Εκείνο το βράδυ έκλαιγε, είχε τσακωθεί με το αγόρι της. Η ζήλεια του ήταν αποπνικτική, είχε κουραστεί να της απαγορεύει να βγαίνει έξω με τους φίλους της. Δεν ήταν κακός άνθρωπος αλλά είχε ένα άρρωστο πάθος μαζί της. Και εκείνη τον αγαπούσε, όμως έβαζε όρια στη σχέση τους και εκείνου δεν του άρεσε.
Το βράδυ ξάπλωσε. Είχε καιρό να δει κάποιο καλό όνειρο και ξαφνιάστηκε όταν βρέθηκε σε ένα λιβάδι με κατακόκκινα τριαντάφυλλα. Ήταν τόσο όμορφα! Μπορούσε να τα νιώσει αγγίζοντάς τα. H μυρωδιά τους ήταν τόσο έντονη. Θαρρείς ότι ήταν ξύπνια.
Έκατσε κάτω κοιτάζοντας τον ουρανό. Ήλιος δεν υπήρχε, αλλά μπορούσε να δει το φως του παντού γύρω.
Ξάφνου ο ουρανός σκοτείνιασε. Όλα γύρω της άρχισαν να παίρνουν μια άγρια μορφή. Τα τριαντάφυλλα άρχισαν να λιώνουν σε ένα σκούρο κόκκινο υγρό.
Αίμα…
Η στάθμη ανέβαινε σταδιακά, ώσπου έφτασε μέχρι το λαιμό της! Τρομοκρατημένη άρχισε να κολυμπάει, όμως συνειδητοποίησε γρήγορα ότι δεν μπορούσε! Το αίμα άρχισε να την πνίγει. Στο σημείο που ένιωσε την τελευταία της πνοή να φεύγει, τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και πετάχτηκε απότομα από το κρεβάτι λαχανιασμένη, βήχοντας. Έτρεμε ολόκληρη, η αίσθηση του ονείρου ήταν τόσο έντονη που δυσκολευόταν να πιστέψει ότι αυτό που έζησε ήταν ένα απλό όνειρο.
Όλη την υπόλοιπη μέρα ένιωθε κουρασμένη, δε μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Πρώτη φορά ένιωθε ότι ένα όνειρο την επηρέαζε τόσο στην καθημερινότητα της. Ένιωθε φοβισμένη. Όλη την ημέρα είχε ένα πολύ κακό προαίσθημα που δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Ένιωθε πως είχε αρχίσει να παρανοεί. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της, ότι ήταν ένα απλό όνειρο, μα δεν πείστηκε.
Το βράδυ φοβόταν να κοιμηθεί. Το αγόρι της δεν την είχε πάρει ακόμα τηλέφωνο. Αναρωτιόταν αν θα της ζητούσε συγνώμη, αλλά ήταν σίγουρη πως και αυτός το ίδιο σκεφτόταν. Αυτός ο εγωισμός του δεν θα άλλαζε ποτέ.
Το κουδούνι χτύπησε. Κοίταξε από το ματάκι της πόρτας. Μόλις είδε τον Μάριο άνοιξε διστακτικά.
«Τι κάνεις εδώ;» τον ρώτησε κάπως θιγμένη μη ξέροντας τι να περιμένει.
«Ήρθα να σου ζητήσω συγνώμη».
«Μπες μέσα», του είπε αλλάζοντας την έκφραση της σε μια πιο ανακουφισμένη.
Ο Μάριος φαινόταν να κρατάει κάτι πίσω από την πλάτη του.
«Ξένια συγνώμη, αλλά σε αγαπώ τόσο πολύ δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα».
«Μάριε δε γίνεται κάθε φορά όμως να τσακωνόμαστε για το πόσο πολύ με αγαπάς, και ότι δε θες να συναναστρέφομαι με άλλους ανθρώπους. Στο έχω ξαναπεί τα ζευγάρια, και γενικότερα οι άνθρωποι, πρέπει να έχουν εμπιστοσύνη μεταξύ τους για να λειτουργήσει μια σχέση. Πες μου κάτι, σου έχω δώσει ποτέ δικαίωμα;»
«Όχι», είπε εκείνος χαμηλώνοντας το βλέμμα.
«Τότε γιατί κανείς σαν υστερικός κάθε φορά που θέλω να βγω και σου λέω ότι θέλω να πάω μόνη μου;»
«Γιατί πιστεύω ότι τα ζευγάρια πρέπει να είναι παντού και πάντα μαζί».
«Μάριε δεν γίνεται αυτό που λες, ο καθένας έχει την καθημερινότητα του, δεν κάνουμε τα ίδια πράγματα, ούτε μένουμε μαζί…»
Ο Μάριος την διέκοψε και έβγαλε αυτό που έκρυβε πίσω από την πλάτη του τόση ώρα.
«Γι’ αυτό λοιπόν βρήκα λύση», είπε και γονάτισε. «Θα με παντρευτείς;»
Η Ξένια κοκκάλωσε. Τα μάτια της ορθάνοιξαν μπροστά στη θέα των κατακόκκινων τριαντάφυλλων και στα λόγια του αγοριού της.
«Τι;» ρώτησε σα να μην κατάλαβε.
«Θα γίνεις η γυναίκα μου;»
Αν και φάνηκε σαν ερώτηση ο Μάριος έδειχνε σίγουρος για την θετική απάντηση και ετοιμαζόταν να βγάλει το δαχτυλίδι από την τσέπη του. Όταν όμως η Ξένια άνοιξε το στόμα της ο Μάριος ήταν αυτός που πάγωσε.
«Όχι!» είπε η Ξένια έντονα.
«Γιατί; Δε θες;»
«Όχι!»
«Γιατί; Δε με αγαπάς;»
«Εγώ…» ένας αναστεναγμός ξέφυγε από τα χείλη της. «Μάριε σε αγαπάω, αλλά δεν είμαι έτοιμη για μια τέτοια μεγάλη αλλαγή, είμαστε μαζί ένα χρόνο μόνο!»
«Οι μανάδες μας κλεβόντουσαν με τους αγαπητικούς τους το ίδιο βράδυ που γνωρίζονταν και εσύ λες ότι αργήσαμε;»
«Μάριε τι λες; Σε ποια εποχή ζεις; Αυτό γινόταν πριν εκατό χρόνια!»
«Και δεν έπρεπε να αλλάξει! Κοίτα ξέρεις ότι είμαι παραδοσιακός τύπος».
«Ναι και ξέρεις ότι εγώ δεν είμαι! Πώς φαντάστηκες ότι θα σου έλεγα ναι τόσο σύντομα;»
«Άρα υπάρχει άλλος!»
Τα νεύρα της Ξένιας είχαν αρχίσει να σπάνε για τα καλά.
«Μάριε αρχίζεις πάλι τις παράνοιες! Έκανα σχέση μαζί σου γιατί είδα την αγάπη σου για μένα και το πόσο με νοιάζεσαι παρόλο που δεν είχαμε πολλά κοινά ως άνθρωποι. Με έχει κουράσει όμως αυτό το πράγμα κάθε φορά. Με το που σου λέω όχι σε κάτι ή δε θέλω, αμέσως αντιδράς και το πας σε ψυχολογικό πόλεμο, σε ζήλεια και σε φαντασιοπληξία!»
Ο Μάριος άφησε τα τριαντάφυλλα να πέσουν στο πάτωμα φανερά απογοητευμένος, όμως δεν σηκώθηκε.
«Το ήξερα ότι θα τα πεις αυτά.. κάθε φορά τα ίδια λες… Αλλά ξέρεις κάτι; Αν δεν μπορώ να σε έχω μόνο εγώ, δε θα σε έχει κανένας!»
Και με αυτά τα λόγια έβγαλε ένα σουγιά από το παντελόνι του και της το έμπηξε στα πλευρά κοντά στην καρδιά.
Μεγάλες σταγόνες αίμα έπεσαν πάνω στα τριαντάφυλλα κάνοντάς τα ακόμα πιο άλικα. Η Ξένια σοκαρισμένη έπεσε στο πάτωμα δίπλα από τα τριαντάφυλλα. Ο Μάριος σηκώθηκε, έβγαλε με δύναμη το μαχαίρι από τα πλευρά της και της το ξανάχωσε στην καρδιά, θέλοντας να σιγουρέψει ότι η Ξένια δε θα ζήσει. Ύστερα έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό του και πήρε την ζωή του λέγοντας:
«Μαζί παντού και πάντα!»
ΤΕΛΟΣ
Tags: blood , horror , murder , romance , roses , short-story , story , αίμα , διήγημα , δολοφονία , ρομαντικό , τριαντάφυλλα , τρόμος
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.