Επανέφερε στην μνήμη του τον εαυτό του καθισμένο στην αναπαυτική καρέκλα. Εκείνη απέναντί του έπαιζε πιάνο. Ήξερε πως η μουσική πάντα τον βοηθούσε να ξεδιπλώσει την ψυχή του στο χαρτί, εξάλλου κι η ίδια την λάτρευε. Όμως οι παρτιτούρες δεν έχουν απεριόριστη διάρκεια και το μέτρο κάποτε τελειώνει. Έτσι κι εκείνη. Σαν καλοδιατηρημένη μελωδία επάνω στο πεντάγραμμο, έφτασε στο τέλος της.
Σίγουρος πως η συγγραφική του καριέρα είχε λήξει αδόξως από τη στιγμή που το πιάνο έπαψε να αντηχεί, άρχισε να βυθίζεται αργά στη μελαγχολία. Χωρίς τη συντροφιά της αγαπημένης του, η απουσία της συνόδευε την απουσία της έμπνευσης. Όσο περνούσε ο καιρός, κλεινόταν όλο και περισσότερο στον εαυτό του κι η σκιά της μιζέριας τρεφόταν με την αναπόληση των παλιών καλών καιρών.
Ήλπιζε το ζοφερό υπόλοιπο των ημερών που του έμεναν να περάσει γρήγορα. Ευχόταν, να συνοδεύσει την αδικοχαμένη συντροφιά του στον κάτω κόσμο ή οπουδήποτε βρισκόταν εκείνη τη στιγμή. Να κλειστεί στην ανυπόστατη αγκαλιά της, να μπλέξει τα δάχτυλά του στα μαλλιά της, να την ρωτήσει γιατί δεν του έδωσε ένα σημάδι όταν το χρειαζόταν περισσότερο.
Την ρωτούσε κάθε που έπεφτε ο ήλιος, στα όνειρά του. Δεν έχανε ευκαιρία για να κοιμηθεί πια. Εξάλλου, μόνο στην χώρα του υποσυνείδητου όπου περνά κανείς τη γέφυρα για τον αντίκοσμο μπορούσε να την βλέπει. Μα εκείνη δεν απαντούσε. Μόνο τον κοιτούσε αυστηρά, πριν περάσει ξανά τη γέφυρα της επιστροφής.
Σήκωσε τα βλέφαρά του λουσμένος με ιδρώτα. Ένιωθε το αίμα να έχει εγκατασταθεί μόνιμα πίσω από τα γουρλωμένα μάτια του και παράλυτος από τον φόβο κοίταξε τριγύρω. Ήταν ακόμη νύχτα. Οι πορφυρές κουρτίνες του υπνοδωματίου άφηναν ελάχιστο αστρόφως να δραπετεύσει ως το μαξιλάρι του κι όμως, όλα φαίνονταν σκοτεινά. Ζοφερές σκιές στόλιζαν τους τοίχους και το μόνο που ημέρωνε τα παραμορφωμένα βλέμματα των πινάκων και τις αυτοκαταστροφικές σκέψεις ήταν η μουσική.
Η ίδια μουσική που στοίχειωσε το παρελθόν του τώρα αντηχούσε από το δωμάτιο του γραφείου του. Ήταν αδύνατον κάτι τέτοιο να συνέβαινε στον πραγματικό κόσμο, στην τωρινή κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά σηκώθηκε για να το επιβεβαιώσει.
Για μια στιγμή πίστεψε πως ζούσε μια παραίσθηση. Δεν μπορούσε να εξηγηθεί αλλιώς αυτό που ανακλούσαν οι μαύρες κόρες των ματιών του. Ήταν εκεί… Καθισμένη στο αναπαυτικό σκαμνάκι του πιάνου, μετέδιδε ανυπόστατη στοργή στα ασπρόμαυρα πλήκτρα.
«Πρέπει να με αφήσεις να φύγω…»
Μια φωτεινή αύρα πλημμύριζε τη μορφή της. Δεν αναρωτιόταν πια για την πραγματικότητα της κατάστασης, παρά γιατί του ζητούσε να αποδεχτεί τη σκληρή αλήθεια.
«Δε μπορώ να σε ξεχάσω!»
«Οδηγείσαι στο τίποτα».
«Κι εσύ πώς το ξέρεις;» Χαμήλωσε τα μάτια της και χαμογέλασε.
«Από πού νομίζεις ότι ήρθα;»
Έκπληκτος άναψε το μικρό φωτιστικό στο γραφείο του και κάθισε.
«Μια τελευταία φορά…» ψέλλισε εκείνη.
«Μια τελευταία φορά…» αποκρίθηκε βουτώντας την πένα του στο μελάνι.
Ο χρόνος κυλούσε γρηγορότερα από ό,τι είχε συνηθίσει κι η Σελήνη βιαζόταν να δύσει. Πάσχιζε σαν εξουθενωμένος εργάτης να ξεκουραστεί. Κι όταν τα αστέρια άρχισαν να ξεθωριάζουν, κοίταξε έξω για να αδράξει μια στιγμή της ανατολής.
Από μέσα του άρχισε να βλαστημά την ημέρα. Καταριόταν να μην ξημερώσει ξανά, έστω μέχρι να υποκύψει ο θάνατος και τον πάρει μαζί του. Το βλέμμα του έτρεχε μια προς την αγαπημένη του, τη γαλήνη των ματιών της που είχαν αρχίσει να κλείνουν, τη νύχτα που αργά κατέρρεε και υπέκυπτε στο φως κι έπειτα στο μελάνι που λέρωνε ομοιόμορφα το κίτρινο χαρτί.
Την επόμενη στιγμή, νεογέννητες ηλιαχτίδες πλημμύρισαν το δωμάτιο κι ένιωσε να πνίγεται ξανά στο γκρίζο της νοσταλγίας.
Μπροστά του, μια ολοκληρωμένη ιστορία, ένα άδειο πιάνο κι η ανάμνηση μιας ξεχασμένης αγάπης χαραγμένη στην αγαλήνευτη ψυχή του.
Tags: death , drama , fantasy , ghost , love , melancholy , memory , Music , short-story , soul , The Weird Side Daily , writer , αγάπη , αναμνήσεις , ανάμνηση , διήγημα , Διήγημα Φαντασία , έρωτας , θάνατος , Μαρίνα Κικίδου , μελαγχολία , Μουσική , πιάνο , Συγγραφέας , φαντασία , Φάντασμα , Ψυχή
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.