Η πρώτη μετάληψη

«Το σκοτάδι είναι αρχαίο και σοφό. Προϋπήρξε του φωτός και θα θριαμβεύσει και πάλι, όταν και το τελευταίο άστρο σβήσει εξουθενωμένο στην αγκαλιά του χρόνου. Το σκοτάδι είναι η φυσική κατάσταση του σύμπαντος, η αρχή κάθε δημιουργίας. Το σκοτάδι είναι ιερό.»

22 Οκτωβρίου 2022

 

Όταν άνοιξα τα μάτια μου, αντίκρισα ένα πηχτό σκοτάδι. Ήταν διάχυτο και τρυφερό σαν μητρική αγκαλιά, σαν το εσωτερικό μια άτρωτης σπηλιάς.  Θυμήθηκα τα λόγια του παπά της ενορίας μας τα οποία συνήθιζε να επαναλαμβάνει κατά την έναρξή κάθε κυριακάτικου κηρύγματος:

«Το σκοτάδι είναι αρχαίο και σοφό. Προϋπήρξε του φωτός και θα θριαμβεύσει και πάλι, όταν και το τελευταίο άστρο σβήσει εξουθενωμένο στην αγκαλιά του χρόνου. Το σκοτάδι είναι η φυσική κατάσταση του σύμπαντος, η αρχή κάθε δημιουργίας. Το σκοτάδι είναι ιερό.»

Είχε δίκιο. Επιτέλους καταλάβαινα την αλήθεια των λόγων του, τώρα, που είχα ενταχθεί επιτέλους στην αδελφότητα της νύχτας.

Ανακάθισα στη στενή κουκέτα μου και ατένισα τον κόσμο που απλωνόταν έξω απ’ το παράθυρο που καταλάμβανε όλο το μήκος και το πλάτος του απέναντι τοίχου. Το κτίριο που με φιλοξενούσε ήταν πολύ παλιό. Είχε χτιστεί πριν την ημέρα αφανισμού, στην εποχή που η παλιά ανθρωπότητα εξαπλωνόταν σαν κακοήθης όγκος πάνω στο κορμί της Γης. Ήταν ένα κυβικό και ογκώδες κατασκεύασμα από μέταλλο και γυαλί, χωρισμένο σε πανομοιότυπα δωμάτια που ενώνονταν με ευθύγραμμους διαδρόμους. Κάποτε, στέγαζε χιλιάδες αγχωμένους προγόνους μου πάλευαν να χειραγωγήσουν ωκεανούς εφήμερων δεδομένων και να εκτελέσουν τις εντολές εξίσου αγχωμένων προϊσταμένων. Κάποτε επίσης, έξω απ’ το μεγάλο παράθυρο απλωνόταν ένα αχανές δάσος από μεταλλικούς και γυάλινους οβελίσκους που άγγιζαν τον ουρανό και στέγαζαν εκατοντάδες χιλιάδες, εξίσου αγχωμένους ανθρώπους.

Τώρα, όλα αυτά έχουν αλλάξει. Η πόλη που απλωνόταν μέχρι τις παρυφές της μακρινής θάλασσας δεν υπάρχει πια. Τα περισσότερα απ’ τα τεράστια κτίριά της έχουν μεταμορφωθεί σε λοφίσκους από μπάζα που σκεπάζονται από ένα στρώμα γρασιδιού και άγριων θάμνων. Τα ελάχιστα απ’ αυτά που στέκονται ακόμα όρθια, μοιάζουν με ισχνά και διάτρητα ικριώματα. Κανείς δεν τα χρειάζεται πια. Οι άνθρωποι που ζουν ακόμα, προτιμούν να κατοικούν σε μικρά χωριά και κωμοπόλεις. Νιώθουν πιο ασφαλείς εκεί. Εξάλλου, ο αριθμός τους έχει μειωθεί πάρα πολύ. Ακόμα και αν εκείνη η αχανής πόλη υπήρχε ακόμα, ο πληθυσμός ολόκληρης της χώρας δεν θα έφτανε για να γεμίσει τα αναρίθμητα σπιτικά της.

Άγγιξα με τις παλάμες των χεριών μου το διάφανο γυαλί του παραθύρου. Έξω, η νύχτα είχε αποκτήσει μια μαργαριταρένια ποιότητα. Αν και η νύχτα ήταν αφέγγαρη και λιγοστά άστρα διαπερνούσαν την μόνιμη αιθάλη τ’ ουρανού, μπορούσα να διακρίνω τους χορταρένιους λόφους και τις ξεθωριασμένες λεωφόρους ανάμεσά τους με κάθε λεπτομέρεια, λες και η ίδια η ατμόσφαιρα εξέπεμπε μια αμυδρή μαρμαρυγή που μετέτρεπε όγκους και σιλουέτες σε χτυπητά σχήματα από σινική μελάνι. Μισοέκλεισα τα μάτια μου και ατένισα τον ορίζοντα που ενωνόταν με τη μακρινή θάλασσα. Εκεί, στην φαινομενική άκρη του κόσμου, είχε ξεσπάσει μια καταιγίδα. Τα ηλεκτρικά πυροτεχνήματα των κεραυνών που ξεπηδούσαν μέσα απ’ τα αναβράζοντα σύννεφά της, αντανακλούνταν στην επιφάνεια της θάλασσας σαν βραχύβια είδωλα σε μολύβδινο καθρέφτη.

Πήρα μια βαθιά αναπνοή. Ήξερα πως πολύ σύντομα η όρασή μου θα βελτιώνονταν πολύ. Οι σκιές θα μετατρέπονταν σε πολύχρωμες φαντασμαγορίες και τα ζωντανά σώματα θα έλαμπαν στα μάτια μου σαν πύρινες φιγούρες.

Αποτράβηξα το βλέμμα μου απ’ τον έξω κόσμο και στάθηκα μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη που υψωνόταν δίπλα στην κουκέτα. Επιθεώρησα την όψη μου με μάτι κριτικό:

Η πρώτη χλωμάδα ήδη απλωνόταν στα χαρακτηριστικά μου που το σκοτεινό δώρο μετέτρεπε σιγά-σιγά σε πιο εκλεπτυσμένες εκδοχές των προηγούμενων εαυτών τους. Ένα διάχυτο μούδιασμα κυρίευε το στόμα μου καθώς το σώμα μου συγκέντρωνε μεγάλες ποσότητες ασβεστίου και μεταλλικών ιχνοστοιχείων στις ρίζες των δοντιών μου. Τα μάτια μου άλλαζαν επίσης. Οι κόρες τους είχαν γίνει πιο μεγάλες και οι ίριδές που τις περίβαλλαν αποκτούσαν μια ανοιχτόχρωμη, κιτρινωπή, απόχρωση. Αλλά η πιο θεαματική αλλαγή αφορούσε το δέρμα μου. Τώρα ήταν λευκό και αστραφτερό σαν αλάβαστρος. Εξέπεμπε την αδιάφθορη ζωτικότητα μιας αιώνιας και άχρονης ζωής.

Κορδώθηκα μέσα στα μαύρα ρούχα που φορούσα και ξανακοίταξα τον κόσμο έξω απ’ το παράθυρο: Η όρασή μου ήδη είχε αλλάξει. Τώρα, στους ομοιόμορφους λόφους και στις εγκαταλειμμένες λεωφόρους μπορούσα να διακρίνω κοκκινωπές σπίθες φωτός που κινούνταν εδώ και εκεί άτακτα. Ήταν μικρά θηλαστικά, τρωκτικά κατά πάσα πιθανότητα που κυνηγούσαν την τροφή τους. Κάποια απ’ τα ζώα που είχαν προσαρμοστεί στις καινούργιες συνθήκες του γήινου περιβάλλοντος.

Το μυαλό μου ταξίδεψε στο παρελθόν, σε μια πολύ μακρινή παιδική ηλικία. Μια αλληλουχία μισοξεχασμένων εικόνων άστραψαν στο μνημονικό μου. Θαμπές και συγκεχυμένες, αλλοιωμένες απ’ το πέρασμα του χρόνου:

Ηλιόλουστα πρωινά σε κάποιον ολόδροσο κήπο με το αδιάκοπο βουητό της κυκλοφορίας βιαστικών οχημάτων να ηχεί πέρα απ’ τα σιδερένια κάγκελα μιας περίτεχνης εξώπορτας. Μια πόλη να λάμπει σαν προσεδαφισμένος γαλαξίας κάτω απ’ το βλέμμα μιας ολόγιομης σελήνης. Μια θάλασσα να στραφταλίζει ολόχρυση στο φως ενός πελώριου ήλιου που άγγιζε κάποιον μακρινό ορίζοντα και τους ήχους χορευτικής μουσικής να ταξιδεύουν πάνω σε μια κοσμοπλημμυρισμένη παραλία.

Τα θραύσματα ενός κόσμου που είχε χαθεί για πάντα, όταν πολεμικές σειρήνες είχαν ηχήσει σε κάθε μεγάλη πόλη, την ημέρα που η ανθρωπότητα αποφάσισε να αυτοκαταστραφεί στο βωμό στόχων και αξιών που δεν υπήρχαν πια.

Όταν οι φωτιές έσβησαν επιτέλους, όλα έμοιαζαν νεκρά και δηλητηριασμένα. Το φως του ήλιου είχε χαθεί πίσω από πυκνά σύννεφα στάχτης και καπνού που είχαν γεμίσει τη στρατόσφαιρα και ένα θανατηφόρο ψύχος κάλυπτε το πρόσωπο του κόσμου. Όσοι είχαμε μείνει ζωντανοί, κρυμμένοι σε χωριά και απόμακρούς οικισμούς που πολιορκούσε η ραδιενέργεια και η πείνα, περιμέναμε το τέλος, στριμωγμένοι σε βρωμερά υπόγεια και χαμηλοτάβανα κελάρια.

Αλλά τότε εμφανίστηκαν εκείνοι. Οι κόρες και οι γιοί της νύχτας που ζούσαν ανάμεσά μας από την αυγή του χρόνου, κρυφά, αφήνοντας στο διάβα τους τα χνάρια σκοτεινών παραδόσεων και παραμυθιών που μιλούσαν για όντα που τρέφονταν από το αίμα των ζωντανών ανθρώπων και που δεν πέθαιναν ποτέ.

Τώρα που η ανθρωπότητα είχε αποδεκατιστεί από την δικιά της ανοησία, άδραξαν την ευκαιρία που τους δόθηκε και κυριάρχησαν σ’΄έναν κόσμο που δεν τον άγγιζε πια το φως του ήλιου. Όντας παντοδύναμοι και απρόσβλητοι απ’ τις ραδιενεργές ακτινοβολίες που δηλητηρίαζαν τη γη, εμφανίστηκαν σαν σωτήρες ανάμεσα στα αχνιστά ερείπια του πολέμου. Μας περιμάζεψαν, εμάς, τα ρακένδυτα πλήθη των επιζώντων και μας οργάνωσαν σε κοινότητες που λειτουργούσαν σύμφωνα με τα ήθη ενός νεκρού πολιτισμού. Μας έβαλαν να χτίσουμε καινούργιες κατοικίες και ηλεκτροφωτισμένα θερμοκήπια που θα μας εξασφάλιζαν τροφή, μας έμαθαν πώς να κυνηγάμε τα λιγοστά θηράματα που είχαν απομείνει στα καχεκτικά δάση και τα χέρσα λιβάδια που είχαν παραμείνει καθαρά. Επίσης, μας δίδαξαν πώς να τους λατρεύουμε και έτσι μας προσέφεραν έναν λόγο να υπάρχουμε. Έτσι ιδρύθηκε η εκκλησία της αιώνιας ζωής. Εμείς, το προστατευμένο και ασφαλές ποίμνιο, ζούσαμε κάτω από την επίβλεψη των επικυρίαρχων θεών μας και ως αντάλλαγμα τους προσφέραμε το αίμα μας. Όσοι από μας αποδεικνύονταν ικανοί και άξιοι πρεσβευτές τους, κερδίζαμε το δικαίωμα να μεταλάβουμε το σκοτεινό τους δώρο, να γευτούμε το ιερό αίμα τους που θα μας μετάλλασε και θα μας έκανε αθάνατους, θα όξυνε τις αισθήσεις μας και θα μας απάλλασσε για πάντα από την αδυναμία και την αρρώστια.

Ένας από αυτούς ήμουν και εγώ. Είχα καταπιεί τη σκοτεινή ιχώρα που φλόγιζε τα σωθικά μου κάτω απ’ το φως των χιλίων κεριών που έκαιγαν κατά τη διάρκεια της ιερής μετάληψης, στην εκκλησία της Αιώνιας Ζωής. Τώρα ένιωθα ένα-ένα τα κύτταρά μου να μεταλλάσσονται, να διαποτίζονται απ’ τη μαύρη φωτιά της τελικής αλλαγής και να μεταμορφώνονται στις άφθαρτες απολήξεις του αρχέγονου σκοταδιού.

Μια παράξενη πείνα αναδεύτηκε μέσα μου, μια λαχτάρα για το ζεστό και αλμυρό αίμα των θνητών ανθρώπων.

Στις σκέψεις μου αναδύθηκε το πρόσωπο του απέθαντου που είχε κόψει τον καρπό του και είχε χύσει το μαύρο του αίμα στο ιερό δισκοπότηρο που θα άγγιζα με τα χείλη μου.

Τα μάτια του, πελώρια και μαύρα σαν την απέραντη εποχή που προηγήθηκε της γέννησης του πρώτου αστεριού, είχαν καρφωθεί επάνω μου σαν λόγχες από κοφτερό οψιδιανό και καθώς το ποίμνιο των πιστών που γέμιζαν την εκκλησία γονάτιζε και βογγούσε εκστατικά, μου είχε πει:

«Λάβε και φάγε. Τούτο εστί το αίμα μου.»

Tags: fantasy , horror , short-story , Vampire , vampires , αίμα , Βαμπίρ , διήγημα , Έρικ Σμυρναίος , Ήλιος , θάλασσα , μετάληψη , παπάς , σελήνη , σκοτάδι , τρόμος , φαντασία , φεγγάρι , φως

Έρικ Σμυρναίος

Δημοσιεύτηκε 22 Οκτωβρίου, 2022

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.