Άφησε να έρθει σε αυτόν. Θυμήθηκε τους γονείς του όταν μιλούσαν για το μυστικό της έλξης. «Πρέπει να το επιτρέψεις να εμφανιστεί.», είχε πει ο πατέρας των παιδιών. Και έτσι έκανε. Περίμενε αδιαφορώντας για την αγωνία του και τις οδυνηρές αναμνήσεις του, έχοντας την προσοχή του τεταμένη ώστε να επιτρέψει την εμφάνισή του. Η ώρα όμως περνούσε χωρίς να συμβαίνει τίποτα.
«Θα περιμένεις πολύ ώρα ακόμη;» τον ρώτησε η αδελφή του. «Έτσι όπως στέκεσαι μοιάζεις με άγαλμα που έχει δυσκοιλιότητα.» Της άρεσε να τον κοροϊδεύει. Άλλωστε ήταν ο αδελφός της και ένιωθε πως ήταν ευθύνη της να του σπάει τα νεύρα. «Δεν μπορώ να κουνηθώ.» της είπε κουνώντας ελαφρώς τα χείλη του. «Πρέπει να περιμένω να έρθει.»
«Ποιος να έρθει; Το περιστέρι; Πάει αυτό. Έφυγε.» του είπε χαμογελώντας. «Άστο τώρα και έλα μέσα. Όταν έρθει ο μπαμπάς, βρες ένα τρόπο να του το πεις.»
«Αυτό θέλω να αποφύγω.» της απάντησε απογοητευμένα.
Ο πατέρας τους είχε εμμονή με τα περιστέρια του. Ένα από αυτά έφυγε εδώ και μερικές ώρες, χωρίς σημάδι επιστροφής και ο Αντώνης είχε αγχωθεί. «Και τι θα κάνω; Απλώς θα του πω πως έφυγε. Έτσι. Δεν υπάρχει λόγος να το κάνουμε θέμα. Θα το κάνει θέμα; Τι λες; Θα τσατιστεί;» κατέβηκε από την καρέκλα και την κοίταξε. Ήταν πιο κοντή από αυτόν, κοντά ένα κεφάλι. «Ξέρεις, σε λίγα χρόνια εγώ θα προσέχω εσένα.» της είπε και την χτύπησε στον ώμο.
«Μάθε να προστατεύεις τον εαυτό σου πρώτα και μετά εμένα.» Προσπάθησε να τον κλωτσήσει στο καλάμι, μα το απέφυγε με ένα μικρό πήδο προς τα πίσω. «Είσαι βλαμμένη.» της είπε γελώντας. «Και να ήθελες δε μπορείς να με χτυπήσεις.»
«Τέτοια να λες και θα δεις τι θα σε βρει.» του είπε και έσκυψε προς τα εμπρός, χαμηλώνοντας το κεφάλι της, έτοιμη να του επιτεθεί.
«Για τόλμα.» Έσκυψε και αυτός, περιμένοντας την κίνησή της. Περιφέρονταν σε τέλειο κύκλο, όπως οι παλαιστές που ζυγίζουν τον αντίπαλό τους πριν αρπαχθούν από το πόδια. «Θα σε κάνω κιμά» της είπε.
«Χα. Εδώ δε μπορείς να δέσεις τα κορδόνια σου. Νιάνιαρο!»
«Ε!», αντέδρασε, «Δεν είμαι νιάνιαρο, κοντή.»
«Δεν είμαι κοντή» του είπε τσιριχτά και χίμηξε επάνω του, αρπάζοντας το μπλουζάκι του και γρατζουνώντας τον με τα νύχια της. «Παρ’ το πίσω!»
Όπως περιστρέφονταν, ο Αντώνης την άρπαξε από τα μαλλιά και της έσπρωξε το κεφάλι. «Δεν είμαι νιάνιαρο» φώναξε. «Εσύ παρ’ το πίσω.»
Δεν άντεξαν τα χέρια της και άφησε την μπλούζα. Σε μια τελευταία της προσπάθεια, σήκωσε το πόδι της να τον χτυπήσει και τον βρήκε στο μηρό. Ένα αδύναμο χτύπημα, αρκετό όμως για να τον κάνει να τσατιστεί πιο πολύ. Έπεσε στα πόδια της και αυτός στάθηκε από πάνω της. «Παρ’ το πίσω είπα» επανέλαβε με το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει. «Δεν θα το ξαναπώ.»
«Κάτσε να έρθει ο μπαμπάς, να δούμε ποιος θα κάνει το μάγκα μετά» είπε κοιτώντας τον μέσα από τα ίσια καστανά μαλλιά της.
«Γιατί το είπες αυτό τώρα;» Ο Αντώνης έχασε το θυμό του και το κουράγιο του αμέσως. «Πρέπει να βρω το περιστέρι.» Γύρισε και κοίταξε προς τον περιστερώνα. «Τούρκος θα γίνει.»
Η αδελφή του σηκώθηκε και τον ακολούθησε προς τον περιστερώνα. Βρισκόταν είκοσι μέτρα μακριά από την είσοδο του σπιτιού, δίπλα στο φράχτη, εκεί όπου η βελανιδιά σηκωνόταν ψηλά, πάνω από τον φράχτη και έριχνε τη παχιά της σκιά πάνω από τον περιστερώνα. Του πατέρα του άρεσε αυτή η θέση. Ήταν δροσερά όλο το καλοκαίρι και τα απογεύματα τα περνούσε εκεί, παρέα με τα πουλιά του. Είχε φέρει και ένα τραπεζάκι, παλιό με γυάλινη στρογγυλή επιφάνεια και μια καρέκλα ξύλινη με στενή, ψάθινη βάση. Καθόταν εκεί και ρέμβαζε, βλέποντας τον ήλιο να βυθίζετε κάτω από το πυκνό φύλλωμα της βελανιδιάς και έπινε τον καφέ του. Διπλός ελληνικός, σκέτος.
Κάθε μέρα, λίγο πριν σταματήσει να ασχολείται με τα περιστέρια του, έβαζε μια φωνή που ακουγόταν μέχρι και το πιο απομακρυσμένο δωμάτιο του σπιτιού, με την παραγγελία του. «Δέσποινα! Καφέ!» Ο ίδιος δεν το είχε σκεφτεί ποτέ, αλλά η φωνή του ήταν εκφοβιστική και ακουγόταν περισσότερο σαν προσταγή παρά σαν παραγγελία. Το μόνο που σκέφτηκε, τότε, την πρώτη φορά που φώναξε «Θα μου φέρεις ένα καφεδάκι, Δέσποινα;» και ο καφές του ποτέ δεν έφτασε, ήταν πως μάλλον θα ήταν πιο χρήσιμο για αυτόν απλώς να φωνάξει με δυνατή και καθαρή φωνή, ώστε να είναι σίγουρος πως θα πιει τον καφέ του στο αγαπημένο του μέρος. Δίπλα στα περιστέρια του και κάτω από την παχιά σκιά της βελανιδιάς.
Η Κατερίνα ακολουθούσε τον Αντώνη, το μεγάλο και ψηλό ανάστημά του για την ηλικία του και το ατσούμπαλο περπάτημά του. «Σαν πάπια περπατάς.» της ήρθε να πει αλλά δαγκώθηκε. Εάν το έλεγε θα τσακώνονταν πάλι και δεν ήθελε. «Τι έκανες εκεί πριν;» τον ρώτησε τελικά.
«Που; Στην καρέκλα;»
«Ναι. Στεκόσουν έτσι σαν άγαλμα, ακίνητος.»
«Προσπαθούσα να μαγέψω το περιστέρι. Να έρθει πίσω.»
«Να το μαγέψεις; Τι βλακείες είναι αυτές;»
«Ναι. Να το μαγέψω.», γύρισε και την κοίταξε με το βλέμμα του να σπινθηρίζει. «Να το μαγέψω και να έρθει πίσω. Δε με πιστεύεις;»
«Εγώ σε πιστεύω. Αλλά εσύ γιατί τα πιστεύεις; Βλακείες είναι αυτά» του είπε, ελπίζοντας πως θα ηρεμήσει.
«Δεν είναι» είπε συνοφρυωμένος.
Έφτασαν στο περιστερώνα και ο Αντώνης έλεγξε εάν η πόρτα ήταν κλειδωμένη, χτυπώντας με την παλάμη του το σύρτη. «Το ξέρω ότι δεν είναι. Κάτι δεν θα έκανα καλά.» Μέτρησε τα περιστέρια για άλλη μια φορά και του βγήκαν ένα λιγότερο. «Είκοσι εφτά» είπε ανήσυχα. «Πρέπει να το βρω.»
«Θα σε βοηθήσω και εγώ» του είπε και έπιασε το μπράτσο του συμπονετικά. «Προς τα πού πήγε;» Γύρισε το κεφάλι του και σήκωσε το χέρι του δείχνοντας προς τους πυκνούς θάμνους από πουρνάρια που εκτείνονταν για πολλά μέτρα, έξω από το κτήμα που ήταν το σπίτι τους και ακόμη παραπέρα.
Παράλληλα με το δρόμο και το ρυάκι, ξερό πλέον, που ακολουθούσε το δρόμο για λίγες εκατοντάδες μέτρα και μετά χανόταν, προς τα δεξιά, κάνοντας φιδίσιους σχεδιασμούς στο έδαφος και χωνόταν σε ένα λόφο, γυμνό στη κορυφή, μα γεμάτο πουρνάρια στη βάση του και σε όλη τη περιφέρειά του.
«Τι; Στο λόφο πήγε;» τον ρώτησε έκπληκτη. «Εκεί δεν έχει τίποτα.»
Την κοίταξε ειρωνικά. «Και ξέρεις εσύ τι αρέσει στα περιστέρια; Αφού σου λέω εκεί πήγε. Κάτι θα έχει.»
«Ναι, αλλά αυτό είναι μακριά.» είπε αποθαρρυμένη. «Πώς θα πάμε εκεί; Θα κάνουμε κάνα δίωρο μέχρι να γυρίσουμε» κρέμασε τα χέρια της και οι ώμοι της ακολούθησαν, καμπουριάζοντας. «Και μπορεί και να μην το βρούμε.»
«Εγώ, θα πάω. Εάν θες, έλα. Εάν δε θες, κάτσε δω. Κότα» την πίκαρε και ξεκίνησε για την σιδερένια είσοδο στο κτήμα, σίγουρος πως θα έρθει από πίσω του.
«Δεν είμαι κότα» φώναξε και τον ακολούθησε, νιώθοντας το φόβο μέσα της. «Και εκείνες οι ιστορίες που λέγαμε την άλλη φορά. Με είχαν τρομάξει.» Θυμήθηκε τις τρομακτικές ιστορίες που τις έλεγε, τα καλοκαίρια όταν βράδιαζε και έπαιζαν μόνοι τους στην ασφάλεια της αυλής τους. Ο Αντώνης μιλούσε κάνοντας με τα χέρια του μεγάλους σχεδιασμούς στον αέρα και με τη φωνή του, ήχους που τρόμαζαν τη μικρή και αθώα αδελφή του.
«Ποιες ιστορίες;» την κοίταξε απορημένος.
«Αυτές που λέγαμε πέρυσι. Όταν είχαμε ανάψει μια φωτιά με τα χόρτα που είχαμε μαζέψει και έλεγες πως στον λόφο ζουν λυκάνθρωποι και κάνουνε θυσίες.»
«Α» είπε και χαμογέλασε πονηρά. Του είχε αρέσει αυτή η ιστορία. Μα πιο πολύ του είχε αρέσει πόσο την είχε τρομάξει. «Αυτά το έβγαλα μόνος μου. Μια ψεύτικη ιστορία ήταν.»
Είχαν βγει από το κτήμα και στέκονταν μπροστά στο μεγάλο θάμνο, που υψωνόταν τρία μέτρα ψηλά, ή έτσι νόμιζε ο Αντώνης, καθώς έβλεπε μέσα από τις λιγοστές τρύπες τον γυμνό λόφο να κάθεται σιωπηλά και τον ήλιο να έχει πλησιάσει κοντά του.
«Και εσύ το πίστεψες;» την ρώτησε και ξεκίνησε να περπατάει κατά μήκος του δρόμου, έχοντας στα δεξιά του τα πουρνάρια να απλώνονται για πολλά μέτρα ακόμη σε πειθαρχημένη παράταξη. «Κοίτα τι θα κάνουμε» της είπε για να την καθησυχάσει. «Θα περπατήσουμε πάνω στο δρόμο μέχρι να φτάσουμε όσο γίνεται πιο κοντά στο λόφο. Μετά θα βρούμε ένα άνοιγμα και θα πάμε απευθείας εκεί. Εντάξει;»
Η Κατερίνα κούνησε το κεφάλι της, συμφωνώντας βουβά. «Και εάν δεν το βρούμε;»
«Θα το βρούμε» είπε με σιγουριά. «Αλλά εάν δε το βρούμε, θα επιστρέψουμε γρήγορα πίσω και θα είμαστε σπίτι πριν βραδιάσει.»
Το καλοκαίρι κρύβει μυστικά τα οποία εμφανίζονται στην μεγάλη ώρα του δειλινού. Παίρνει τις σκιές και τις τραβάει πολλά μέτρα, σχηματίζοντας πρόσωπα νοερά, γαλήνια και όμορφα. Ο Αντώνης περπατούσε στην άκρη του χωμάτινου δρόμου, έχοντας στο κατόπι του την αδελφή του, φοβισμένη και αγχωμένη να τον παρακινεί να βιαστούν. «Δεν θα τους αρέσει καθόλου που εξαφανιστήκαμε έτσι από το σπίτι» του είπε και έτρεξε να τον προφτάσει. Δεν ήθελε να μένει πολύ πίσω και όσο απομακρύνονταν έριχνε κλεφτές ματιές προς το σπίτι και το έβλεπε να μικραίνει με κάθε τους βήμα.
Ο Αντώνης περπατούσε γοργά, με αποφασιστικό βήμα και προσπαθούσε να την αγνοήσει όσο μπορούσε. «Αν θες πάνε πίσω» της είπε χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει. Την άκουσε όταν έφτασε δίπλα του και αυτή τον σκούντηξε παιχνιδιάρικα με τα χέρια της. «Είπα θα έρθω και εγώ» του είπε. «Αλλά να, είναι που βραδιάζει.»
«Έχουμε χρόνο ακόμη» της απάντησε με βεβαιότητα. «Και ακόμη και αν βραδιάσει, τι θα γίνει; Τίποτα. Τίποτα δεν θα γίνει.»
«Για να το λες» είπε η μικρή. Κοιτούσε γύρω της ανήσυχα. Είχαν περπατήσει σε αυτό το δρόμο ξανά, αλλά δεν είχαν πάει ποτέ μέχρι το λόφο. Γυμνός, βραχώδης και με αυτό το στεφάνι από αγκαθωτούς θάμνους φορεμένο γύρω του, στεκόταν σαν ένας κοιμισμένος πελώριος οργανισμός στη μέση του πουθενά και προκαλούσε δέος στη Κατερίνα. Έμοιαζε λες και κάποιος τον τοποθέτησε εκεί.
«Να!» της έδειξε με το χέρι του, «εκεί έχει ένα άνοιγμα για να στρίψουμε.» Ανάμεσα σε δύο δέντρα, που είχαν κίτρινους, μικρούς και ξεραμένους καρπούς, είχε μια μικρή είσοδο προς την άλλη πλευρά.
Στάθηκε μπροστά στην κοντή είσοδο και την έδειξε στην αδελφή του. «Δες. Λες και μας περιμένει για να περάσουμε» της είπε χαμογελώντας.
«Αυτό είναι που δε μου αρέσει» είπε η μικρή, συνοφρυωμένα. Αγκάλιασε το σώμα της με τα χέρια της και τον κοίταξε κάνοντας του νόημα να ξεκινήσει.
Πέρασε σκυμμένος και προσπαθώντας να αποφύγει τα μικρά, αλλά ακονισμένα κλαδάκια που πετάγονταν μέσα από τα χοντρά κλαδιά και γύρω από τους στενούς κορμούς των μικρών οπωροφόρων δέντρων. Ήταν πιο στενό από ότι περίμενε και ένιωσε το δέρμα του να σχίζεται σε πολλά μέρη.
Αφού πέρασε από την άλλη πλευρά, έλεγξε το σώμα του, βλέποντας τις γρατζουνιές στις γάμπες του και στους λεπτούς του ώμους. Τα χάιδεψε με μανία και γύρισε να κοιτάξει το νέο και άγνωστο για αυτούς μέρος.
Είδε την κοίτη από το ρυάκι να απλώνεται σχηματίζοντας μια βαθιά σκάφη, με ήπια πλαγιά που κατέβαινε για λίγα μέτρα και αμέσως άρχιζε να ανεβαίνει από την άλλη πλευρά. Από πάνω και μέσα από το μεγάλο άνοιγμα φαινόταν ο ουρανός, καθαρός και γαλάζιος. Ο χώρος που βρίσκονταν έμοιαζε με σκοτεινό δωμάτιο, με τα δέντρα και τους θάμνους για τοίχους και μερικά βράχια, γυαλιστερά και με μικρές τρυπίτσες και διάφορες πέτρες, αρκετά μεγάλες όμως για να κάτσουν πάνω τους, διάσπαρτες στην ξεραμένη κοίτη.
Η Κατερίνα περπάτησε λίγα βήματα μπροστά του και στάθηκε στην αρχή της πλαγιάς με την προσοχή της στραμμένη σε κάτι. «Ακούς;» τον ρώτησε ενώ χάιδευε με το χέρι της τον ώμο της που πιάστηκε και αυτός σε ένα λεπτό κλαράκι γεμάτο αγκάθια. «Τι είναι αυτό;»
«Δεν ξέρω» της είπε. «Μοιάζει να έχει νερό πιο κάτω.» Ένας ασταμάτητο βόμβος ακουγόταν από το βάθος της κοίτης. «Θες να πάμε να βρούμε τι είναι;» τη ρώτησε ενθουσιασμένος και πάντα έτοιμος για νέες περιπέτειες. «Μπορεί να έχει καμιά μικρή λίμνη να κάνουμε μπάνιο.»
«Αχ, όχι» του είπε γκρινιάρικα. «Πάμε να βρούμε το περιστέρι και να φύγουμε. Δε μου αρέσει εδώ.» Άρχισε να κατεβαίνει προσεχτικά προς τη κοίτη, με τα χέρια της απλωμένα για ισορροπία.
Το έδαφος ήταν γεμάτο με χώμα σπειρωτό, σαν να το έφεραν από παραλία. Σκούρο και λεπτό, σήκωνε ένα μικρό πέπλο σκόνης σε κάθε τους βήμα και λέρωνε τα παπούτσια τους. Γύρω τους είχε σαπισμένα φύλλα και μικρά φυτά που πνίγηκαν από το σκοτάδια και την πυκνή σκιά που επικρατούσε όλο το χρόνο μέσα σε αυτό το φυσικό δωμάτιο. Δεν ακουγόταν τίποτε άλλο, εκτός από τον βόμβο. Σταθερός και χαμηλός, έμοιαζε με τον ψίθυρο κάποιου μεγάλου ζώου που κοιμόταν, αλλά ανά πάσα στιγμή μπορούσε να ξυπνήσει και να τους βρει να περιφέρονται στο σπίτι του.
Η Κατερίνα τον έπιασε από το χέρι και στεκόταν όσο γίνεται πιο κοντά του, ελπίζοντας πως σύντομα θα βγαίνανε από αυτήν την κρυμμένη γη. Κοίταξε πίσω της, ψάχνοντας την είσοδο από όπου μπήκανε και δεν είδε τίποτα. Μόνο τους πυκνούς θάμνους να στέκονται απειλητικά γύρω τους. «Μήπως να γυρίσουμε;» ψιθύρισε.
«Σσς!» έκανε ο Αντώνης. «Άκου! Αυτό είναι. Το περιστέρι.»
«Πού; Το είδες;»
«Όχι, αλλά το ακούω» της είπε κοιτώντας γύρω του ερευνητικά. «Να το πάλι.»
«Δεν ακούω κάτι.» Είχε το αυτί της προτεταμένο και τα μαλλιά της τραβηγμένα πίσω, σίγουρη πως ο αδελφός της την κοροϊδεύει. «Πού; Δεν ακούω κάτι» επανέλαβε. Το λιγοστό φως που έμπαινε μέσα από ένα μικρό άνοιγμα στις φυλλωσιές τους οδηγούσε προς το λόφο. Αυτόν τον λόφο που τόσο πολύ μάγευε τη φαντασία της μικρής και έκανε τις μικρές και ξανθές τρίχες των χεριών της να σηκώνονται.
«Εκεί!» έδειξε ο Αντώνης και όρμισε προς μια συστάδα θάμνων. «Εκεί είναι. Το βλέπω κιόλας» της φώναξε ενώ έτρεχε.
Η Κατερίνα τον ακολούθησε χωρίς να είναι σίγουρη και κοιτούσε κάτω, φοβούμενη μήπως πατήσει κάνα φίδι. Ένιωθε συνεχώς πως κάτι την ακουμπούσε. Σαν αράχνες μπλεγμένα στα μαλλιά της και μεγάλα, τρομακτικά έντομα να περπατάνε στα γυμνά της πόδια, κάτω από το φόρεμά της.
«Πού είναι; Πού; Δεν το βλέπω» του φώναξε και άρχισε και αυτή να τρέχει από πίσω του, περισσότερο γιατί φοβόταν να μείνει μόνη σε εκείνο το σκοτάδι.
Βγήκαν τρέχοντας μέσα από την πυκνή συστάδα, χωρίς να δώσουν σημασία στις γρατζουνιές στα πόδια τους και βρέθηκα απέναντι από το γυμνό λόφο. Στάθηκαν για μια στιγμή, κοιτώντας το περίεργο αυτό δημιούργημα να κάθεται ήρεμα και γαλήνια στη μοναξιά του, μέχρι που πέταξε μπροστά από το βλέμμα τους το γκριζωπό περιστέρι. Κούνησε τα φτερά του και έφυγε ευθύς προς την κορυφή του λόφου. Ο Αντώνης φώναξε από την χαρά του, τρέχοντας όσο μπορούσε πιο γρήγορα. «Τώρα δε θα μου ξεφύγεις.»
Τον άκουσε να φωνάζει και άρχισε και αυτή να τρέχει, ψάχνοντας να βρει το περιστέρι, αλλά μάταια. Δεν έβλεπε τίποτε, εκτός από τον μαγευτικό λόφο και το φως να γίνεται όλο και πιο γκρίζο και σκούρο με κάθε της βήμα. «Άντε να το πιάσουμε να πάμε πίσω» φώναξε και αυτή, θέλοντας να βεβαιωθεί.
Ο Αντώνης είχε αρχίσει να σκαρφαλώνει στην απότομη πλαγιά του λόφου. Μια πλαγιά, καλυμμένη με ένα λεπτό στρώμα αγριόχορτα και καφετί χώμα. Μικρά πετραδάκια και χωμάτινες εύθραυστες πέτρες έφευγαν κάτω από τα πόδια του και κυλούσαν αργά προς τα κάτω. Τον έβλεπε να απομακρύνετε και αγχωνόταν. Δεν της άρεσε να σκαρφαλώνει, με περισσότερο από όλα, δεν της άρεσε να κατεβαίνει από απότομες πλαγιές. Σε κάθε της βήμα, ένιωθε πως ήταν έτοιμη να πετάξει και της δημιουργούσε ένα αίσθημα ιλίγγου, χωρίς ποτέ η ίδια να μπορεί να το ονοματίσει, ή έστω, να το παραδεχτεί. Έξυσε βίαια τα πόδια της, έχωσε το φόρεμα ανάμεσα τους και άρχισε να σκαρφαλώνει ακολουθώντας το μονοπάτι που είχε δημιουργήσει ο αδελφός της.
«Λίγο ακόμη και θα φτάσουμε στη κορυφή» τον άκουσε να λέει. Οι παλάμες της είχαν αποκτήσει μερικές γρατζουνιές και αίμα είχε αρχίσει να νοτίζει την επιφάνειά τους. Κοιτούσε τα νύχια της που ήταν γεμάτα χώμα και σκεφτόταν τι θα της έσερνε η μαμά της όταν επέστρεφε. «Δεν θα με αφήσει να βγω από το σπίτι για κάνα μήνα» σκέφτηκε και σταμάτησε πάλι για να ξυθεί. Ένιωθε το σώμα της να μυρμηγκιάζει εντονότερα με κάθε λεπτό που περνούσε και το στομάχι της, την ενοχλούσε με μια περίεργη αίσθηση που δεν μπορούσε να εξηγήσει Αναγούλα και πείνα ταυτόχρονα. Μια πείνα που δεν την είχε ξαναζήσει. Ένιωθε πως είχε χρόνια να φάει.
«Έλα» άκουσε τη φωνή του Αντώνη. Η μικρή κοίταξε προς τα επάνω μα δεν τον είδε. Λίγα μέτρα ακόμη και θα έφτανε στην κορυφή. Κόλλησε το σώμα της πάνω στο πλαγιά του λόφου και τραβούσε με τα χέρια της. «Το βρήκα! Εδώ είναι. Έλα να δεις.»
Μόλις ανέβηκε στην κορυφή, με σωμένη την ανάσα της και το σώμα της γεμάτο σκόνη και βρωμιές, είδε τον Αντώνη πεσμένο στα γόνατα να κάθεται δίπλα από μία γυναίκα. Η κορυφή ήταν επίπεδη και πλατιά, σαν τηγάνι και δεν είχε τίποτα επάνω, παρά μόνο χορταράκι, κοντό και κίτρινο και λίγα πετραδάκια να εξέχουν. Κοίταξε τις πλάτες τους γεμάτη απορία και ένιωσε όλο της το σώμα να ηλεκτρίζεται.
«Έλα να δεις» άκουσε τη φωνή του, μα ήταν σίγουρη πως δεν ήρθε από το στόμα του. Δεν τον είδε να μιλάει.
«Αντώνη; Τι κάνεις;» τον ρώτησε πλησιάζοντας φοβισμένη. «Ποια είναι αυτή η κυρία;»
«Δεν την αναγνωρίζεις;» την ρώτησε.
«Αχ Αντώνη. Μην κάνεις παιχνίδια μαζί μου. Αφού ξέρεις ότι φοβάμαι» του είπε σιγανά και παρακλητικά. Τον πλησίασε, χαμηλώνοντας το σώμα της και του έπιασε το χέρι. «Έλα πάμε να φύγουμε» του είπε. «Δεν μου αρέσει εδώ. Έχω και μια φαγούρα. Δε νοιώθω καλά.»
«Τα σκουλήκια θα είναι» άκουσε τη φωνή του.
«Τα σκουλήκια; Ποια σκουλήκια;» τον ρώτησε έκπληκτη και έτοιμη να βάλει τις φωνές.
«Κάθε φορά τα ίδια θα λέμε;» της είπε απότομα. Γύρισε και της έδειξε τα πόδια της. Κακοφορμισμένα, σκούρα και γεμάτα πληγές με μικρά σκουληκάκια, λευκά και σιχαμερά να περπατούν στις σάρκες τις.
Χαμήλωσε το πρόσωπό της και είδε με τρόμο τα πόδια της να φιλοξενούν ζωντανά τα οποία ποτέ της δεν ήθελε ούτε να τα βλέπει. Σιχαινόταν τα σκουλήκια. Άνοιξε το στόμα της και φώναξε με όλη της την ψυχή, σαν να ήταν το χειρότερο πράγμα που έχει συμβεί ποτέ στη ζωή της και με τα χέρια της πάλευε να τα διώξει από πάνω της, κάνοντας ένα χορό, περίεργο μα συνάμα αστείο.
«Σσσσσς!» τη μάλωσε ο Αντώνης. «Θα σ’ ακούσει η μαμά.»
Σταμάτησε μόλις άκουσε το όνομα αυτό. Τον κοίταξε με βλέμμα απορημένο, γεμάτα τρόμο και με δάκρυα να κυλάνε στα λεπτά γκρίζα μάγουλά της. «Η μαμά;»
«Η μαμά. Ναι.»
Η μαμά βρισκόταν ακόμη πεσμένη στα γόνατά της, αγνοώντας το θόρυβο που έκαναν οι δυο τους. Η Κατερίνα την πλησίασε αργά και κοίταξε πάνω από την πλάτη της. Τα μαλλιά της τα γκρίζα, πιασμένα σε μια μπάλα στην κορυφή του κεφαλιού της. «Μαμά;» ψιθύρισε. Τέντωσε το λαιμό της προσεχτικά και είδε τα χέρια της χωμένα ανάμεσα στα πόδια της και το βρώμικο φορεματάκι της ριγμένο πάνω στις παλάμες της. «Μαμά;» ξαναρώτησε. «Εσύ είσαι;»
Η μαμά τους δεν αντέδρασε. Μόνο κοίταξε προς τον Αντώνη με το βλέμμα της να πνίγεται σε δάκρυα που δεν λένε να κυλήσουν. Ένιωθε το σώμα της να καίει και την ψυχή της άδεια από τον πόνο. «Τέτοιο πόνο Αντώνη. Γιατί μου τον έφερες;» με ένα στόμα πικρό και λυσσασμένο για γαλήνη.
Ο Αντώνης έκανε ένα βήμα πίσω, με τα γόνατά του να τρέμουν, γνωρίζοντας πως δεν μπορεί να απαντήσει. Κάθε χρόνο, την ίδια μέρα, ακόμη και τώρα, είκοσι χρόνια μετά, ακούει το ίδιο πράγμα. Την ίδια ερώτηση και τον ίδιο αναπάντητο πόνο. Ήθελε να την αγκαλιάσει. Να της πει πως λυπάται, αλλά ήξερε πως δεν θα έβγαζε πουθενά. Γύρισε το κεφάλι του, προς την πλαγιά του λόφου, από εκεί που ανέβηκαν και ψιθύρισε, σίγουρος πως η μικρή τον ακούει ακόμη. «Περιστεράκι μου.»
Tags: brother sister , dead , dove , fantasy , hill , horror , kids , mystery , short-story , The Weird Side Daily , twsd , αδερφή , αδέρφια , αδερφός , Βασίλειος Ξενόπουλος , διήγημα , Διήγημα τρόμου , διήγημα φαντασίας , λόφος , μητέρα , μυστήριο , νεκρός , παιδιά , περιστέρι , περιστέρια , τρόμου , τσακωμός , φαντασία , Φάντασμα , φωνή
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.