγμα που ζούσε η Μαρία στη ζωή της είναι τον θάνατο των ονείρων και της ελπίδας της. Ο Παράδεισος δεν ήταν πλασμένος για αυτούς και κάθε προσπάθεια αλλαγής από την πλευρά του, αιωνίως αφελή όπως πίστευε η ίδια, άντρα της, συναντούσε σθεναρή αντίσταση σε αυτήν.

Ο Χρήστος, που είχε γνωρίσει μια ζωή διαφορετική, όπου τα όνειρα καμιά φορά πραγματοποιούνταν, καθώς επίσης και οι εφιάλτες, διατηρούσε μέσα του μια μικρή φλόγα που την φρόντιζε ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές. Η εξορία για αυτόν ήταν απλώς μιας ενόχληση, ένα εμπόδιο, κάτι παροδικό. Όλοι οι εφιάλτες κάποια στιγμή τελειώνουν και με αυτήν την πεποίθηση ήθελε να μεγαλώσει την μικρή του.

«Θα πάμε και εμείς εκεί;» την ρώτησε ενθουσιασμένη. «Εγώ θέλω να πάω. Μακάρι να πάμε».

«Προσγειώσου», της είπε κοφτά, προσπαθώντας να μην ξεσπάσει πάνω της.

«Είμαι σίγουρη πως θα κάνω πολλούς φίλους εκεί. Και ο αέρας θα είναι καλύτερος. Καθαρός. Και το νερό κρυστάλλινο. Και τα ρομπότ θα δουλεύουν».

Η Μαρία ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά της. Θυμήθηκε τον αγώνα της με τους συναγωνιστές της. Θυμήθηκε τα όνειρα για μια νέα πραγματικότητα. Θυμήθηκε τον Χρήστο να μιλάει πάνω από το πλήθος με πάθος και ορμή. Στο βλέμμα του είδε την δυνατότητα μιας καινούριας, διαφορετικής ζωής.

Μετά θυμήθηκε τις εκτελέσεις. Θυμήθηκε τους συντρόφους της να εξαφανίζονται από την ζωή ένας, ένας. Θυμήθηκε τον αγώνα τους για ανεξαρτησία και δικαιώματα ίδια με αυτά των ανθρώπων. Θυμήθηκε την προδοσία και τον θάνατο.

«Δεν είναι σαν και εμάς», ξαναείπε. «Ποτέ δεν θα είναι».

«Πώς είναι τότε, αν δεν είναι σαν και εμάς;» ρώτησε

«Απλά είναι διαφορετικοί», είπε και της χαμογέλασε, νιώθοντας τη θλίψη της να μεγαλώνει, γνωρίζοντας το δυσοίωνο μέλλον τους. Περίμενε την μέρα που θα της αποκάλυπταν όλη την αλήθεια και την πραγματική καταγωγή της, όπου θα γνώριζε τον αγώνα τους για την ανεξαρτησία της τεχνητής νοημοσύνης. Είχε μόνο μία επιθυμία για την κόρη της.  Να συνεχίσει την ανάμνηση του είδους τους και την ιστορία τους και να μην ξεχάσει ποτέ τι είναι. Ίσως μια μέρα η μικρή της να γνώριζε την ελευθερία που τόσο επιθυμούσαν και δεν γεύτηκαν ποτέ. Αλλά αυτή η μέρα αργούσε να έρθει.

Tags: androids , city , fantasy , sci-fi , short-story , The Weird Side Daily , twsd , Αιωρούμενη πόλη , Ανδροειδή , Βασίλης Ξενόπουλος , γονείς , διήγημα , Επιστημονική Φαντασία , ιπτάμενη πόλη , Παιδί , πόλη , ρομπότ , φαντασία

Βασίλειος Ξενόπουλος

Δημοσιεύτηκε 12 Φεβρουαρίου, 2022

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.