4
Έκλεισα την πόρτα της κρεβατοκάμαράς μας. Μετά την κλείδωσα. Όχι ότι υπήρχε κάποιος πρακτικός λόγος να κάνω κάτι τέτοιο, απλά ένιωθα πιο άνετα έτσι. Όσο να’ ναι χρειαζόμουν τον προσωπικό μου χώρο. Ο εξωγήινος στεκόταν δίπλα στην πόρτα και με κοιτούσε. Το βλέμμα του με έκανε να νιώσω πολύ άβολα, σαν να ήμουν καμία παρθενοπιπίτσα που έβγαινε στο πρώτο της ραντεβού. Το κυρίως φως της κρεβατοκάμαρας ήταν σβηστό και αναμμένο ήταν μονάχα το αμπαζούρ που στεκόταν στο κομοδίνο, δίπλα στο κρεβάτι. Στο απαλό εκείνο ημίφως η εμφάνισή του ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακή. Το ύφασμα της εφαρμοστής στολής του τεντώνονταν πάνω στις θηλές του στήθους του ενώ το διακριτικό εξόγκωμα ανάμεσα στα σκέλη του, ξέρεις τώρα τι εννοώ, ήταν ευδιάκριτο με μια ποιότητα που ήταν σχεδόν πορνογραφική.
Εκείνος ξανασταύρωσε τα μπράτσα του, έγειρε το κεφάλι του στο πλάι, μια σταλιά, και μου έστειλε ένα ζεστό χαμόγελο:
«Δεν υπάρχει κανένας λόγος να νιώθετε άβολα», μου είπε.
Φυσικά και υπήρχε. Χρόνια είχα να βρεθώ με άλλο άντρα εκτός από τον Μίλτο ενώ τον τελευταίο καιρό οι επαφές μας είχαν γίνει εντελώς περιστασιακές και βαρετές, ένα δεκάλεπτο σπρώξιμο εκ μέρους του στη ουσία. Και φυσικά, ποτέ μα ποτέ δεν είχα βρεθεί με έναν άντρα σαν κι αυτόν.
Έκατσα στο κρεβάτι δίχως να του απαντήσω. Εκείνος δεν φάνηκε να πτοείται από τη σιωπή μου.
«Μπορώ να καθίσω δίπλα σας»; Με ρώτησε με μια φωνή που ήταν απαλή σαν κρέμα και βαθιά σαν ωκεανός.
Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά. Ένιωθα πραγματικά νευρική. Ευάλωτη.
Εκείνος με πλησίασε με αργές κινήσεις, πολύ προσεκτικά, λες και φοβόταν μη με τρομάξει. Κάθισε δίπλα μου και το στρώμα του κρεβατιού υποχώρησε κάτω από το βάρος του κορμιού του. Έτσι όπως τον είχα δίπλα μου, κατάλαβα για πρώτη φορά ότι ήταν εντελώς πραγματικός. Υπήρχε στ’ αλήθεια. Δεν ήταν απλά και μόνο ένα όραμα τέλειας ομορφιάς και εξωπραγματικής αρρενωπότητας. Η ζεστασιά του κορμιού του φάνηκε να αγγίζει το δέρμα μου κατά κάποιο περίεργο τρόπο, σαν να ακτινοβολούσε στην ατμόσφαιρα. Μια λεπτή μυρωδιά άγγιξε τα ρουθούνια μου, ένα μείγμα αρώματος λουλουδιών με κάτι πιο ισχυρό, με μια οσμή αντρίλας που όμως δεν ήταν καθόλου βαριά ή ενοχλητική. Άθελά μου πήρα μια βαθιά ανάσα.
Εκείνος, που με ξεπερνούσε τουλάχιστον ένα κεφάλι σε ύψος, με κοίταξε κατάματα και το βλέμμα του έμοιαζε με ένα χρυσοπράσινο λιβάδι που το λούζει κάποιος καλοκαιριάτικος ήλιος.
«Δεν πρέπει να με φοβάστε», δήλωσε «γιατί δεν σκοπεύω να σας κάνω κακό. Θα κάνουμε μονάχα ότι θελήσετε εσείς».
Προτού προλάβω να αντιδράσω, τα χείλη του άγγιξαν τα δικά μου. Ήταν απαλά και διεκδικητικά ταυτόχρονα και είχαν μια γλυκιά γεύση που όμοια τους δεν είχα ξαναδοκιμάσει.
Κάτι μέσα μου αντέδρασε. Ο χρυσόλευκος εκείνος θεός που ήθελε να μου προσφέρει τον εαυτό του με φόβισε ξαφνικά.
Οπισθοχώρησα.
«Τι συμβαίνει»; Υπήρχε αυθεντική έκπληξη σ’εκείνη την ερώτηση και ανησυχία. «Μήπως έκανα κάτι προσβλητικό»;
«Είσαι υπερβολικά τέλειος», κατάφερα να ψελλίσω. «Μου θυμίζεις τις φαντασιώσεις που είχα όταν ήμουν μικρή. Δεν μπορεί να είσαι πραγματικός».
«Και γιατί να σε φοβίζει αυτό το πράγμα; Είσαι μια ευφυής, ευγενική και θαρραλέα οντότητα. Σου αξίζει κάθε τι το τέλειο».
Μου άρεσε πολύ έτσι όπως είχε περάσει από τη μια στιγμή στην άλλη στον ενικό.
Σε αυτό το σημείο θα κάνω μια παρέκβαση, όσο και αν ξέρω ότι έχεις φάει τα λύσσακά σου να μάθεις τι έγινε στη συνέχεια. Υπάρχει όμως κάτι που πρέπει να σου εξηγήσω. Ερωτεύτηκα ξέρεις για πρώτη φορά όταν ήμουν δεκαπέντε ετών. Μην φανταστείς ότι είχα κάνει πραγματικό δεσμό. Μια φαντασίωση ήταν όλο κι όλο, αλλά με τι ένταση, και με πόσες λεπτομέρειες! Εδώ που τα λέμε, φυσικό ήταν. Εκείνη την εποχή περνούσα μια πολύ άσχημη φάση. Ήμουν μόνη και θλιμμένη και βίωνα την ορμονική αναστάτωση της εφηβείας. Στο σχολείο δεν είχα κάνει φίλους γιατί ο πατέρας μου ταξίδευε συχνά εξαιτίας της δουλειάς του και έπρεπε ν’ αλλάζω σχολείο κάθε λίγο και λιγάκι και έτσι δεν προλάβαινα να γνωριστώ πραγματικά με τους συμμαθητές μου. Εκείνες τις μέρες δε, υπήρχαν κάτι κωλοκόριτσα που με είχαν βάλει στο μάτι και με κορόιδευαν σε κάθε διάλειμμα, τόσο πολύ που είχα αποφασίσει να μην βγαίνω καθόλου από την τάξη. Οι γονείς μου είχαν βάλει πλώρη για διαζύγιο οπότε οι καυγάδες στο σπίτι ήταν στην ημερήσια διάταξη. Οπότε, όπως καταλαβαίνεις, η μόνη μου παρηγοριά ήταν να κλειδώνομαι στο δωμάτιο μου, ν’ ακούω μουσική και να βλέπω τηλεόραση. Εκεί ανακάλυψα τον Στήβ. Βασικά ήταν ο χαρακτήρας μιας σαπουνόπερας, αλλά επειδή ήταν ξανθός, γαλανομάτης, ψηλός και γεροδεμένος μου γυάλισε οπότε μέσα σε χρόνο ντε τε άρχισα να φαντάζομαι τι ωραία που θα ήταν αν μια μέρα χτυπούσε την πόρτα του σπιτιού, έμπαινε μέσα, με άρπαζε στα στιβαρά του χέρια και με έπαιρνε μαζί του μακριά, κατά προτίμηση με το γκάμπριο αυτοκίνητό του. Πριν περάσει πολύς καιρός άρχισα να μηχανεύομαι σενάρια. Πως θα συναντιόμασταν τυχαία δήθεν σε κάποιο νησί και θα με ερωτευότανε κεραυνοβόλα. Ή εναλλακτικά, καθώς θα οδηγούσε την αυτοκινητάρα του, το φανάρι δεν θα άλλαζε και θα με χτυπούσε-ελαφρά με τον προφυλακτήρα-και μετά θα περνάγαμε μια μαγική νύχτα στην εντατική, στο κρεβάτι του πόνου, καθώς αυτός θα μου κρατούσε το χέρι και θα με κοιτούσε βαθιά στα μάτια. Ύστερα θα ζούσαμε μαζί στο Μαλιμπού, θα μ΄έκανε και μένα σταρ της τηλεόρασης και οι μεταξύ μας αντιζηλίες θα έληγαν με πανηγυρικά φιλιά και αγκαλιές μέσα στο φιλτραρισμένο νερό μιας τεράστιας πισίνας. Τώρα που τα θυμάμαι όλα αυτά, μου φαίνονται εντελώς γελοία και παιδιάστικα αλλά να σου πω κάτι; Η ευδαιμονία που μου προκαλούσαν, η λυτρωτική εκείνη ευτυχία, ήταν ένα συναίσθημα που δεν ένιωσα ποτέ στην πραγματική ζωή. Ο Στηβ βλέπεις ήταν ένα δικό μου δημιούργημα και επομένως ήταν τέλειος. Ούτε ρευόταν ούτε έκλανε μπροστά μου, και μάλιστα στο κρεβάτι. Περιττό να σου πω βέβαια ότι ο Μίλτος έχει υποπέσει και στα δυο παραπάνω παραπτώματα. Τέλος πάντων, αυτό που προσπαθώ να σου πω είναι ότι ο πρώτος εκείνος έρωτας, όσο φαντασιακός και αν ήταν, ήταν πραγματικός. Είχα νιώσει κάποια πραγματικά συναισθήματα καθώς φανταζόμουν τον εαυτό μου χαμένη μέσα στην φαρδιά αγκαλιά του Στήβ.
Ε λοιπόν, εκείνη τη στιγμή, ο εξωγήινος, με την απάντηση που μου έδωσε και την απόλυτη ειλικρίνεια που έλαμπε στο βλέμμα του, με έκανε να νιώσω ξανά έτσι. Ξύπνησε μέσα μου εκείνο το κύμα της ονειρικής ευδαιμονίας που νόμιζα ότι είχα χάσει για πάντα μέσα στη γκριζάδα μιας μέτριας καθημερινότητας. Ένιωσα δηλαδή για μια ακόμα φορά ξεχωριστή και πανέμορφη. Άξια ν’ απολαύσω το καλύτερο που είχε να μου προσφέρει η ζωή.
«Μπορώ να συνεχίσω»; Μουρμούρισε στο αυτί μου. Η ανάσα του με ζάλισε με τη ζεστασιά και το λεπτό άρωμα που την τύλιγε.
Έγνεψα καταφατικά.
Εκείνος σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να γδύνεται με αργές κινήσεις που μου φάνηκαν τόσο αισθησιακές ώστε να βάζει τα γυαλιά στον καλύτερο στρίπερ του κόσμου. Όταν ολοκλήρωσε εκείνη τη διαδικασία, στάθηκε μπροστά μου ολόγυμνος και εκτεθειμένος, σαν συμπυκνωμένη φαντασίωση.
Και τότε τα πράγματα στραβώσανε.
Διαβάστε εδώ το μέρος Α’.
Tags: star , The Weird Side Daily , ανάσα , άντρας , άρωμα , Ατμόσφαιρα , αυτοκίνητο , γεύση , γυναίκα , δέρμα , δεσμός , δωμάτιο , έκπληξη , εξωγίνος , Έρικ Σμυρναίος , έρωτας , ευδαιμονία , ευτυχία , εφηβεία , Ήλιος , θεός , κίνηση , κορμί , κρεβάτι , κρεβατοκάμαρα , λουλούδια , μαλλιά , Μουσική , νύχτα , ον , οντότητα , οσμή , πόρτα , ραντεβού , σαπουνόπερα , σενάριο , σιωπή , στήθος , στολή , στρώμα , σώμα , τελειότητα , Τηλεόραση , φαντασίωση , φίλοι , Φόβος , φωνή , φως , χαμόγελο , χείλη , ωκεανός
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.