Ο Φίλιπ Γουίνν και το Χέρι του Δολοφόνου

”Κάθισα στο γραφείο μου και της έκανα νόημα να καθίσει απέναντί μου. Φαινόταν ντροπαλή, όχι: πειθαρχημένη. Αυτή είναι η σωστή λέξη. Μαθημένη να κοιτάει χαμηλά όταν της μιλάνε. Δε μπορούσα να διακρίνω έως τότε τη σοβαρότητα αυτής της υπόθεσης. Η θλιμμένη μου πελάτισσα δεν ήταν αρκετά θλιμμένη για να κλάψει, μα ήταν μαυροφορεμένη. Έχουμε να κάνουμε με φόνο, είπα στον εαυτό μου, με το ανήσυχο βλέμμα μου καρφωμένο επάνω της.”

07 Δεκεμβρίου 2021

Έβαλα το κρέας στο ψυγείο, παστωμένο ήδη με χοντρό αλάτι, παίρνοντας τον χρόνο μου πριν πάω να ανοίξω την πόρτα. Ο χτύπος της ήταν επίμονος κι ενοχλητικός, όπως άλλωστε κάθε ηχηρό προάγγελμα της άφιξης κάποιου επισκέπτη, όμως πλησίασα από ευγένεια να καλωσορίσω τον πελάτη μου.

Μία γυναίκα, τουλάχιστον σαράντα ετών με περίμενε καρτερικά. Είχε χτυπήσει μία και μοναδική φορά, σαν να ήξερε πόσο με αγχώνουν τα επανειλημμένα βροντήματα στην πόρτα μου. Οι απελπισμένοι κρότοι από ανθρώπους που δεν ξέρουν να κάνουν τίποτε άλλο από το να ζητάνε. Ήταν μελαμψή και τα μαλλιά της είχαν ένα βαθύ καστανό χρώμα, σαν ξύλο που έχει αρχίσει να μετατρέπεται σε κάρβουνο μέσα στη φωτιά. Κι οι στάχτες αυτού του κάρβουνου, γκρίζες τρίχες που πρόδιδαν την ηλικία της, πετούσαν έξω από τον προσεγμένο κότσο που είχε φτιάξει για τον εαυτό της. Ήταν λαχανιασμένη. Λες κι είχε περπατήσει χιλιόμετρα για να φτάσει ως την πόρτα μου.

«Είστε ο κύριος Γουίνν;» Της έριξα ένα χαμόγελο όλο αυτοπεποίθηση κι υπερηφάνεια, για να νιώσει τη σιγουριά που δε μπορούσα να δώσω εγώ στον εαυτό μου.

«Στις υπηρεσίες σας». Έκανα στην άκρη να περάσει, κι αυτή με ευχαρίστησε πριν μπει στο σπιτικό μου με τις παλάμες της σμιγμένες μπροστά στο σώμα της.

Κάθισα στο γραφείο μου και της έκανα νόημα να καθίσει απέναντί μου. Φαινόταν ντροπαλή, όχι: πειθαρχημένη. Αυτή είναι η σωστή λέξη. Μαθημένη να κοιτάει χαμηλά όταν της μιλάνε. Δε μπορούσα να διακρίνω έως τότε τη σοβαρότητα αυτής της υπόθεσης. Η θλιμμένη μου πελάτισσα δεν ήταν αρκετά θλιμμένη για να κλάψει, μα ήταν μαυροφορεμένη. Έχουμε να κάνουμε με φόνο, είπα στον εαυτό μου, με το ανήσυχο βλέμμα μου καρφωμένο επάνω της.

«Αναλαμβάνετε υποθέσεις;» Με ρώτησε σιγανά, σαν να φοβόταν να μιλήσει.

«Πείτε μου».

«Πρόκειται για τον κύριο Κέλλερμαν». Αυτός πρέπει να ήταν το αφεντικό της. Τον αποκάλεσε κύριο, εξάλλου. Αυτή η γυναίκα έχει σίγουρα το ανάστημα οικονόμου. Καμαριέρας, έστω. Κι ο μακαρίτης ο Κέλλερμαν ήταν ο κύριός της. «Πριν δύο ημέρες δολοφονήθηκε. Μαχαιριά στον λαιμό. Στην αριστερή πλευρά, από ό,τι θυμάμαι».

«Το αφεντικό σας;» Πήρα το θάρρος να ρωτήσω και με στραβοκοίταξε, σαν να τη προσέβαλλα.

«Ναι». Έβγαλα το σημειωματάριό μου, κι άρχισα να σημειώνω ό,τι παρατηρούσα, κι έπειτα ό,τι μου έλεγε. «Η κυρία μου απαίτησε να έρθω να σας βρω».

«Είναι μακριά το σπίτι; Να σας σερβίρω κάτι, αν περπατήσατε πολύ».

«Πώς ξέρετε ότι περπάτησα μέχρι εδώ;» Αποκρίθηκε με θαυμασμό.

Σηκώθηκα όρθιος για να της βάλω ένα ποτήρι νερό. Η υπομονή μου δε, είχε αρχίσει να εξαντλείται. Οι άνθρωποι θέλουν να τα μεγαλοποιούν όλα. Αν εγώ έχω την ικανότητα να λύνω αινίγματα, δύσκολα αινίγματα, φουκαράδες σαν αυτή ψάχνουν να στραγγίξουν κάθε σταγόνα μαγείας. Η αλήθεια είναι πως εγώ μπορεί να λύνω τα δυσκολότερα αινίγματα, μα οι άνθρωποι είναι Sudoku. Αν εγώ αγαπώ τη λογοτεχνία, οι άνθρωποι είναι μαθηματικά. Προτιμώ δηλαδή ένα καλό βιβλίο περισσότερο από τη συντροφιά τους.

«Μόνο που δε λιποθυμήσατε στο κατώφλι μου, μαντάμ…» Στράφηκε προς την κενή θέση ώσπου να επιστρέψω, και μόλις άφησα το ποτήρι στο γραφείο, το σήκωσε με το δεξί χέρι κι ήπιε ως την τελευταία γουλιά. «Ποιο είναι το όνομά σας;»

«Σάρα Γκρο».

«Φίλιπ Γουίνν, χάρηκα». Δε χάρηκα, αλλά λέμε τώρα. «Σάρα, είναι μακριά από εδώ το σπίτι των αφεντικών σου;» Σηκώθηκα ξανά, να της βάλω άλλο ένα ποτήρι νερό. Τα χείλη της ήταν ακόμα ξερά.

«Μισή ώρα περπάτημα, αν κόψεις δρόμο από τον κάμπο». Της έδωσα το γυάλινο ποτήρι κι έπειτα ξεκρέμασα το παλτό μου από τον καλόγερο.

«Θα πάρουμε άμαξα».

Έτσι λοιπόν από το αγαπημένο Ashwell, μέσα σε οκτώ άβολα λεπτά σιωπής όσο ταξίδευα πλάι στη Σάρα Γκρο μέσα στην άμαξα, φτάσαμε στο Hinxworth. Το σπίτι των Κέλλερμαν μαρτυρούσε την ευκατάστατη θέση τους, όχι όμως αρκετά για να πεις πως ήταν πλούσιοι. Σαν να παινεύονταν υπερβολικά για τα λεφτά τους ώσπου έφταναν να μοιάζουν πλουσιότεροι από ό,τι ήταν, ή σαν να έκρυβαν μια ολόκληρη περιουσία πίσω από παλιοσίδερα.

«Θα είστε ο κύριος Φίλιπ Γουίνν». Γνώρισα την κυρία του σπιτιού στο καθιστικό. Τα μαξιλάρια μύριζαν βανίλια και μήλο. Κάθισα μόνος μαζί της, για να την αφήσω να μου πει την ιστορία. «Έγινε πριν δύο μέρες. Οι τελευταίες μας λέξεις εκείνη τη νύχτα ήταν καυγάς, αλλά εγώ έφταιγα. Ζήλευα, πάντα ζήλευα υπερβολικά…» Είπε κι αμέσως ξέσπασε σε κλάματα. «Από μικρό παιδί δηλαδή, ήθελα την προσοχή όλη για ‘μένα». Ξεφύσησα αποδοκιμαστικά και τα μάτια μου καρφώθηκαν στο ταβάνι από αγανάκτηση. Ερευνητής είμαι κυρά μου, όχι πνευματικός. Πες μου για τον συγχωρεμένο να τελειώνουμε… Βέβαια δε μπορούσα να της πω κάτι τέτοιο, πάνω από όλα η ευγένεια. Αφού εν τέλει άκουσα την ιστορία της ζωής της, και όχι μόνο, αποφάσισε να μου πει για εκείνο το βράδυ: «Όπως σας είπα, καβγαδίσαμε εκείνη τη νύχτα. Σπάνια μαλώναμε όμως γενικά. Τον είχα παρατηρήσει να έχει στενές επαφές με την Ίπι, την καμαριέρα μας, που είναι κι αυτή Αιγύπτια σαν τις άλλες, αλλά δεν ανέφερα κάτι συγκεκριμένο. Θα έλεγε ότι τον ανακρίνω, μάλλον. Έτσι δεν είπα τίποτα. Έπειτα το μόνο που θυμάμαι μετά τον καυγά είναι εκείνον να μου φωνάζει πως πάει να ξαπλώσει, να κλείνεται στην κρεβατοκάμαρα και να κλειδώνει την πόρτα. Δε βγήκε καθόλου από ‘κει και ήξερα ότι δε θα έβγαινε… Δεν υποχωρούσε ποτέ του». Σκούπισε τα ασύμμετρα δάκρυα που κολλούσαν στις βλεφαρίδες της και πήγε να συνεχίσει τον μονόλογο, μα τη διέκοψα.

«Το παράθυρο; Ήταν ανοιχτό;»

«Όχι…» Απάντησε παραξενεμένη. Εγώ έκανα ότι τάχα σημείωνα αυτά που μου έλεγε. Είχα εξάλλου πάρει μαζί μου το λάθος σημειωματάριο από τη βιασύνη μου. Ήταν το τετράδιο που σημείωνα ιδέες για κάποιες μικρές ιστορίες που έγραφα όποτε έβρισκα χρόνο. Αντί λοιπόν για την ανάκριση της Κέλλερμαν είχα μπροστά μου ένα δείγμα δραματικού διαλόγου ανάμεσα σε δυο πρωταγωνιστές σε ιστορία μυστηρίου. Προσπάθησα παρ’ όλα αυτά να συνεχίσω, σα να μη συνέβη τίποτα που δεν είχα προγραμματίσει.

«Πόσες υπαλλήλους έχετε, μις Κέλλερμαν;»

«Δύο. Την Σάρα –που είναι οικονόμος, και την Ίπι».

«Είστε σίγουρη;» Την κοίταξα με ένα στραβό χαμόγελο στα χείλη μου, που έβγαινε πάντα αβίαστα όταν ανακάλυπτα κάτι.

«Γιατί επιμένετε;»

«Γιατί προηγουμένως είπατε, «Η Ίπι που είναι Αιγύπτια σαν τις άλλες». Αν είχατε δύο οικιακούς βοηθούς δεν ήταν φυσικό να μιλήσετε στον ενικό γι’ αυτές τις «άλλες»;»

Η Κέλλερμαν ταράχτηκε. Έσμιξε τα γόνατά της μεταξύ τους κάτω από το ολόμαυρο φόρεμά της πλούσιο σε όγκο, μα η κίνηση φανερώθηκε σε εμένα μαζί με τον φόβο της. «Υπήρχε ακόμη μία… Η Νόρα», είπε διστακτικά, χωρίς να με κοιτάει.

Παρατήρησα καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης πως κινούσε μόνο το αριστερό της χέρι. Το δεξί ξεκουραζόταν επάνω στο μπράτσο της πολυθρόνας. «Είστε αριστερόχειρας, σωστά;»

«Σωστά, μα τι σχέση έχει αυτό με τον άντρα μου;» Είπε κάπως παραπονιάρικα.

«Ναι, με συγχωρείτε. Συνεχίστε… Τι μου λέγατε; Α, ναι. Για τη Νόρα».

«Η Νόρα. Αυτή είχε γεννηθεί και μεγαλώσει εδώ, από Αιγύπτιους γονείς. Όμως αρραβωνιάστηκε, κι έφυγε. Εβδομάδες αργότερα μας είπαν ότι πέθανε, μα δε μάθαμε ποτέ πώς αρρώστησε».

«Πώς ξέρετε ότι αρρώστησε;» Σηκώθηκα όρθιος κι άρχισα να περιφέρομαι στο καθιστικό. Μάθαινα πολλά περισσότερα τώρα, από ότι όσο μου εξιστορούσε ό,τι ήθελε να ακούσω για να τραβήξει την προσοχή. Να την αποσπάσει, ίσως. «Αφού δεν ξέρετε τα αίτια του θανάτου της, δεν είναι απαραίτητο να αρρώστησε… Ίσως… Να γλίστρησε και να έπεσε από τα σκαλιά! Ίσως να επέπλεε στα άπατα χωρίς να ξέρει κολύμπι! Ίσως να έπαθε τροφική δηλητηρίαση! Ίσως… Ίσως να δολοφονήθηκε…» Το χαμόγελο μου είχε απλωθεί σε όλο μου το πρόσωπο κι ο ενθουσιασμός αυτός την τρόμαζε, το έβλεπα. Την κοίταξα με τον ίδιο ενθουσιασμό, κι αφού είδα ότι τραντάχτηκε από αμηχανία –σίγουρα μετανιωμένη που με κάλεσε-, της απευθύνθηκα: «Φωνάξτε μου την Ίπι, και μην ανησυχείτε. Δε θέλω τίποτε άλλο από το να φροντίσω για την απόδοση της δικαιοσύνης… Αυτό και την πληρωμή μου, φυσικά, μα ο δολοφόνος θα βρεθεί».

Πριν προλάβω να το πάρω είδηση, μπροστά μου βρισκόταν η Ίπι. Μία νεαρή με τα ίδια ανατολίτικα χαρακτηριστικά, που θύμιζαν μια αερική οπτασία φτιαγμένη από την ολόχρυση άμμο της Αιγύπτου. Της έκανα νόημα να καθίσει.

«Πες μου για τη Νόρα».

«Ήταν φίλη μου. Εδώ δούλευε». Είχε πολύ βαριά προφορά κι η φωνή της ήταν πιο λεπτή από ότι περίμενε κανείς να ακούσει.

«Πώς πέθανε; Πότε;»

«Πριν μήνες. Τρεις μήνες. Ήταν έγκυος». Έκανε με τα χέρια της αναπαράσταση μιας φουσκωμένης κοιλιάς και χαμογέλασε νοσταλγικά. «Μπήκε διαρρήκτης από το παράθυρο τη νύχτα και η Νόρα ήταν ξύπνια από τους πόνους στο κρεβάτι της. Δε σηκωνόταν γιατί πόναγε. Τη χτύπησε με μαχαίρι, εδώ». Μου έδειξε με το χέρι τη δεξιά πλευρά του λαιμού της. Μιλούσε σπαστά και το καταλάβαινε, γι’ αυτό έκανε όλη αυτή την παντομίμα.

«Ήταν σίγουρα από αυτή την πλευρά;»

«Ναι, εδώ. Το είδα. Το μαχαίρι ήταν καρφωμένο μέσα αλλά δεν είχε γρατζουνιές γύρω».

«Ξέρεις να γράφεις;»

«Ναι».

«Με ποιο χέρι γράφεις, Ίπι; Με το αριστερό;» Είπα δείχνοντάς της το αριστερό μου χέρι, για να μη παρερμηνεύσει τις λέξεις.

«Δεξί». Μου έδειξε το δεξί της χέρι.

«Ίπι, θέλω να είσαι ειλικρινής μαζί μου. Να μου πεις όλη την αλήθεια». Κάθισα κάτω και την κοίταξα στα μάτια για να κερδίσω την εμπάθεια αυτού του ευαίσθητου κοριτσιού.

«Η Νόρα ήταν αρραβωνιασμένη, αλλά στο αφεντικό δεν άρεσε αυτό».

«Το παιδί ήταν του αρραβωνιαστικού της ή του αφεντικού σας;» Η Ίπι σήκωσε τους ώμους της. «Κατάλαβα… Η Νόρα ήθελε να κάνει παιδί με τον κύριο Κέλλερμαν;» Ήταν δεν ήταν είκοσι χρονών, αλλά ποιος ξέρει τι είχαν δει τα μάτια της. Κούνησε το κεφάλι της πως όχι. Έφτανα όλο και πιο κοντά στην αλήθεια. Μία ακόμη ερώτηση κι ίσως όλα να έβγαζαν νόημα, όλα χάρη στην αθώα ειλικρίνεια της Ίπι. «Εσένα σου είχε κάνει κάτι ο Κέλλερμαν;»

«Ήθελε, αλλά η Σάρα δε τον άφησε». Αυτό ήταν. Τώρα τα ήξερα όλα, όμως δεν έβρισκα κουράγιο να χαμογελάσω μέσα από όλη την αηδία που ένιωθα τώρα γι’ αυτόν τον Κέλλερμαν. Με έκανε να αναγουλιάζω. «Μπήκε στην κουζίνα κι έκανε πως δε τον είδε, αλλά ίσως το είπε στην κυρία, γιατί το ίδιο βράδυ τους άκουσα να τσακώνονται».

«Έτσι εξηγείται, βέβαια! Αυτό είναι Ίπι. Με βοήθησες πολύ. Τώρα πήγαινε στην άμαξα που περιμένει έξω και ζήτα να σε πάει στο τμήμα του Ashwell. Εκεί θα ζητήσεις τους Ζεράρ και ΜακΝάμαρα. Γρήγορα!»

Η Ίπι έφυγε τρέχοντας και με ένα σάλτο επάνω στο κάθισμα εξήγησε στον αμαξά που πήγαιναν, κι άρχισαν να τρέχουν για την πόλη. Εγώ από την άλλη, είχα δεκαέξι ολόκληρα λεπτά στη διάθεσή μου ώσπου να φτάσουν οι πραγματικοί επιθεωρητές. Άρχισα να περιφέρομαι στο δωμάτιο προβάροντας από μέσα μου όσα είχα σκοπό να πω όταν θα κατέφταναν. Δεν είχα όρεξη να απογοητεύσω την ηρωικότητα της όλης πράξης σήμερα, κι ένα σαρδάμ θα ήταν ό,τι χειρότερο. Σε δεκαπέντε λεπτά ακριβώς, οι Ζεράρ και ΜακΝάμαρα είχαν φτάσει. Η κυρία του σπιτιού συνοδευόμενη από τη Σάρα Γκρο άνοιξε την πόρτα και σάστισε, κάνοντας τρία βήματα πίσω.

«Γουίνν!» Η ΜακΝάμαρα χαμογέλασε όταν με είδε, περισσότερο από τον καλό μου φίλο Ζεράρ, ο οποίος συγκρατούσε τον ενθουσιασμό του για χάρη της περίστασης.

«Μας κάλεσες έμαθα». Εκείνη τη στιγμή η Ίπι μπήκε μέσα, ανάμεσα από τους επιθεωρητές.

«Τον βρήκες; Βρήκες τον δολοφόνο του άντρα μου;» Τα μάτια της Κέλλερμαν άστραψαν από ελπίδα, όμως σύντομα η χαρά έμελλε να κοπάσει.

«Σήμερα, δεν έλυσα έναν, αλλά δύο φόνους!» Είπα με υπερηφάνεια.

«Δεν υπάρχει δεύτερος φόνος». Διαμαρτυρήθηκε η Κέλλερμαν.

«Θα σας πω την ιστορία», χαμογέλασα. «Ο Κέλλερμαν ήταν άπιστος. Χειραγωγούσε την κυρία Κέλλερμαν για να πιστεύει πως όλα ήταν στο μυαλό της, και βέβαια, έφτασε να πιστεύει πως είναι υπερβολική για τη ζήλεια της. Ήταν υπερβολική στη ζήλεια της, γιατί δε μιλάμε πια για ζήλεια, αλλά για εμμονή. Όταν έμαθε πως ο σύζυγός της κακοποίησε την αρραβωνιασμένη Νόρα με εκείνη να περιμένει πλέον το παιδί του, έστησε μία διάρρηξη και μαχαίρωσε τη Νόρα στον λαιμό».

«Αυτό είναι τρέλα! Τίποτα από αυτά δε συνέβη!» Διαμαρτυρήθηκε η κυρία του σπιτιού. Το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη μου και σοβάρεψα, γιατί είχα αρχίσει να αμφισβητώ κι εγώ ο ίδιος τις προφανείς αποδείξεις μου.

«Η Νόρα βρέθηκε με το μαχαίρι λαβωμένο στη δεξιά πλευρά του λαιμού της. Δε θα ήταν και πολύ βολικό για ένα δεξιόχειρα να το κάνει αυτό, λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι η γυναίκα ήταν μονίμως ξαπλωμένη, ετοιμόγεννη. Σωστά;» Έκανα μια παύση για να τους αφήσω να επεξεργαστούν όσα είχαν ακούσει, παρά για να μου απαντήσουν. «Η Σάρα ήρθε στο σπίτι μου σήμερα το πρωί. Τοποθέτησα ένα ποτήρι νερό πάνω στο τραπέζι, το σήκωσε για να πιεί με το δεξί χέρι. Επομένως είναι δεξιόχειρας… Όταν ρώτησα την Ίπι αν είναι αριστερόχειρας αρνήθηκε. Όταν ρώτησα εσάς αν είστε αριστερόχειρας, συμφωνήσατε». Ο Ζεράρ χαμογέλασε υπερήφανα κοιτώντας χαμηλά. Μου έδωσε θάρρος, αυτό κι όταν η ΜακΝάμαρα έγνεψε με θαυμασμό.

«Η Κέλλερμαν σκότωσε τη Νόρα και είπε στον αρραβωνιαστικό της πως ήταν θύμα κάποιου διαρρήκτη. Και μήνες αργότερα, όταν η Σάρα έπιασε τον μακαρίτη να προσπαθεί να κάνει στην Ίπι ό,τι έκανε στη Νόρα, φοβήθηκε πως θα έχει την ίδια κατάληξη. Έτσι όταν το ίδιο βράδυ τα αφεντικά της καυγάδισαν, μπήκε με το κλειδί του σπιτιού στην κλειδωμένη κάμαρη του και τον μαχαίρωσε στον λαιμό –όπως έκανε η κυρία Κέλλερμαν στη Νόρα- όμως το τραύμα βρισκόταν στην αριστερή πλευρά, γιατί η Σάρα είναι δεξιόχειρας». Έριξα μια ματιά στους επιθεωρητές για να πάρω κουράγιο, που με παρακολουθούσαν καρτερικά. «Θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για την κυρία Σάρα Γκρο, γιατί υπερασπίστηκε την Ίπι, τη μνήμη της Νόρα και το αξίζει. Θα φροντίσω η ποινή της να μειωθεί». Κοίταξα έπειτα την κυρία Κέλλερμαν. «Και η κυρία του σπιτιού ας δώσει το προβάδισμα, να μας ακολουθήσετε στο τμήμα». Στάθηκα στο ύψος μου μπροστά σε ανοιχτά στόματα και το χαμόγελο της γλυκιάς Ίπι, που ήταν πιο τίμια από όλους εμάς μαζί.

«Μπράβο Γουίνν», μου είπε ο επιθεωρητής Ζεράρ μετά τη διπλή σύλληψη. Ο αέρας είχε δυναμώσει και φυσούσε τις μαύρες μπούκλες των μαλλιών του προς τον Βορρά.

«Οι εφημερίδες έχουν δίκιο», είπε η ΜακΝάμαρα, που ήταν δημοσιογράφος. «Ο Φίλιπ Γουίνν δε ξέρει να χάνει».

Χαμογέλασα, ξέροντας πως στο τέλος της ημέρας ήμουν υπερήφανος για το επίτευγμά μου, για τους συνεργάτες και φίλους μου, για την ειλικρίνεια της Ίπι, και μετά πήρα πίσω αυτή τη σκέψη. Θυμήθηκα πως άφησα το νερό να τρέχει, αφού γέμισα το ποτήρι της Σάρας Γκρο.

Tags: death , detective , murder , murderer , murderers , mystery , short-story , The Weird Side Daily , twsd , διήγημα , διήγημα μυστηρίου , δολοφονία , δολοφονίες , Δολοφόνοι , δολοφόνος , θάνατοι , θάνατος , καμαριέρα , καμαριέρες , μυστήριο , μυστηριώδης υπόθεση , νεκροί , νεκρός , ντετέκτιβ , υπόθεση , φόνος

Μαρίνα Κικίδου

Δημοσιεύτηκε 7 Δεκεμβρίου, 2021

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.