Η Άσχημη Πόλη

“Το άγγιγμα του χρόνου δεν καταφέρνει να τα γλυκάνει, να τα κάνει γραφικά ή να τους προσθέσει κάποιο αποτύπωμα ιστορικής ταυτότητας. Απλά τα φθείρει. Τα σκεπάζει με μια κρούστα διάχυτης αθλιότητας. Μοιάζουν να είναι εγκλωβισμένα σ’ ένα αέναο παρόν που επαναλαμβάνεται ατέρμονα…”

25 Σεπτεμβρίου 2020

Τα κτίρια αυτής της πόλης με πληγώνουν. Οι εχθρικές γωνίες τους, τόσο κοφτερές και αφύσικες, οι επίπεδες γραμμές τους που στερούνται φαντασίας, οι γκρίζες όψεις τους από λεκιασμένους σοβάδες και τετράγωνα παράθυρα, καταθλιπτικά στην ομοιομορφία τους, ισοπεδωτικά στην απόλυτα συμμετρική τους διάταξη.

Όταν η ήλιος λάμπει, το βαθύ και γαλάζιο χρώμα τ’ ουρανού έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με τα μουντά τους χρώματα. Οι παιχνιδιάρικες μορφές των σύννεφων που παίρνουν κατάλευκα και αφράτα σχήματα καθώς ταξιδεύουν αέναα σε χώρες μακρινές, σπρωγμένα από ακάματους ανέμους, μοιάζουν να περιφρονούν  τις βαρετές τους αναλογίες. Ακόμα και οι πύρινες αποχρώσεις του δειλινού δεν κατορθώνουν να τα ομορφύνουν. Αντίθετα, τα μεταμορφώνουν σε τετράγωνους όγκους από σκοτάδι που μοιάζουν με ταφόπλακες.

Η μόνη εκδήλωση της φύσης που τους ταιριάζει είναι η βροχή. Ο χαμηλός και μολύβδινος ουρανός, η ομίχλη που δημιουργούν οι αμέτρητες σταγόνες που πέφτουν επάνω τους και χαράζουν υγρά  μονοπάτια στα τιτάνια πλευρά τους, το άτονο και άχρωμο φως ενός ξεθυμασμένου ήλιου που μοιάζει με σκουριασμένο νόμισμα.

Επίσης, γερνάνε άσχημα. Το άγγιγμα του χρόνου δεν καταφέρνει να τα γλυκάνει, να τα κάνει γραφικά ή να τους προσθέσει κάποιο αποτύπωμα ιστορικής ταυτότητας. Απλά τα φθείρει. Τα σκεπάζει με μια κρούστα διάχυτης αθλιότητας. Μοιάζουν να είναι εγκλωβισμένα σ’ ένα αέναο παρόν που επαναλαμβάνεται ατέρμονα, σαν παλιός δίσκος γραμμοφώνου που με κάθε στροφή γρατζουνιέται λιγάκι πιο πολύ, γεμίζει με μικροσκοπικές αμυχές που επιδεινώνουν τη μουσική που περιέχει και  την μεταμορφώνουν σ’ έναν ακατάληπτο ρόγχο.

Μια και μόνο ματιά αρκεί για να καταλάβει κανείς ότι χτίστηκαν από ανθρώπους που η μόνη τους φιλοδοξία ήταν η απόκτηση χρημάτων. Οι προοπτικές της δημιουργίας μιας όμορφης εικόνας τους άφησε αδιάφορους. Το ίδιο και οι ψυχολογικές επιπτώσεις που έχουν οι σκυθρωπές τους όψεις στον ψυχισμό των ανθρώπων που εκτίθενται στην ασχήμια τους. Και εκείνες οι επιπτώσεις είναι ολοφάνερες. Η γκριζάδα και η σκυθρωπότητά τους μοιάζει να έχει διαποτίσει τα πρόσωπα εκείνων που βυθίζονται στις πελώριες σκιές τους. Τα μάτια τους είναι σκοτεινά, τα πρόσωπά τους αγέλαστα, χαραγμένα από γραμμές ανησυχίας, βιασύνης, άγχους και αβεβαιότητας. Ένας καταχθόνιος φόβος μοιάζει να τους βασανίζει, μια υποβόσκουσα ανησυχία για τη ζωή που παρασύρεται και χάνεται στα κύματα αναρίθμητων μικρών και μεγάλων σκοτούρων που δεν καταλήγουν πουθενά. Νιώθουν ίσως ότι είναι δεμένοι με τις αλυσίδες της ανάγκης, ότι έχουν παγιδευτεί στα φανερά και στα αθέατα γρανάζια μιας τεράστιας μηχανής που ρουφάει, κάθε μέρα και λίγο περισσότερο, την ζωτικότητά τους και καταδικάζει τους σπόρους της χαράς που φωλιάζουν στις καρδιές τους στη λήθη, σ’ ένα λήθαργο που θα διαρκέσει για πάντα κάτω από μια κρούστα ψυχικής παγωνιάς.

Αλλά κανείς δεν αντιδράει. Κανείς δεν επιλέγει να δραπετεύσει απ’ τις σκιές εκείνων των ανθρωποφάγων τεράτων που κρύβουν την απεραντοσύνη του ουρανού. Γιατί νιώθουν μόνοι. Φοβισμένοι. Δεν εμπιστεύονται κανέναν και τίποτα. Τα πάντα γύρω τους είναι δυνητικά επικίνδυνα. Κυκλοφορούν ασταμάτητα, αιωνίως βιαστικοί, σ’ έναν κόσμο που μοιάζει με μια τεχνητή έρημο απ’ όπου απουσιάζει η ζωή. Περικυκλωμένοι από επιθετικούς θορύβους, από την απέραντη όψη της δαιδαλώδους πόλης που ψαλιδίζει τον ορίζοντα, ασήμαντοι μπροστά στα τερατώδη κτίρια, δίνουν τις καθημερινές τους μάχες δίχως προοπτικές ανακωχής: Αποφεύγουν ατσάλινα αυτοκίνητα, αδιάφορους διαβάτες και ρακένδυτους ζητιάνους που τους φοβίζουν γιατί τους θυμίζουν ότι πολύ εύκολα θα μπορούσαν και εκείνοι να βρεθούν στη δική τους κατάσταση, επικίνδυνους εγκληματίες που κρύβονται σε στενά και τυφλές παρόδους ή που κυκλοφορούν ανάμεσά τους ανενόχλητοι, στις ασφυκτικές φλέβες του υπόγειου μετρό. Όταν το σκοτάδι πέφτει και η πόλη μεταμορφώνεται σε ένα καλειδοσκοπικό χάος από πολύχρωμα και αφύσικα φώτα, όσοι απ’ αυτούς μπορούν, επιδίδονται σε διασκεδάσεις, σε τεχνητούς αντιπερισπασμούς που τους προσφέρουν υπολογισμένες δόσεις λήθης. Οι λιγότερο προνομιούχοι, κρύβονται στα στενάχωρα διαμερίσματά τους και βυθίζονται στους εικονικούς κόσμους κάποιας λαμπερής οθόνης. Ζουν σε φυσαλίδες απατηλών παρόντων. Οι επιθυμίες τους είναι προκατασκευασμένες. Το ίδιο και οι εφιάλτες τους. Και όταν κάποτε ο χρόνος χτυπήσει  την πόρτα της ανύπαρκτης ζωής τους και τη γεμίσει με τον τρόμο της αρρώστιας και του θανάτου, θα βρεθούν  μέσα σε αποστειρωμένους θαλάμους αχανών νοσοκομείων, τυλιγμένοι από σωλήνες και καλώδια, αποδιωγμένοι από μια κοινωνία που έχει εξορίσει το αφυπνιστικό πρόσωπο του τέλους.

Και η πόλη μεγαλώνει. Απλώνεται εκθετικά. Οικοδομεί ακόμα πιο ψηλά κτίρια, φαραωνικούς οβελίσκους που φιλοδοξούν να μεταμορφωθούν σε αυτόνομες μυρμηγκοφωλιές. Εγκλωβίζει όλο και περισσότερους ανθρώπους στο κυνήγι της απόκτησης, υφαίνει γύρω τους ένα παραισθητικό δίχτυ από αυθαίρετες αξίες που διατυπώνονται ως οικονομικά μεγέθη, εισοδηματικούς δείκτες και μέσους όρους καταναλωτικών δραστηριοτήτων.

Κι όμως, μέσα σε όλο αυτόν τον παραλογισμό, τη σοφά μελετημένη παγίδα των πολυποίκιλτων ερεθισμάτων, υπάρχει και μια ακτίνα ελπίδας. Μια απλή συνειδητοποίηση:

Όσο μεγάλη και αν γίνει η πόλη, πάντα θα υπάρχει μια απόσταση από την οποία θα φαίνεται μικρή και ασήμαντη, ένα άσχημο σπυρί στο πρόσωπο του κόσμου. Μια μόλυνση που κάποια στιγμή θα γιατρευτεί. Οι εκκωφαντικοί της θόρυβοι γίνονται αμυδροί και σβήνουν λίγα μόλις χιλιόμετρα έξω από τα λαίμαργα προάστιά της. Τα φώτα της αντέχουν πιο πολύ αλλά και αυτά, από κάποιο σημείο και μετά μοιάζουν με φτηνά λαμπιόνια που συνθέτουν μια κίβδηλη ανατολή.

Αυτή η διαπίστωση λειτουργεί για μένα ως πηγή αισιοδοξίας. Γιατί υπονοεί κάτι το πολύ σημαντικό: Ότι έξω από την φρικαλέα μήτρα της πόλης ο χρόνος κυλάει, το σύμπαν αλλάζει και η ζωή εξερευνάει καινούργιους δρόμους, ανακαλύπτει καινούργια μονοπάτια και εξελίσσεται. Το οποίο σημαίνει ότι κάποια στιγμή, αυτή η άσχημη πόλη θα γεράσει και αυτή και θα πεθάνει.

 

Main Image Reference

Tags: chaos , The Weird Side Daily , αθλιότητα , αναλογία , ανησυχία , ασχήμια , βροχή , διήγημα , Διηγήματα , Έρικ Σμυρναίος , ζωή , Ήλιος , θλίψη , ιστορία , κατάθλιψη , κοινωνία , Κτήριο , λήθη , μετρό , μήτρα , μονοπάτι , Μουσική , οθόνη , ουρανός , πόλη , Σκιά , σκιές , σκοτάδι , σκότος , ταυτότητα , ταφόπλακα , τάφος , τέρας , τέρατα , Τηλεόραση , φαντασία , Φόβος , φύση , Χορός , χρόνος

Έρικ Σμυρναίος

Δημοσιεύτηκε 25 Σεπτεμβρίου, 2020

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.