Κάποτε, μία γυναίκα επισκέφτηκε μια μάγισσα μέσα στη νύχτα για να αποφύγει τα επικριτικά βλέμματα των ανθρώπων. Το σπίτι της βρισκόταν λίγο πιο έξω από το χωριό. Ο παγερός Δεκέμβριος σκέπαζε με τον λευκό μανδύα του τα δέντρα και τις κεραμιδένιες σκεπές. Πότιζε κάθε βράδυ ψύχος τον αέρα και με ένα άγγιγμα του κρυστάλλινου χεριού του μία παγωμένη στρώση έγνοιας κάλυπτε τους δρόμους. Το σπίτι της έμοιαζε με όλων των κατοίκων, εκτός από τον κήπο. Ο κήπος ήταν γεμάτος βότανα και δέντρα. Παράξενο φαινόταν σε όλους πως εκείνα επιζούσαν όταν τα δικά τους δέντρα κι οι σοδειές πέθαιναν από το κρύο… Ζήλευαν τη μυστηριώδη οικοδέσποινα για τις ικανότητές της και τη μισούσαν για τις παράξενες τεχνικές της.
Αυτή όμως δεν φοβόταν. Θαρραλέα χτύπησε την πόρτα και περίμενε να της ανοίξει. Η μάγισσα, με ένα χαμόγελο σκαλισμένο στα λεπτά, άχρωμα χείλη της την κοίταξε ανοίγοντας…
«Σε περίμενα…» Μουρμούρισε. «Πέρασε μέσα». Διστακτικά, προχώρησε κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Μπαίνοντας μέσα, έβγαλε την κουκούλα που φορούσε για προστασία από το ψύχος και τα περίεργα μάτια, και τίναξε ελαφρά τον μανδύα της από τον πάγο. Ύστερα κοίταξε γύρω… Παντού υπήρχαν κεριά για να διασπούν τη ζοφερότητα της νυχτερινής αύρας και παράξενα αντικείμενα. Παντού σκορπισμένο αλάτι και φύλλα δάφνης. Διάφανοι και λεπτοί κρύσταλλοι με μυτερές αιχμές στραμμένες προς τα έξω ήταν φύλακες μέσα από τα παραθυρόφυλλα και μία ξεχωριστή μυρωδιά έδειχνε ζεστασιά στους ξένους. Μία ευωδία φτιαγμένη από σπιτικό φαγητό και την αίσθηση που αφήνει μία χνουδωτή κουβέρτα κι ένα μαλακό στρώμα τις χειμωνιάτικες νύχτες… «Μην ανησυχείς…» της είπε παρηγορητικά. « Ξέρω ήδη τι θες… Έχω καταλάβει τον πόνο σου…»
«Έχεις;» ρώτησε έκπληκτη. «Τι έχεις καταλάβει;»
«Αυτό δεν έχει σημασία, αν θέλεις να μου πεις κάτι άλλο…»
«Τι άλλο;»
«Είπα πως ξέρω τον πόνο σου… Αλλά εσύ ήρθες εδώ για να μου αποκαλύψεις την επιθυμία σου, και να βρεις ένα τρόπο να βρεθείς πιο κοντά στην εκπλήρωσή της… Είναι δύο διαφορετικά πράγματα…»
«Πώς τα ξέρεις όλα αυτά;»
«Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία προς στιγμήν… Έχει;» Η γυναίκα κράτησε μία ανασφαλή σιωπή. «Πες μου τον πόθο σου, κι ίσως έχω τη λύση…»
«Θέλω ένα παιδί…»
«Και τι σε εμποδίζει;» Γέλασε. «Βέβαια… Για να έχεις σοδειά πρέπει να έχεις κάτι να φυτέψεις…» Στάθηκε για λίγο. «Κάθισε. Αυτό μπορεί να πάρει λίγη ώρα», αποκρίθηκε βγάζοντας διάφορα βότανα από τα ξύλινα ντουλάπια της. Η γυναίκα κάθισε σε μία από τις καρέκλες γύρω από το τραπέζι της μάγισσας. Πήρε ένα υφασμάτινο πουγκί κι άρχισε να ονοματίζει ό,τι τοποθετούσε μέσα. «Ένα φύλλο δάφνης για πρόθεση…» Είπε και το έβαλε μέσα. «Ρόδινη φεγγαρόπετρα για τον σκοπό μας… Αλάτι για προστασία από το κακό…» Πήρε το γουδί της από το μικρότερο τραπέζι που έστεκε λίγο πιο πέρα, έριξε το αλάτι μέσα και το άλεσε ώσπου να μοιάζει με σκόνη. «Και τώρα θέλω μια τρίχα από τα μαλλιά σου». Η γυναίκα έστριψε με το δάχτυλό της μια τρίχα και την έκοψε από το καστανό κεφάλι της. «Για τέλος…» Είπε η μάγισσα και γύρισε στο ντουλάπι. «Άψινθος…» Έκλεισε το πουγκί και πήρε ένα μικρό δεμένο μπουκέτο φασκόμηλου. Καίγοντας την μία άκρη του, το φόρτισε στροβιλίζοντάς το μέσα στον μυρωδάτο καπνό, γεμίζοντάς ενέργεια και πρόθεση τα υλικά και τα ταρακούνησε μέσα από το σφραγισμένο ύφασμα.
«Τώρα άκου με προσεκτικά…» Αποκρίθηκε και κάθισε απέναντί της στο τραπέζι. «Αύριο το μεσημέρι θα ξεκινήσεις για το Νότιο Όρος. Θα ζητήσεις τη Βασίλισσα του Χιονιού».
«Μα…»
«Μην ανησυχείς. Γι’ αυτό έβαλα αλεσμένο αλάτι και αψιθιά στο πουγκί σου. Θα σε προστατεύσει από το δόλο της».
«Και μετά;»
«’Ύστερα σήκωσε αυτό στον αέρα και φώναξε την επιθυμία σου. Αν οι προθέσεις σου είναι αγνές και το πιστεύεις πραγματικά, αν όσα μου εξήγησες εδώ είναι αλήθεια, θα πραγματοποιήσει την ευχή σου».
«Σε ευχαριστώ! Τι σου χρωστάω;»
«Δυο σελίνια, ίσα για το καλό».
«Να ‘σαι καλά», είπε φεύγοντας πανευτυχής.
«Δε βαριέσαι…»
Ό,τι της είπε η μάγισσα να κάνει, ήταν διατεθειμένη να το κάνει. Κι άρχισε ξεκινώντας για το Νότιο Όρος…
Στην αρχή, το χιόνι ήταν μηδαμινό σχεδόν. Το τσαλαπατούσε με τον ενθουσιασμό μιας μελλοντικής μητέρας. Στη συνέχεια όμως, άρχισε να γίνεται περισσότερο. Η θερμοκρασία έπεφτε περισσότερο με κάθε της βήμα. Η ποσότητα πάγου αυξανόταν. Πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει την κατάσταση στην οποία είχε βάλει τον εαυτό της, έσερνε τα παγωμένα πόδια της ανήμπορη, προσπαθώντας να σπρώξει το πυκνό χιόνι που σφράγιζε τα κάτω άκρα της. Το παγερό σεντόνι είχε καλύψει τα πόδια της ως τα γόνατα, και ένιωθε το δέρμα της να μελανιάζει και να πρασινίζει κάτω από το παχύ ύφασμα που τάχα θα την προστάτευε. Ο Χειμώνας ήταν ήδη βαρύς… Στο Νότιο όρος γινόταν ένα ασήκωτο βαρίδιο. Παχιές νεφέλες συμπίεζαν το εξαντλούμενο οξυγόνο και πάγωναν περισσότερο τον μενώδη αγέρα. Στη μέση του πουθενά, στην έρημο όπου οι απελπισμένοι καταφεύγουν για να βρουν μία προσωρινή παρηγοριά, όδευε σταθερά. Τα μαλλιά της είχαν κρυσταλλώσει. Στα χέρια της φαίνονταν πεντακάθαρα οι φλέβες που κάποτε φιλοξενούσαν ζεστό αίμα. Τώρα κι αυτό είχε παγώσει.
Έβγαλε το πουγκί που της είχε δώσει η μάγισσα. Το σήκωσε ψηλά και με τα δύο της χέρια. Ξεδιπλώνοντας το σώμα της ένιωσε κρυστάλλινες αιχμές να σκίζουν το ευέξαπτο δέρμα, όπου είχε μείνει. Τα μάτια της, μαύρα σαν τη νύχτα, είχαν καλυφτεί με χιόνι όπως το σκοτάδι επέτρεπε τις νύχτες του Δεκέμβρη.
«Τι θέλεις;» Ακούστηκε μία βροντερή γυναικεία φωνή από τον ορίζοντα.
Έντρομη κοίταξε τριγύρω προσπαθώντας να ανιχνεύσει τη φωνή. Εκείνη όμως δε φαινόταν πουθενά. Μόνο μαύρο σκοτάδι τύλιγε την πλάση.
«Θέλω ένα γιο!» Απάντησε γονατίζοντας στον πάγο. Η παγερή αύρα συνέχισε να την μαχαιρώνει, μα δεν παραπονιόταν. Σιωπηλά έκλαιγε, ικετεύοντας την τελευταία της ελπίδα. Τη Βασίλισσα του Χιονιού.
«Θα τον έχεις», απάντησε εκείνη. «Σε εννέα μήνες από αυτή τη μέρα, θα φέρεις στον κόσμο ένα υγιές αγόρι».
«Σ’ ευχαριστώ! Σε ευχαριστώ λευκή κυρία!»
«Μα!» Φώναξε εκείνη κι η γυναίκα σώπασε. «Θα είναι το μόνο σου παιδί».
«Δε θέλω άλλο! Ένα μου φτάνει, σου ορκίζομαι».
«Άκουσέ με!» Ούρλιαξε. «Θα έχεις τη χαρά του παιδιού στο σπίτι σου. Θα το γεννήσεις… Θα το μεγαλώσεις… Εγώ όμως σου υποσχέθηκα παιδί…» είπε κι ηρέμησε ο τόνος της. «Όταν θα πάψει να είναι παιδί, θα είναι δικός μου». Η γυναίκα έσκυψε το κεφάλι. «Δεκαοχτώ Χειμώνες προθεσμία…»
«Όχι! Παρεξήγηση!»
«Εσύ ζήτησες παιδί».
«Ζήτησα να το δω να μεγαλώνει! Να μου δώσει εγγόνια! Να με προσέξει όταν δε θα μπορώ πια να προσέξω τον εαυτό μου! Αν το χάσω πριν προλάβω να το μάθω, τι νόημα έχει;»
Ο αέρας άρχισε να φυσά πιο επιθετικά. Η θύελλα έφτανε… Εκείνη δεν απαντούσε. «Ε! Ψυχρή κυρία!» Σιωπή…
Εννιά μήνες αργότερα, όπως είπε η αιθέρια ύπαρξη, πριν χαράξει μια βροχερή μέρα του Σεπτέμβρη έφερε στον κόσμο τον μοναχογιό της. Κράτησε το παιδί στη αγκαλιά της κι ένα δάκρυ ξέφυγε, όχι από συγκίνηση για το παιδί που έφερε στον κόσμο. Εκείνη έκλαιγε για το αγόρι που θα έχανε μόλις ενηλικιωνόταν. Τον ονόμασε Παγετό, για να μην ξεχάσει πως δεν ήταν δικός της…
Τα μάτια του ήταν κρυστάλλινα, όμοια με παγωμένες λίμνες στο έλεος της θύελλας. Το δέρμα του λευκό σαν το Νότιο Όρος στα μέσα του Νοέμβρη. Τα μαλλιά του μαύρα σαν τον έβενο, σαν το χρώμα του θανάτου που βρίσκουν πολλά ζωντανά από το όνομά του. Τα χρόνια περνούσαν σαν αέρας κι ο Παγετός έγινε δεκαοχτώ πριν το καταλάβει κανείς… Την ημέρα της ενηλικίωσής του, η μητέρα του συνειδητοποίησε πως δεν του είχε εξιστορήσει την πικρή αλήθεια για τη γέννησή του. Ακόμη κι αν έπρεπε να ξέρει, συμφώνησε με τον εαυτό της να το κρατήσει κρυφό σε περίπτωση που Εκείνη ξεχνούσε.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας, στριφογυρνούσε στο φτωχικό της στρώμα. Σκεφτόταν πως ίσως να είχε ξεχάσει… Ίσως να μην ήθελε πια το παιδί της… Πέρασαν τρεις μήνες, κι εκείνη δεν φαινόταν πουθενά. Δε θα την αναζητούσε… Κι ας μην τηρούσε τη συμφωνία, είχε δεθεί με τον Παγετό. Λίγα χρόνια ίσως να έπαιρνε μόνο για να αποκτήσει εγγόνια. Όχι όμως, αφού συνέβη αυτό, μία ημέρα του Δεκέμβρη:
Το ένστικτό της αποκάλυψε πως είχε φτάσει η στιγμή. Άρπαξε το χέρι του και τον τράβηξε πίσω από ένα έπιπλο, κρύβοντάς τον. Εκείνος πήγε να παραπονεθεί.
«Μη μιλάς γιε μου!» Ακούστηκαν πατούσες σκυλιών κι ύστερα ένα έλκηθρο να σέρνεται στον πάγο της αυλής.
«Ποιος είναι στην πόρτα;» Ρώτησε ταραγμένος.
«Ζήτησα κάποτε από μια μάγισσα τη γιατρειά για τη στειρότητα… Ανέβηκα στο Νότιο Όρος και στην κορυφή έδωσα την υπόσχεση. Το παιδί που θα γεννούσα με τη βοήθειά της, θα το έπαιρνε μακριά μου δεκαοχτώ Χειμώνες μετά από αυτή τη μέρα… Ήρθε να σε πάρει…»
«Ποια;»
«Η Βασίλισσα του Χιονιού…» Ένας ακόμη χτύπος ακούστηκε κι εκείνη γύρισε πανικόβλητη. «Τώρα φύγε! Δεν πρέπει να σε βρει εδώ!»
«Όχι. Θα την αντιμετωπίσω». Σάστισε καθώς είδε τη μητέρα του γυρνώντας.
Οι φλέβες της κρυστάλλωσαν. Το δέρμα της γινόταν νεκρικά λευκό, με την ταχύτητα που οι λίμνες πάγωναν στο πέρασμά Της.
«Τρέχα…» Η τελευταία της πνοή ήταν παγωμένη όσο η καρδιά της λευκής κυρίας.
Tags: fairytale , fantasy , queen , short-story , snow , snow queen , The Weird Side Daily , winter , witch , βασίλισσα , βότανα , γιός , Δεκέμβρης , δέντρα , διάλογος , διήγημα , διήγημα φαντασίας , η βασιλίσσα του χιονιού , κοπέλα , κρύο , κυρία , λευκή κυρία , μαγεία , μάγισσα , μάνα , Μαρίνα Κικίδου , μητέρα , παραμύθι , φαντασία , χειμώνας , χιόνι
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.