Η Στροφή Του Θανάτου

”Είχε κατακόκκινα μάτια και βαθουλωμένο πρόσωπο. Ήταν ρακένδυτος ενώ στο δεξί του χέρι κρατούσε μια γκλίτσα. Σφύριζε ρυθμικά κοιτώντας στα μάτια τον Γουέιν. Ο Βοσκός ήταν όπως του τον περιέγραφε η γιαγιά του στις ιστορίες της.”

23 Ιανουαρίου 2022

Τρέμω σαν αισθανθώ το βράδυ,

σαν νιώσω που μες στο βαθύ σκοτάδι

επάνω μου είναι μάτια καρφωμένα.

Κρύψε με από την όρασί των, Δέσποτά μου.

-Κωνσταντίνος Καβάφης,

«Τρόμος»

 

Η «Στροφή του θανάτου», όπως την ονόμαζε η τοπική κοινωνία του Μπέρνσολ, ήταν στο εσωτερικό του δάσους, δίπλα στο ρυάκι. Για να φτάσεις εκεί έπρεπε να διασχίσεις μια διαδρομή αποτελούμενη από απότομες στροφές και εκκλησάκια στις άκρες των δρόμων. Μόλις οι στροφές τελείωναν το τοπίο άλλαζε. Μια μεγάλη ευθεία περίπου τριακοσίων μέτρων υπό την σκιά εκατοντάδων ελάτων ήταν το επόμενο θέαμα που συναντούσε κάποιος πριν φτάσει στην στροφή. Ο Μάικ, ο Άκε και ο Γουέιν οδηγούσαν τα ποδήλατά τους λες και ήταν η τελευταία φορά που τα καβαλούσαν. Έκαναν αγώνα για το ποιος θα φτάσει πρώτος στην στροφή. Τα φαναράκια έκαιγαν μπροστά από τα ποδήλατα και έτσι υπήρχε ένας επαρκής φωτισμός κάτω από το σκοτεινό πέπλο των δέντρων.

Ο Γουέιν έφτασε πρώτος και κοντοστάθηκε στο σημείο λίγο πριν την γέφυρα. Είδε τις μισογκρεμισμένες κολόνες και άκουσε το νερό να κυλάει αργά και τα πουλιά να κελαηδούν. Οι τρίχες στο σβέρκο του σηκώθηκαν. Εκεί στη δεξιά κολόνα,  στο πάνω μέρος καθόταν ένα σπουργίτι. Κάποτε, καθόταν Εκείνος… Είχε κατακόκκινα μάτια και βαθουλωμένο πρόσωπο. Ήταν ρακένδυτος ενώ στο δεξί του χέρι κρατούσε μια γκλίτσα. Σφύριζε ρυθμικά κοιτώντας στα μάτια τον Γουέιν. Ο Βοσκός ήταν όπως του τον περιέγραφε η γιαγιά του στις ιστορίες της. Η όψη του ήταν φρικτή και σε κοιτούσε για ένα ατελείωτο λεπτό μέσα στα μάτια. Εσύ πάγωνες. Το αίμα σου, όπως και ο χωρόχρονός σταματούσαν και δεν μπορούσες να κάνεις απολύτως τίποτα. Κάθε επαφή με τον γύρω κόσμο εξαφανιζόταν και το μόνο που υπήρχε στο σύμπαν ήταν τα δύο αυτά διαβολικά κόκκινα μάτια να σου γδέρνουν την ψυχή με τα τις κόρες τους.

Για αυτό και το όνομα στην συγκεκριμένη τοποθεσία. Πάνω από διακόσια άτομα όλα αυτά τα χρόνια τον είχαν δει και το είχαν πει όμως κανείς δεν τους πίστευε. Κανείς δεν θέλει να πιστέψει κάτι μεταφυσικό, όχι επειδή στα αλήθεια πιστεύει ότι δεν υπάρχει αλλά γιατί ο φόβος φέρνει την άρνηση. Ο Γουέιν δεν το είχε πει πουθενά. Ούτε στην γιαγιά του. Το μόνο πράγμα που είχε κάνει, όταν είχε γυρίσει σπίτι εκείνο το απόγευμα του Αυγούστου άσπρος σαν το πανί, ήταν να ρωτήσει την γιαγιά του τι σήμαινε εάν εμφανιζόταν ο βοσκός σε κάποιον. Εκείνη του απάντησε ενώ καθάριζε ένα ροδάκινο: «Την ζωή του». O Γουέιν είχε κάνει να βγει από το σπίτι δύο μήνες. Όμως τώρα ξαναπήγε στο δάσος, μαζί με τους φίλους του. Δεν τους είχε πει για την εμπειρία του σε περίπτωση που δεν ήθελαν να έρθουν. Είχε οπλιστεί με τόλμη και θάρρος και ήθελε να αντικρίσει τον μεγαλύτερό του φόβο ξανά. Κάτι ξεπρόβαλε από ένα μεγάλο δέντρο στην άνω όχθη και ο Γουέιν πλησίασε περισσότερο.

«Γιατί σταμάτησες μέσα στη μέση του δρόμου μεγάλε;» ρώτησε ο Άκε και κοίταξε τον Μάικ με μια έκφραση “Τι έπαθε τούτος;”.

Ο Γουέιν δεν απάντησε. Κοιτούσε με ένα κενό βλέμμα προς τα δεξιά, μέσα στο ρυάκι. Το σώμα του έτρεμε και τα μάτια του ήταν γουρλωτά. Οι τρίχες στο σβέρκο του ήταν σηκωμένες και το δέρμα του ήταν ζαρωμένο. Το ποδήλατό του είχε πέσει κάτω και το φανάρι έδειχνε προς το μέρος που κοιτούσε. Στο τέλος του φωτός δεν υπήρχε απολύτως τίποτα εκτός από το τρεχούμενο νερό.

Ο Άκε χθες το βράδυ είδε στην τηλεόραση με τον μπαμπά του την «Νύχτα των ζωντανών νεκρών». Τα ζόμπι είχαν ακριβώς το ίδιο βλέμμα με του Γουέιν. Τα δύο παιδιά τρομοκρατήθηκαν. Έσφιξαν τα νύχια μέσα στις παλάμες τους και έκαναν την προσευχή τους. Άρχισαν έπειτα να φωνάζουν στον Γουέιν ότι έρχεται ένα αυτοκίνητο με μεγάλη ταχύτητα. Ο Άκε άρχισε να κλαίει και να οδύρεται όμως ο Γουέιν δεν άκουσε τίποτα από όλα αυτά.

***

      Το δάσος του Μπερνσολ ήταν το κατάλληλο μέρος για να παίξουν παιδιά την μέρα και για να βγάλουν το άχτι τους οι εραστές της ταχύτητας την νύχτα. Ο Λούις μαζί με τον Καλ είχαν πάει μαζί στην προπόνηση μπάσκετ στις επτά το απόγευμα και όταν τελείωσε έκλεισαν ραντεβού στις εννιά στο πάρκο για να πάνε στο δάσος να κάνουν μπάντες. Το Mitsubishi Evo του Λούις ήταν πραγματικό έπος. Ήταν το αμάξι στολίδι του χωριού. Ο κάθε νέος ήθελε να το οδηγήσει και η κάθε πιτσιρίκα ήθελε να πάει βόλτα με αυτό. Ο Λούις από την άλλη δεν άφηνε κανέναν να το οδηγήσει και μέσα έβαζε μόνο τον κολλητό του τον Καλ. Οι δυο τους είχαν την «πίστα» τους όπου ξετύλιγαν το ταλέντο τους κάθε Πέμπτη και Κυριακή βράδυ. Δύο φορές την εβδομάδα αρκούσαν.

Οι δύο φίλοι πήγαιναν στην στροφή του θανάτου. Όταν κατέβαιναν ο Λούις επιτάχυνε και λίγο πριν την γέφυρα ανέβασε το χειρόφρενο και έστριψε το τιμόνι. Τα ελαστικά του Mitsubishi τσίριζαν και το όχημα υπάκουε στον οδηγό του παίρνοντας μια δεξιόστροφη κλίση και μπαίνοντας εν τέλει πάλι σε ευθεία. Ότι και να λέγανε για έναν βοσκό εκεί πέρα ο Λούις με τον Καλ δεν τον είδαν ποτέ. Μπορεί να ήταν κάπου κρυμμένος κάθε Κυριακή και Πέμπτη και να τους περίμενε για να δει λίγο θέαμα.

Στον δρόμο ο Καλ σύνδεσε το κινητό του στα ηχεία του Evo και έβαλε το τελευταίο κομμάτι του Eminem στη διαπασών. Κανείς δεν ήταν εδώ για να τους πει να μην ακούνε τη μουσική που γουστάρουν δυνατά. Το Mitsubishi μούγκρισε όταν ο Λούις έβαλε καρφωτά τις ταχύτητες και ούρλιαξε τους στίχους του Godzilla. Το αμάξι μπήκε στην τελική ευθεία πριν την στροφή. Ο Λούις κοίταξε τον Καλ και χαμογέλασαν πονηρά. Το πόδι του Λούις πιέστηκε στο γκάζι και έβαλε την Πέμπτη ταχύτητα με δύναμη. Η μηχανή του αμαξιού έκανε έναν δυνατό ήχο και η βελόνα του κοντέρ ανέβηκε θεαματικά, τώρα ήταν στο 160.

Λίγο πριν την στροφή ο Λούις χαμήλωσε ταχύτητα στα 110 χλμ/ώρα και το χέρι του έπιασε το χειρόφρενο. Μετά από πέντε μέτρα το τράβηξε και έκοψε το τιμόνι προς τα αριστερά χωρίς να ακούσει τις φωνές του Καλ που τον προειδοποίησαν πως στη μέση του δρόμου υπάρχει ένα παιδί που στέκεται ακίνητο. Τα φρένα του Mitsubishi έβγαλαν έναν δυνατό μεταλλικό ήχο, όμως δεν πρόλαβαν να σταματήσουν το όχημα.

***

Ο Γουέιν δεν είχε ακούσει ούτε το αμάξι που ερχόταν, ούτε τους φίλους του που φώναζαν με μανία και εν τέλει τινάχτηκαν μέσα στο χαντάκι για να προφυλαχτούν. Στον δικό του κόσμο τώρα υπήρχε μόνο αυτός και ο Βοσκός. Τα κόκκινα μάτια του φαντάσματος ήταν ψυχρά και εξέπνεαν ένα μίσος. Ένα μίσος που ποτέ του ο δεκατετράχρονος Γουέιν δεν είχε συναντήσει στην ζωή του. Ο Βοσκός χαμογέλασε στο θύμα του και ο Γουέιν ανοιγόκλεισε τα μάτια του, δεν πρόλαβε να σκεφτεί που πήγε ο Βοσκός όταν άκουσε μια ανάμειξη ουρλιαχτού, παιδικών φωνών και φρένα αμαξιού. Έπειτα βυθίστηκε στο σκοτάδι. Μια για πάντα.

Tags: car , death , forest , horror , kids , mystery , road , short-story , The Weird Side Daily , twsd , αμάξι , αυτοκίνητο , βοσκός , γιαγιά , δάσος , δέντρα , διήγημα , Διήγημα τρόμου , δρόμος , ζόμπι , θάνατος , κόκκινα μάτια , μάτια , μυστήριο , παιδιά , ποδήλατα , ταχύτητα , τρόμος

Κυριάκος Αθανασιάδης

Δημοσιεύτηκε 23 Ιανουαρίου, 2022

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.