Το πορτοκαλί φως από την δύση του ηλίου απλωνόταν στο ανθισμένο δάσος και δημιουργούσε με τον μαγικό του τρόπο την ψευδαίσθηση πως, τα πάντα μπήκαν μέσα σε ένα τρισδιάστατο πορτοκαλί πέπλο. Τριγύρω δεν ακουγόταν τίποτα. Ησυχία απέραντη απλωνόταν κι ότι ήταν μέσα της πνιγόταν από αυτή. Ένα αεράκι σήκωσε τα λιγοστά πεσμένα φύλλα στο έδαφος. Στροβιλίστηκαν για λίγο κι έπειτα απλά σκορπίστηκαν στο χώμα. Δυο τρία από αυτά έπεσαν πάνω στο πρόσωπο μιας άγνωστης γυναίκας που ως εκείνη την ώρα ήταν λιπόθυμη στο έδαφος. Άγνωστο το πως βρέθηκε εκεί. Εκείνη κούνησε για λίγο το πρόσωπό της. Ένα μικρό, μαύρο μαμούνι σκαρφάλωσε στη λερωμένη, από λάσπες, μπλούζα της και με γρήγορο περπάτημα κατευθύνθηκε μέσα στα ανακατωμένα της μαλλιά. Την ίδια στιγμή άνοιξε τα μάτια της και αντιλήφθηκε πως κάτι περπατούσε στο κεφάλι της. Σηκώθηκε απότομα κι άρχισε να τινάζεται νευρικά.
Το έντομο έπεσε κάτω. Η άγνωστη το πρόσεξε και το κυνήγησε για λίγο με το πόδι της για να το πατήσει. Εκείνο χάθηκε γρήγορα ανάμεσα στα φύλλα τρομαγμένο.
Σήκωσε το κεφάλι της και με τα δυο της χέρια έστρωσε τα μαλλιά της όπως όπως. Το πρόσωπό της πήρε να αλλάζει. Που είμαι, πως ήρθα εδώ;, σκέφτηκε τρομαγμένη. «Με ακούει κανείς;», η δυνατή φωνή της αντήχησε σε όλο το δάσος. Όμως ξύπνησε κάτι που δεν έπρεπε. Κάτι που ήταν θαμμένο εκεί για αιώνες, ίσως κι από πάντα. Κάτι που ακόμα και τα ζώα μπορεί να γνώριζαν γι’ αυτό έκαναν ησυχία, ίσως και όχι.
Ξεκίνησε με δειλά, αθώα βήματα να περπατά στο δάσος. Ήθελε να καταλάβει που βρίσκεται. Ξαφνικά τα πάντα θαρρείς και γκριζάρισαν. Λες κι άλλαξε ρότα το φως κι από πορτοκαλί έγινε γκρι. Ένα περίεργο γκρι που τρόμαζε την κάθε καρδιά που το βίωνε. Η γυναίκα σάστισε. Άρχισε να παρατηρεί γύρω της με τα μάτια της ορθάνοιχτα και γεμάτα τρόμο. Προσπαθούσε απλός να καταλάβει. Ένας δυνατός μπάσος ήχος άρχισε να ακούγετε. Προοδευτικά γινόταν όλο και πιο λεπτός. Ήταν τόσο δυνατός που δεν τον άντεχε. Έκλεισε με δύναμη τα αυτιά της. Μάταια όμως, ο ήχος ήταν εκεί και τη βασάνιζε. Σε μια στιγμή ο ήχος έγινε απότομα πολύ λεπτός σε τέτοιο βαθμό που πόνεσαν τα αυτιά της και με μιας ένιωσε μια παρουσία στα δεξιά της. Γύρισε γρήγορα να δει. Μια μαύρη σκιά ορθωνόταν δίπλα της, σχεδόν στα δυο μέτρα. Είχε το μέγεθος αρκούδας που σηκώνεται στα πίσω πόδια. Η καρδιά της πήγε να σπάσει. Ο φόβος σε μια στιγμή της έκοψε τα πόδια. Ήταν έτοιμη να αποδεχτεί το μοιραίο. Ακριβώς τη στιγμή που ήταν έτοιμη να γονατίσει ο ήχος άλλαξε. Ένα λευκό φως λαμπύρισε στα αριστερά. Η σκιά έμεινε ακίνητη απλά να παρατηρεί.
Η γυναίκα ένιωσε μια στάλα ελπίδα μέσα της. Η ελπίδα έγινε κουράγιο και το κουράγιο δύναμη. Δεν γονάτισε. Άφησε τα πάντα πίσω της και χωρίς δεύτερη σκέψη άρχισε να τρέχει όσο ποιο γρήγορα μπορούσε προς το φως. Τα δέντρα, οι θάμνοι και τα φύλλα γύρω της, σαν τα κοίταξε έμοιαζαν πως έτρεχαν κι αυτά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Κοίταξε το φως και πάλι. Όσο το έφτανε τόσο το περιβάλλον γινόταν και ποιο έγχρωμο. Οι μυς από τα πόδια της άρχισαν να καίγονται από την ένταση. Δεν ήθελε με τίποτα να σταματήσει.
Λίγα μέτρα πριν φτάσει στο φως άκουσε τη περιέργεια μέσα της. Ήθελε να δει τη σκιά πόσο κοντά της ήταν. Γύρισε και κοίταξε. Πριν όμως την δει δεν πρόσεξε μια ρίζα στο έδαφος. Το πέλμα της πέρασε ακριβώς από κάτω. Εκείνη έπεσε και τα πάντα σκοτείνιασαν.
Ησυχία…
Κάτι σκληρό σαν φύλλο της χάιδεψε το πρόσωπο και την ξύπνησε. Ένα μικρό, μαύρο μαμούνι σκαρφάλωσε στη λερωμένη, από λάσπες, μπλούζα της…
Tags: The Weird Side Daily , άγνωστη , αιώνες , αλλόκοτο , αρκούδα , αυτί , αυτιά , γκρι , Γρηγόρης Τριγλίδης , γυναίκα , δάση , δάσος , διήγημα , δύναμη , δύση , έδαφος , ελπίδα , Ζώα , Ζώο , Ήλιος , ήχος , καρδιά , κεφάλι , μαλλιά , μαμούνι , περιέργεια , πόδι , πορτοκαλί , πρόσωπο , Σκιά , τρόμος , Φόβος , φύλλα , φωνή , φως , ψευδαίσθηση
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.