Η νύχτα ήταν παγωμένη και σιωπηλή. Ο χειμώνας είχε μπει για τα καλά.
Ο μικρός Τσάρλι χώθηκε τρομαγμένος στην αγκαλιά της ετοιμοθάνατης μαμάς του.
«Είδα πάλι το όνειρο…», ψιθύρισε. «Είδα τις βάρκες να περπατούν στη στεριά… Η γιαγιά μου είπε ότι είναι οιωνός θανάτου!», έκανε και ξέσπασε σε λυγμούς.
Εκείνη τον κοίταξε με τα πελώρια μάτια της που είχαν βυθιστεί μέσα στις κόγχες τους:
«Μη φοβάσαι τις βάρκες που περπατούν στη στεριά. Δεν έρχονται για σένα», του είπε λίγο πριν κλείσει τα μάτια της για τελευταία φορά. Εκείνος όμως ήταν μόνο επτά χρονών και δεν είχε καταλάβει τι εννοούσε.
«Μπαμπά πώς γίνεται οι βάρκες να περπατούν στη στεριά;», ρώτησε μετά από λίγες μέρες τον πατέρα του, που τυφλωμένος από τον πόνο για τον πρόωρο θάνατο της γυναίκας του δεν γύρισε καν να τον κοιτάξει.
Είχαν περάσει 20 χρόνια από τότε, κι ενώ ο Τσάρλι θυμόταν ελάχιστα από την παιδική του ηλικία, τα λόγια της είχαν μείνει χαραγμένα στο μυαλό του. Τα ανακαλούσε κάθε φορά που περπατούσε στη μαρίνα της πλαζ κι έβλεπε τα σκάφη και τις βάρκες να κινούνται ρυθμικά πάνω στο ήρεμο νερό της θάλασσας. Τα ανακαλούσε κάθε φορά που άκουγε τον σιγανό παφλασμό των κυμάτων που έσκαγαν πάνω τους. Πριν λίγες μέρες, είχε δει πάλι το όνειρο: τις βάρκες που περπατούσαν στη στεριά. Ήταν οιωνός θανάτου, αλλά όχι για τον ίδιο, για τον πατέρα του. Η θάλασσα τον ηρεμούσε. Κάθε φορά που του συνέβαινε κάτι κακό, όπως τώρα που είχε χάσει τον πατέρα του έβρισκε εκεί τη διέξοδο που χρειαζόταν.
Κάθισε στην άκρη της προβλήτας και παρακολούθησε τον ήλιο να χάνεται πίσω από το βουνό. Ήταν αρχές της άνοιξης και η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή. Μπορούσε να διακρίνει τις βουνοκορφές που φωτίζονταν από τις τελευταίες κόκκινες ακτίνες λίγο πριν βυθιστούν στο σκοτάδι. Η νύχτα ήρθε σιγά-σιγά και οι αντανακλάσεις των σκαφών στο νερό έμοιαζαν απόκοσμες κάτω από τα λιγοστά φώτα της μαρίνας. Ένα ελαφρύ αεράκι φύσηξε κι ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά το σώμα του. Δεν τον πείραζε όμως. Αυτό τον έκανε να νιώθει ζωντανός. Η ψύχρα δυνάμωσε, αλλά εκείνος δεν ήταν έτοιμος να φύγει ακόμα. Αισθανόταν σαν κάτι να περίμενε. Αισθανόταν ότι θα συνέβαινε κάτι από στιγμή σε στιγμή.
Ναι, αυτή την αίσθηση την είχε νιώσει πολλές φορές σαν μικρό παιδί. Μόνο που ποτέ δεν έμενε για να δει τι ήταν αυτό. Έφευγε πάντα τρέχοντας από το φόβο του γι’ αυτό που θα αντίκριζε. Αυτή τη φορά όμως ήταν αποφασισμένος να περιμένει. Ήταν αποφασισμένος να βρει τις απαντήσεις που έψαχνε τόσα χρόνια. Χθες είχε δει πάλι το ίδιο όνειρο: τις βάρκες στη στεριά. Άραγε αυτή τη φορά έρχονταν για εκείνον; Ο κρύος αέρας φύσηξε ξανά και του χάιδεψε το πρόσωπο. Μόνο που μαζί με το χάδι, άκουσε έναν ψίθυρο﮲ έναν ψίθυρο μιας πολύ γνωστής φωνής:
«Μη φοβάσαι τις βάρκες που περπατούν στη στεριά. Δεν έρχονται για σένα …»
Εκείνη τη στιγμή, ένιωσε κάτι κρύο και κοφτερό να του ακουμπάει το λαιμό. Γύρισε σιγά-σιγά και είδε έναν άντρα να στέκεται από πίσω του. Στο χέρι του κρατούσε ένα κοφτερό μαχαίρι, αυτό με το οποίο τον ακουμπούσε. Είχε στενέψει τα μάτια του και τον κοιτούσε με βλέμμα τρελό. Εκείνος πάγωσε στη θέση του.
«Τα λεφτά σου μικρέ!», του είπε εκείνος και πίεσε τη λεπίδα στο λαιμό του.
Μερικές σταγόνες αίματος άρχισαν να τρέχουν.
«Τα λεφτά σου!», επέμεινε εκείνος και την πίεσε ακόμα πιο πολύ. «Αλλιώς θα αφήσεις το πτώμα σου εδώ, δίπλα στις βάρκες!»
Εκείνος έχωσε τα τρεμάμενα χέρια στις τσέπες του κι έβγαλε το πορτοφόλι του. Ο άλλος το άρπαξε και το άνοιξε με το ένα του χέρι χωρίς να απομακρύνει το μαχαίρι.
«Ωραία…», μουρμούρισε… «Και τώρα αντίο μικρέ. Είδες το πρόσωπό μου, οπότε δεν μπορώ να σε αφήσω να ζήσεις. Θα…», αλλά ξαφνικά σταμάτησε απότομα.
Ο ψίθυρος είχε δυναμώσει. Τον άκουγε κι αυτός. Μόνο που αυτός δεν άκουγε αυτό που άκουγε ο Τσάρλι, αλλά κάτι διαφορετικό:
«Να προσέχεις τις βάρκες που περπατούν στη στεριά… Είναι οιωνός θανάτου…»
Και τότε ο Τσάρλι, τις είδε με την άκρη του ματιού του. Τις είδε να σαλεύουν λίγο πιο γρήγορα από πριν. Είδε τα σκοινιά τους να σπάνε, κι εκείνες να αρχίζουν να κινούνται σιγά-σιγά έξω από το νερό, ενώ η αντανάκλασή τους είχε παραμείνει στη θάλασσα. Τις είδε να σέρνονται στο έδαφος σαν γιγάντια ερπετά που έρχονταν προς το μέρος τους. Κοίταξε στα μάτια τον παραλίγο δολοφόνο του που είχε παγώσει στη θέση του και δεν μπορούσε να σαλέψει. Απομακρύνθηκε με αργά βήματα από κοντά του και στάθηκε παραπέρα. Ο κλέφτης περίμενε εκεί ακίνητος. Τα μάτια του είχαν γουρλώσει. Οι φλέβες του λαιμού του πάλλονταν και ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι μέσα από τα αχτένιστα, μαλλιά του. Τη στιγμή που οι βάρκες τον είχαν σχεδόν φτάσει, κοίταξε προς το μέρος του Τσάρλι και σχημάτισε βουβά μια φράση:
«Πώς γίνεται οι βάρκες να περπατούν στη στεριά;»
«Είναι οιωνός θανάτου», του απάντησε εκείνος το ίδιο βουβά.
Την επόμενη στιγμή ο κλέφτης είχε σωριαστεί στο έδαφος και οι βάρκες περνούσαν πάνω από το νεκρό πλέον κορμί του. Και τότε, όταν τελείωσαν το μακάβριο έργο τους, άρχισαν να οπισθοχωρούν. Έστρεψε το βλέμμα του προς τη θάλασσα και είδε έναν άντρα και μια γυναίκα να τις τραβούν από τα σκοινιά τους και να τις δένουν και πάλι στη θέση τους, εκεί όπου ήταν οι αντανακλάσεις τους. Του χαμογέλασαν και του κούνησαν το χέρι από μακριά.
«Μαμά… μπαμπά…», ψιθύρισε εκείνος τη στιγμή που ένιωθε το παγωμένο φιλί τους στο μάγουλό του, λίγο πριν ξεθωριάσουν και χαθούν με το πρώτο φως της ημέρας, «σας ευχαριστώ…», και κίνησε για το σπίτι του.
Ήξερε πως οι βάρκες που περπατούσαν στη στεριά προμήνυαν θάνατο… αλλά όχι για τον ίδιο.
Το πτώμα του άντρα βρέθηκε την επόμενη μέρα. Το πρόσωπό του ήταν τόσο παραμορφωμένο, που δεν μπόρεσαν να τον αναγνωρίσουν.
Tags: dark , death , fantasy , horror , mystery , scary , weird , αλλόκοτο , ανατριχίλα , άνοιξη , απώλεια , βάρκα , βάρκες , βουνό , βράδυ , δολοφονία , δολοφόνος , ερπετό , Ήλιος , θάλασσα , θάνατος , κλέφτης , κύμα , κύματα , μαρίνα , νεκρός , νύχτα , όνειρο , ουρανός , Παιδί , πόνος , προβλήτα , πτώμα , σκάφη , σκοτάδι , στεριά , τρόμος , χειμώνας , ψίθυρος
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.