Το χειμερινό ηλιοστάσιο είναι μια κομβική στιγμή. Τότε, οι κόσμοι συγκλίνουν και εμφανίζονται ανοίγματα. Και κάποιος μπορεί να κινηθεί ανάμεσα.
Αποσπάστηκα απ’ τη λευκή ομίχλη σαν άμορφη σκιά. Αγαπώ τις ομίχλες. Είναι πολύ βολικές, δημιουργούνται σε καταστάσεις ενεργειακής ανισορροπίας και μπερδεύουν τις αισθήσεις, παραλύουν την όραση, καταπίνουν τους ήχους και μετατρέπουν τον κόσμο σε μια ασαφή ανυπαρξία. Επίσης, πάντοτε υφαίνονται σε σημεία που λειτουργούν ως πύλες.
Τώρα όμως βρισκόμουν στον άλλο κόσμο. Σε μια τοποθεσία ερημική. Ένα μοναχικό οροπέδιο, χορταριασμένο, στεφανωμένο με διάσπαρτα δέντρα και θάμνους που κοιμόντουσαν καλυμμένοι μ΄ένα αραχνοΰφαντο πέπλο διάφανων δροσοσταλίδων. Μόλις είχε ξημερώσει. Ο ηλιακός δίσκος ακροβατούσε στην κορφή ενός γειτονικού βουνού και οι ακτίνες του, οριζόντιες ακόμα και απαλές σαν μεταξένια νήματα, μεταμόρφωναν τον κόσμο σε μια φαντασμαγορική έκταση τρεμάμενων σπινθήρων. Η κάθε δροσοσταλίδα άστραφτε σαν μικροσκοπικό κόσμημα από κρύσταλλο που ιρίδιζε απαλά στον ακίνητο αέρα. Μια βαθιά σιωπή απλωνόταν παντού. Ήταν ένας όμορφος κόσμος.
Κινήθηκα πάνω στο μουσκεμένο χορτάρι και βρήκα το μονοπάτι που οδηγούσε προς τα κάτω, προς την πλατιά κοιλάδα που κρυβόταν κάτω από ένα πέπλο ασημένιας καταχνιάς. Το μονοπάτι εκείνο ήταν αρχαίο, χαραγμένο ίσως από κάποιους άλλους σαν κι εμένα που είχαν κάνει το ίδιο ταξίδι πριν από πολύ-πολύ καιρό.
Άρχισα να το ακολουθώ και καθώς προσπερνούσα τα νοτισμένα δέντρα, τους θάμνους και τους γκρίζους βράχους που διαγράφονταν γύρω μου, κάπως ασαφείς ακόμα κάτω απ’ το άγγιγμα μιας κρυσταλλένιας πάχνης, ξεκίνησα τη διαδικασία της εξομοίωσης. Ξεκίνησα δηλαδή να δανείζομαι στοιχεία από το καινούργιο περιβάλλον. Αν κάποιος κάτοικος αυτού του κόσμου με έβλεπε εκείνη τη στιγμή, θ’ αντίκριζε κάτι αόριστο, μια μορφή που θα έμοιαζε λιγάκι σαν δέντρο και λιγάκι σαν βράχος, κάτι που άλλαζε συνεχώς. Λίγο αργότερα, όταν θα συναντούσα τα πρώτα κινούμενα πλάσματα, θα έμοιαζα με πουλί και με ελάφι, ίσως και με λύκο ή οτιδήποτε άλλο εισέβαλε στον αντιληπτικό κύκλο μου. Αυτό είναι κάτι που πάντα συμβαίνει με εμάς. Η μορφή μας, προτού στερεοποιηθεί σε κάτι συγκεκριμένο, είναι εύπλαστη και υβριδική. Ακριβώς όπως έχει απεικονιστεί σε βράχους, δέρματα χαρτί και λαξευτή πέτρα από εκείνους που έχουν καταλάβει τι ακριβώς είμαστε.
Τώρα όμως το μονοπάτι γίνεται κατηφορικό. Στο μεταξύ γίνομαι πιο συγκεκριμένος. Αντλώ εικόνες απ’ τα μάτια των έκπληκτων ζώων που ξυπνούν σιγά-σιγά στις φυλλωσιές των δέντρων και ραγίζουν τη σιωπή με τα σποραδικά τους τιτιβίσματα και τα τρεχαλητά τους. Ο ήλιος σκαρφαλώνει όλο και πιο ψηλά, ο ουρανός αποκτά ένα βαθυγάλανο χρώμα, η πάχνη λιώνει και ένα απαλό αεράκι που αρχίζει και φυσά, κάνει το χορτάρι να ψιθυρίσει γύρω από τα πόδια μου. Η ζωή ξεκινάει τον ατέρμονο ρυθμό της.
Εντοπίζω ωστόσο κάποιες παραφωνίες στο γύρω περιβάλλον. Παράξενα αντικείμενα παρατημένα εδώ και εκεί, πολύχρωμα απομεινάρια από νεκρή ύλη που δεν αφομοιώνεται απ’ τους φορείς της ντόπιας ζωής. Είναι άσχημα γιατί είναι αταίριαστα. Για μια στιγμή υποψιάζομαι ότι αποτελούν τα ίχνη κάποιας εισβολής, τα χνάρια μιας δύναμης που εισχώρησε από κάποιο άλλο επίπεδο ύπαρξης και άφησε πίσω της τα σημάδια μιας εχθρικής κυριαρχίας αλλά μετά, όταν ψηλαφώ κάποιο απ’ αυτά, αντιλαμβάνομαι ότι είναι φτιαγμένο από υλικά αυτής εδώ της Γης. Είναι όμως παραποιημένα. Έχουν υποστεί μια αλχημιστική μετουσίωση που τα έχει εξορίσει απ’ τους κύκλους της γέννησης και του θανάτου που καθορίζουν τη μοίρα των ζωντανών παιδιών αυτού του κόσμου. Έχουν μεταμορφωθεί σε κάτι ξένο. Με πλημμυρίζει ένα κύμα ανυπομονησίας και επιταχύνω το βηματισμό μου. Από κάπου εκεί κοντά, πίσω από ένα μεγάλο βράχο που κρύβει μια στροφή του κατηφορικού μονοπατιού, ακούω κάτι καινούργιο.
Μια περίπλοκη αλληλουχία ήχων που μεταφέρουν αφηρημένες έννοιες και προθέσεις υπερβολικά περίπλοκες για ν’ αποτελούν απλά οχήματα επιβιωτικής αλληλεπίδρασης. Αν είχα καρδιά, εκείνη τη στιγμή θα χτυπούσε ξέφρενα. Πλησίασα το βράχο, ζάρωσα πίσω του και προέκτεινα ένα απ ‘τα αισθητήρια άκρα που είχα αναπτύξει και το οποίο ήταν ευαίσθητο στα σωματίδια της ενέργειας του ήλιου. Μπροστά στη συνείδησή μου ξεδιπλώθηκε μια εικόνα. Τρία όντα, δυο μεγαλόσωμα και ένα μικρότερο. Δίπλα τους, πάνω σε μια φαρδιά κορδέλα από ένα γκρίζο υλικό που έμοιαζε με στερεοποιημένη λάβα, ένα κατασκεύασμα που αποτελούταν από ένα περίπλοκο σύμπλεγμα μεταλλικών αντικειμένων.
Βγήκα από την κρυψώνα μου, δρασκέλισα το βράχο και τ’ άφησα να με κοιτάξουν. Εκείνα έμειναν ακίνητα, σαν παγωμένα. Μετά άρχισαν να βγάζουν κάτι διαπεραστικούς ήχους.
Τα πλησίασα με γρήγορες δρασκελιές. Τα είχα ήδη αγαπήσει. Ήθελα τόσο πολύ να τα γνωρίσω! Τ’ αγκάλιασα σφιχτά και τ’ αφομοίωσα ακαριαία. Με πλημμύρισε ένα παλιρροϊκό κύμα πληροφοριών. Ήταν άνθρωποι. Πατέρας, μητέρα και παιδί. Έκαναν μια εκδρομή με το αυτοκίνητο για να απολαύσουν τη φύση. Θα έκανε καλό και στο παιδί μια αλλαγή παραστάσεων.
Χρειάστηκαν πολλές ώρες για ν’ αφομοιώσω τον πακτωλό αυτών των πληροφοριών. Όταν άνοιξα και πάλι τα μάτια μου, γιατί τώρα είχα αποκτήσει μάτια, ανακάλυψα ότι ο ήλιος έγερνε προς τη δύση του. Η καταχνιά που κάλυπτε την κοιλάδα είχε αποσυρθεί και μπροστά μου απλώθηκε ένα απ’ τα προπύργια των ανθρώπων. Μια πόλη.
Τώρα, μπορούσα να ξεκινήσω.
25.12.2019
Tags: alien form , article , Cosmic Energy , creatures , dark , fairytale , fantasy , Flash-fiction , forest , guest , miracle , monster , mystery , scary , short-story , Spooky , story , supernarutal , universe , weird , αλλόκοτο , ανατριχίλα , δάσος , διήγημα , Έρικ Σμυρναίος , θαύμα , ιστορία , μορφή , μυστήριο , ο επισκέπτης , παραμύθι , τέρας , τρόμος , φαντασία , Φόβος , ψυχολογία
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.