Μια δεύτερη ευκαιρία

Ένα σκοτεινό, ρομαντικό διήγημα από τον Μηνά Τσαμπάνη & Εμαννουήλ Κομπάνη

28 Σεπτεμβρίου 2020

Η Μίνα Μάρει Χάρκερ θα έπρεπε να βιώνει τις πιο ανέμελες στιγμές της ζωής της στο πλευρό του αγαπημένου της Τζόναθαν. Κανονικά θα έπρεπε να βρίσκεται αγκαζέ μαζί του στη προβλήτα ενός κρουαζιερόπλοιου ή σε κάποια εξοχική κατοικία, από τις τρεις συνολικά που διέθετε η οικογένειά της και της είχε γράψει στο όνομά της στα πλαίσια της προίκας της.

Όμως όχι. Δε βίωνε τίποτα από όλα αυτά. Τώρα έτρεχε απεγνωσμένη μέσα στα σκοτάδια ενός μισογκρεμισμένου κάστρου, σε κάποια ξεχασμένη γωνιά των Καρπαθίων, στη κατά τα άλλα μαγευτική Ρουμανία.

Βέβαια, έφταιγε και εκείνη σε ένα αρκετά υπολογίσιμο βαθμό.

Είχε επιτρέψει στο σκοτεινό της πρίγκιπα να μπει στη ζωή της, παρασυρόμενη από τη σκοτεινή του γοητεία και το αναμφίβολα επιβλητικό και ανδροπρεπές παρουσιαστικό του. Λίγο από εδώ, λίγο από εκεί, κατάφερε να αποτοξινωθεί από το πάθος της για εκείνον και να αποδεχθεί την πραγματική αγάπη που της πρόσφερε ο Τζοναθαν. Ο γάμος τους δεν πέρασε απαρατήρητος από εκείνον. Η οργή του, τους καταδίωξε χωρίς ίχνος οίκτου, στοίχισε στο νεοσύστατο ζευγάρι πολλές νύχτες αγρύπνιας, αλλά και τη ζωή της Λούσυ Γουενστέρα. Ο θάνατός της όμως, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και οι όροι αναστράφηκαν.

Ένα νέο κυνήγι έλαβε χώρα, μια εξορία που ανάγκασε τον σκοτεινό της πρίγκιπα σε μια σπάνια άτακτη οπισθοχώρηση στα πάτρια εδάφη. Εκεί όμως είχε στήσει την παγίδα του, η επιτυχία της οποίας είχε καταφέρει να αποσπάσει τη Μίνα από τη μικρή εκστρατεία που είχε σχηματιστεί με σκοπό την πάταξη του δαίμονα.

 

1.

Η Μίνα κατάφερε μετά από πολλές και απεγνωσμένες προσπάθειες ν’ ανοίξει την πόρτα και να μπει μέσα στο θάλαμο. Χρειάστηκε να ξεσκίσει τις σάρκες και στις δύο παλάμες της, ο πόνος ήταν σχεδόν αβάσταχτος. Η επιθυμία της όμως να διατηρήσει την απόσταση ανάμεσα σε εκείνη και σε εκείνον ήταν τόσο μεγάλη, που κατάφερνε να απαλύνει την οδύνη.

Με όση δύναμη μπορούσαν να ασκήσουν οι τετρακέφαλοι μυς των χεριών της, κατάφερε και έσπρωξε τη βαριά, σιδερένια και στολισμένη από διάφορα ρουμανικά τεχνουργήματα, πόρτα πίσω στη θέση της. Όταν ο χαρακτηριστικός ήχος ήχησε μέσα στα αυτιά της, η Μίνα γονάτισε, νικημένη από την κούραση του τρεχαλητού που προηγήθηκε, γονάτισε στη μέση του δωματίου. Κοίταξε τις πλαϊνές μεριές του θαλάμου, πρόσεξε ότι η μια πλευρά διέθετε ένα παράθυρο με σπασμένο το τζάμι, χαρίζοντας εύκολα πρόσβαση σε κάποιον εισβολέα.

Ξαφνικά το άκουσμα της εφιαλτικής φωνής του την ανάγκασε να κοιτάξει πίσω της. Η επιβλητική, πάντα γοητευτική, αλλά και πάντα τρομακτική παρουσία του, σηματοδοτούσε την οικτρή της αποτυχία.

«Στα αλήθεια πίστεψες ότι θα μπορούσες να ξεφύγεις από μένα τόσο εύκολα;» ρώτησε θριαμβευτικά.

Η Μίνα, σαστισμένη και χλομιασμένη, κατακρημνίστηκε στο έδαφος. Με απεγνωσμένες κινήσεις σύρθηκε μακριά από την παρουσία του, σε μια ακόμη προσπάθεια να θέσει μια απόσταση ανάμεσά τους.

«Από που ξεφύτρωσες; Πώς βρέθηκες εδώ, κοντά μου; Ήμουν σίγουρη ότι ήσουν πίσω μου».

«Σε αυτά τα χώματα, σε αυτά τα δωμάτια, εγώ ορίζω τους κανόνες. Δε δεσμεύομαι από κανένα φυσικό περιορισμό. Ιδίως όταν η καρδιά μου ποθεί κάτι τόσο ακατάπαυστα».

«Μείνε μακριά μου. Μη… Μην τολμήσεις να πλησιάσεις!»

«Γιατί, αγάπη μου; Γιατί να μη σε πλησιάσω;»

«Είσαι ένα τέρας, ένα δαίμονας της κόλασης. Πήγες να με μολύνεις με το σκοτάδι σου. Πήγες να με μετατρέψεις σε νυμφίδιό σου».

«Δεν έπραξα τίποτα από αυτά που μου προσάπτεις. Εμφανίστηκα μπροστά σου, στο εξίσου ομιχλώδες και υγρό Λονδίνο με όλη την ειλικρίνεια και με όλη την αγάπη…»

«Όχι! Δεν αγαπάς! Δεν ξέρεις να αγαπάς. Ένα τέρας σαν και εσένα δεν ξέρει να αγαπάει. Δεν ξέρει να αγαπάει!»

Ο πρίγκιπας κοκάλωσε για ένα λεπτό. Από τα μάτια του σβήστηκε με μιας εκείνη η οργή και η έπαρση και αντικαταστάθηκε από μια παιδική, θα έλεγε κανείς μελαγχολία. Κάτι τον είχε πληγώσει. Κάτι από τα λόγια της ή από εκείνο το γεμάτο από απέχθεια και τρόμο βλέμμα της.

«Πώς… Πώς μπορείς να το λες αυτό;» της είπε με μια φωνή που θαρρείς και έβγαινε από ένα μικρό παιδί. «Θα σου χάριζα… Θα σου χαρίσω, ότι ποθεί η καρδιά σου. Θέλεις όλα τα πλάσματα της νύχτας να υποκλίνονται στη παρουσία σου; Θέλεις πλούτη; Θέλεις κοσμήματα, ρούχα, αρώματα; Ονομάτισέ το αντικείμενο των επιθυμιών σου και θα το έχεις».

Καθώς ο πρίγκιπας κοίταζε τη Μίνα απορροφημένος, από πίσω του, ο τρίτος πρωταγωνιστής προσπαθούσε να μπει μέσα στο θάλαμο δια μέσου του σπασμένου παραθύρου. Ο Τζόναθαν, είχε ήδη μπει μέσα, το μεγαλύτερο μέρος του σώματός του τουλάχιστον, οπλισμένος με το μοναδικό πάσαλο που του είχε απομείνει. Έμενε να περάσει και τα πόδια του. Αν οι Μοίρες ήταν φιλεύσπλαχνες μαζί του και δεν τον έπαιρνε είδηση το τέρας.

Η Μίνα όμως τον πήρε είδηση. Έδωσε μάχη με το ίδιο της το σώμα, έτσι ώστε να συγκρατηθεί και να καλύψει τη προσέγγισή του μυστική, μέχρι την κατάλληλη ώρα.

«Με ρωτάς τι θέλω;» τον ρώτησε κοιτάζοντας τον στα μάτια. Ίριδα προς ίριδα.

«Ναι… Ονομάτισέ το και θα το έχεις», απάντησε με ενθουσιασμό, πλησιάζοντας αργά προς το μέρος της. Ο ενθουσιασμός του όμως άρχισε να ξεθωριάζει. Κάτι αντίκρισε που του έκλεψε τη χαρά πριν καν αυτή σχηματιστεί.

«Θέλω… Θέλω να φύγεις από τη ζωή μου… Για πάντα», πρόφερε εκείνη με τη φωνή της ραγισμένη. Δεν ήξερε γιατί, αλλά κάτι μέσα της είχε ραγίσει. Μια πραγματική λύπη όργωνε τα σωθικά της.

Ο Πρίγκιπας δε μίλησε. Κατέβασε απλά το πρόσωπό του. Μέσα σε δευτερόλεπτα, ένας κρατήρας άνοιξε στο στήθος, από μέσα προς τα έξω, στο μέρος της καρδιάς αποκαλύπτοντας τη μυτερή άκρη του πασάλου.

Ο Τζόναθαν είχε καταφέρει ότι δεν κατάφεραν τόσοι άλλοι στο παρελθόν.

Είχε βάλει ένα τέλος στη τραγική παρωδία της ζωής, του Βλάντ Τέπες του Παλουκωτή, του Έσχατου της οικογένειας των Δρακούλ.

Όταν το έκπτωτο κορμί άρχισε να μετατρέπεται σε στάχτη και ο αέρας σκόρπαγε τα σταχτιά απομεινάρια στο διηνεκές, το ζευγάρι κοίταζε αγκαλιασμένο.

«Αγάπη μου, τέλειωσε ο εφιάλτης. Είμαστε ελεύθεροι, επιτέλους. Πάμε να φύγουμε».

Η Μίνα, βουρκωμένη, κατεύνασε. Έσφιξε το χέρι του σωτήρα της και ξεκίνησε τα κοινά της βήματα μαζί του προς το μέλλον που τους καλούσε.

 

              2.

Η πόρτα της αίθουσας του θρόνου άνοιξε απότομα. Η φιγούρα του αποκαλύφθηκε λουσμένη μέσα στο αίμα, τόσο το δικό του όσο και εκείνων που τόλμησαν να προκαλέσουν την οργή του.

«Άρχοντά μου.  Επιστρέψατε από τις εκστρατείες σας», θριαμβολόγησε ο υπηρέτης του Βασιλικού Κάστρου. Πλησίασε κοντά του και απομάκρυνε τη μαχητική του τήβεννο.

«Ναι. Με τη βοήθεια του Μεγαλοδύναμου, προστάτεψα τα πάτρια εδάφη μας, τίμησα το όνομά Του και τους Οίκους Του. Τώρα θα το σκεφτούν πολύ σοβαρά να ξαποστείλουν καινούργια πρόβατα προς την σφαγή τους», αποκρίθηκε εκείνος κουρασμένος, με μια δόση θλίψης.

Κοίταζε το σπαθί του, το ξεραμένο αίμα πάνω στη λεπίδα του και η συνείδηση του κύρτωνε από το βάρος των τύψεων. Όλα αυτά που έπραξε στο πεδίο της μάχης, ήταν πράξεις που δεν ήθελε να κάνει. Ήταν όμως αναγκασμένος. Για  την προστασία του βασιλείου του, για την προστασία της αγαπημένης του Ελισαβέτα. Κοίταξε τριγύρω, αλλά εκείνη ήταν άφαντη.

«Που… Που είναι η σύζυγός μου;»

«Άρχοντα μου…»

Ο Βλαντ κατάλαβε ότι κάτι είχε συμβεί. Το γεγονός ότι δεν βρισκόταν στο κάστρο για να τον υποδεχτεί, να πέσει στην αγκαλιά του και να του χαρίσει τις ευχές της προμήνυε κάτι άσχημο.

«Που είναι η γυναίκα μου; Γιατί δεν είναι εδώ να με υποδεχθεί; Μίλα πριν τα απομεινάρια της υπομονής μου γίνουν και αυτά παρελθόν».

Ο πιστός υπηρέτης τρόμαξε για πρώτη φορά στη θέα του άρχοντά του. Η αιτία όμως δεν ήταν η απειλή που μόλις ξεστόμισε. Ήταν κάτι άλλο.

«Θαρρώ ότι πρέπει να πάτε στο ναό του κάστρου, άρχοντά μου».

Στο ναό του κάστρου, ο Βλαντ είχε κοκαλώσει. Η απόγνωση και η θλίψη είχαν παγώσει πάνω στο πρόσωπό του. Δίπλα του ήταν ο Αρχιεπίσκοπος της Ρουμανίας ντυμένος με την απέχθειά του. Απέναντί τους κειτόταν ένα ακίνητο, παγωμένο κορμί, με το λαιμό ανοιγμένο, με το κόκκινα, αποξηραμένα, ρυάκια να στολίζουν τις γύρω περιοχές.

Αυτό το κορμί άνηκε μέχρι και μερικές μέρες νωρίτερα στην ίδια του την καρδιά, στην ίδια του την ψυχή. Έτσι είχε ορκιστεί ενώπιων ανθρώπου και Θεού πριν από δύο χρόνια. Ότι θα ήταν εις σάρκαν και ψυχήν μιαν μαζί της. Τώρα όμως… Τώρα κοίταζε την ίδια του την αντανάκλαση με σχισμένο το λαιμό, με ένα χαρτί στη μια χείρα και με ένα ματωμένο στιλέτο στο άλλο.

Τι να ήταν πιο κοφτερό άραγε; Το στιλέτο ή το χαρτί με εκείνες τις λέξεις; Οι λέξεις που δήλωναν την απόγνωσή της, όταν ένας καλοθελητής, πιθανόν σταλμένος από τον εχθρό στα πλαίσια μιας ύπουλης επίθεσης, της μετέφερε τα… νέα του θανάτου του;

Για πρώτη φορά, στην ενήλικη ζωή του, ένα δάκρυ κατάφερε και δραπέτευσε.

«Η ψυχή της είναι καταραμένη», δήλωσε εν ψυχρώ ο Επίσκοπος. «Πήρε τη ζωή με τα ίδια της τα χέρια. Παράκουσε τις Εντολές του Θεού».

Ο Βλάντ γύρισε και έριξε τη βλοσυρή του ματιά στον Επίσκοπο. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου απόρησε με εκείνον. Αυτόν που έλεγε διδάσκει την αλήθεια, την… αγάπη και τη συγχώρεση. Πώς τολμούσε και του έλεγε κάτι τόσο άκαρδο την ίδια ώρα που εκείνος θρηνούσε; Αυτό ήταν το ευχαριστώ της Εκκλησίας; Δεν θα της έδινε ούτε καν Χάρη για να μπορέσει να εισέλθει στο Βασίλειό Του;

Έβγαλε το σπαθί από το θηκάρι του. Χάρισε στην ήδη ματωμένη λεπίδα ένα ολοκαίνουργιο θηκάρι… Το στήθος του Επισκόπου.

«Ο εχθρός της πατρίδας σκότωσε την καρδιά μου. Εσύ όμως σκότωσες την ψυχή μου. Αυτό να πεις στο Θεό σου. Και ας με κρίνει όπως νομίζει Εκείνος».

Πήρε μια βαθιά ανάσα και μετά ξεστόμισε τα λόγια που θα χάρασσαν το υπόλοιπο της ζωής του. Ο μοναδικός μάρτυρας ήταν ο Εσταυρωμένος στη κορυφή του τοίχου.

«Αποποιούμαι τον Οίκο Σου. Αποποιούμαι τον Παράδεισο και την Κόλαση. Θέλω να μείνω μόνος μου πια».

Τα μάτια του γύρισαν και Τον κοίταξαν. Ένιωθε την απογοήτευσή Του καθώς κοίταζε και Εκείνον, αλλά και τα δύο άψυχα σώματα. Ένιωθε και τον οίκτο Του.

Ξαφνικά, το στόμα του νεκρού Επισκόπου άρχισε να κινείται. Μια αόρατη νόηση έδινε εντολή στους άκαμπτους μυς για να κινήσουν το στόμα, τη γλώσσα και τις φωνητικές χορδές του νεκρού σώματος.

‘’Πρόσβαλλες το Όνομα του Δημιουργού σου με τις λέξεις που ξεστόμισες. Πρόσβαλλες τη δύναμη της Συγχώρεσης για την οποία έδωσε τη ζωή του Ο Δάσκαλος με την καρδιά που διαπέρασες. Για αυτό καταδικάζεσαι να ζήσεις μόνος, αιώνια, χωρίς τη νεκρή όπως ονομάτισες, ψυχή σου, να τρέφεσαι με το αίμα των αμαρτωλών. Θα αγαπήσεις ξανά, μάτια ολόιδια σαν και τα δικά της. Δεν θα αγαπηθείς όμως. Άκου όμως και ετούτο…

Μόνο η πράξη μιας πραγματικής αγάπης θα σου χαρίσει πίσω την ψυχή σου και θα σου χαρίσει το δικαίωμα να κριθείς από Εκείνον…’’

Με αυτές τις λέξεις, το σώμα παραδόθηκε ξανά στη νεκρική ακαμψία και ο Βλαντ έμεινε μόνος του για να ζήσει. Καταραμένος… Χωρίς ψυχή και χωρίς προορισμό.

 

3.

Μόνος; Όχι. Δεν ήταν αλήθεια αυτό.

Σε αυτό το σκηνικό όμως υπήρχε ένας μάρτυρας. Ένας αθέατος μάρτυρας. Ήταν ο Βλαντ. Με κάποιο τρόπο αντίκριζε το παρελθόν του. Ήξερε ότι δεν άνηκε εκεί, ότι αντίκριζε σκηνές που τον είχαν πονέσει και τον είχαν επωμίσει με αυτή την κατάρα.

«Ποιός με έφερε εδώ;» πρόφερε με μπόλικη γενναιότητα. «Ποιος με έφερε πίσω στο παρελθόν για να ζήσω ξανά αυτές τις επώδυνες στιγμές; Δε σας έφτασαν τα διακόσια χρόνια της μοναξιάς που πέρασα;»

Μια φωνή ακούστηκε. Μια κεραυνώδης καθηλωτική φωνή που ακουγόταν σε ολόκληρο το δωμάτιο. Μόνο εκείνος σε αυτή την άυλη μορφή όμως μπορούσε να την ακούσει.

‘’Εγώ σε έφερα εδώ, Πρίγκιπα της Βλαχίας.’’

Ο Βλαντ αναγνώρισε τη φωνή. Όμως, η έκπληξή του ήταν παροιμιώδης. Δεν πίστευε ότι θα ήταν ποτέ άξιος για να ακούσει τη φωνή Του. Πίστευε ότι είχε χάσει αυτό το δικαίωμα.

«Δε θα έπρεπε να διερωτώμαι πως με έφερες εδώ. Τα πάντα είναι δυνατά για Σένα. Όμως έχω μια απορία. Γιατί μου έδωσες πίσω τη ψυχή μου; Γιατί με έφερες πίσω στην ημέρα που έχασα και τη καρδιά μου αλλά και την ψυχή μου; Την ίδια ψυχή που μου έδωσες τώρα;»

‘’Αυτά ήταν τα λόγια με τα οποία καταδικάστηκες να ζεις καταραμένος, όπως εσύ είπες. Σε ρωτώ και Εγώ με τη σειρά Μου. Θυμάσαι τις τελευταίες σου στιγμές ως ζωντανός νεκρός;’’

«Ναι… Θυμάμαι τι μου είπε εκείνη που έμοιαζε στην Ελισαβέτα τόσο πολύ».

‘’Θυμάσαι τι αντίκρισες λίγο πριν δεχθείς το πάσαλο στη καρδιά;’’

Ο Βλαντ θυμόταν πολύ καλά. Θυμόταν που αντίκρισε την αντανάκλαση του Χάρκερ στα μάτια της Μίνας. Ήξερε πολύ καλά ότι βρισκόταν πίσω του, έτοιμος για το χτύπημά του, ένα χτύπημα που εύκολα μπορούσε να αποφύγει. Όμως δεν το έπραξε. Γιατί δεν το έπραξε όμως;

«Ώστε έτσι… μονολόγησε». Ένα ισχνό χαμόγελο διαγράφτηκε ενώ, όσο παράδοξο και να ακουγόταν, ένιωσε ένα ζεστό δάκρυ να κυλάει. Το πρώτο δάκρυ που κύλησε μετά το πέρας διακοσίων χρόνων.

‘’Ακριβώς Πρίγκιπα της Βλαχίας. Αυτή η πράξη σου, αυτή η θυσία που έκανες στο όνομα της πραγματικής αγάπης που ένιωσες για τη κοπέλα, ανταποκρινόμενος στη δική της επιθυμία, έδωσε το οριστικό τέλος στη καταδίκη που σου είχα επιβάλει τότε. Εσύ έσπασες τη ‘’κατάρα’’ και κανένας άλλος.’’

«Και γιατί με έφερες εδώ;»

‘’Κανένα τέλος δεν θυμάται την αρχή. Όμως Εγώ θέλησα να σου υπενθυμίσω αυτή την αρχή. Γιατί όλοι αξίζουν μια δεύτερη ευκαιρία και εσύ βρίσκεσαι μπροστά στη δεύτερη ευκαιρία σου. Μια νέα ζωή, κάπου στο μέλλον. Έπεσες σε αυτή τη κατάρα από τις ενέργειες τρίτων, από το δίκαιο, εν μέρει θυμό σου. Η μόνη δικαιοσύνη είναι να ζήσεις εκ νέου τη ζωή σου, με τα ίδια ερεθίσματα, αλλά με τις διδαχές που θα επωμιστείς από αυτή την εμπειρία. Το πώς θα αντιδράσεις εσύ θα κρίνει την τύχη σου. Από εδώ και στο εξής, εσύ ορίζεις τα βήματά σου. Καμία καταδίκη, καμία ‘’κατάρα’’.

«Μια δεύτερη ευκαιρία…» μουρμούρισε συγκινημένος. Πόσο ποθούσε μια δεύτερη ευκαιρία.

‘’Έλα τώρα, Βλαντ Τέπες της Ρουμανίας, Πρίγκιπα της Βλαχίας. Έλα μαζί Μου. Στο μονοπάτι που θα σε οδηγήσει στη δεύτερη ζωή σου, αν αυτή θα πορευτεί με ή χωρίς ‘’κατάρες’’, θα το ορίσεις εσύ. Εσύ και μόνο. Τώρα όμως θα αγαπήσεις και θα αγαπηθείς. Αυτός είναι ο Λόγος Μου’’.

Μια φωτεινή πύλη εμφανίστηκε μπροστά στο άυλο σώμα του. Ήξερε ότι αυτή ήταν η πόρτα που θα τον οδηγούσε στη νέα του ζωή. Καθώς τη διάβαινε και το ζεστό φως τον σκέπαζε, ένα τελευταίο συμπέρασμα δραπέτευσε από το άυλο μυαλό του.

Ναι… Μόνο μια πράξη πραγματικής αγάπης θα μπορούσε να σπάσει την κατάρα και να επιστρέψει στον Βλαντ τη ψυχή του.  Και εκείνος το έπραξε. Μια θυσία στο όνομα της πραγματικής αγάπης που ένιωσε για τη Μίνα Μάρει Χάρκερ, εκείνης που έμοιαζε στην Ελισαβέτα τόσο πολύ. Ίσως με αυτή την πράξη αγάπης να είχε δώσει  ένα τέλος και στην κατάρα της Ελισαβέτα. Ίσως στο μέλλον να την ξανασυναντούσε.

Και τότε, θα μπορούσε να την αγαπήσει και να τον αγαπήσει και εκείνη.

Βλαντ

Μηνάς Τσαμπάνης και Εμαννουήλ Κομπάνης

Tags: blood , creature , dark , death , Gothic , monster , romance , romantic , supernarutal , αίμα , Βαμπίρ , δράκουλας , θάνατος , πλάσμα , ρομαντικό , Ρομαντισμός , Σκοτεινό , τέρας

Μηνάς Τσαμπάνης

Δημοσιεύτηκε 28 Σεπτεμβρίου, 2020

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.