Ιστορίες για να μην φοβάται κανείς τα φαντάσματα

Οι δεισιδαιμονίες διατηρούνται. Τα φαντάσματα που περιγράφουν τα παραμύθια είναι, σαν τις χάρτινες τίγρεις, τρομαχτικά στην όψη. Ωστόσο υπηρετούν τον ίδιο σκοπό: ‘Αν ο άνθρωπος αρνείται να τα φοβηθεί, τότε αυτά οφείλουν να φοβούνται τον άνθρωπο’.

Αγόρασα αυτό το κλασικό αριστούργημα του αείμνηστου ‘Αντόλφ ντ’Εννερύ’ από ένα παλαιοβιβλιοπωλείο.

Δυσαρεστήθηκα αρκετά όταν αντιλήφθηκα ότι είχα στην κατοχή μου μόνο τον Β’ τόμο…
Δεν μπορείς να ξεκινήσεις μια καλή ιστορία απ’ τη μέση, συμφωνείτε;
Ωστόσο, στο τέλος της περίφημης ιστορίας των δύο ορφανών, με περίμενε μια μάλλον ευχάριστη έκπληξη.
Η γραμματοσειρά ξαφνικά αλλάζει και μια ολοκαίνουρια ιστορία για την οποία δεν είχα ξανακούσει ποτέ ξεκινά. Ή, μάλλον, πολλές ιστορίες…

Ιστορίες για να μην φοβάται κανείς τα φαντάσματα’, μετάφρασης διά χειρός κας Μητροπούλου Κωστούλας.

Μια συλλογή από τριάντα πέντε δοξασίες μεταφυσικού περιεχομένου της Κινέζικης παράδοσης, που η έκδοσή τους χρονολογείται από τον Φεβρουάριο του 1961!

Ας προχωρήσουμε σε ένα απόσπασμα του Προλόγου, όπως τον αποτύπωσε ο φίλτατος ‘Χο Τσι – φανγκ’, διευθυντής του Ινστιτούτου Φιλολογίας της Κινέζικης Ακαδημίας Επιστημών…

«Δεν υπάρχουν φαντάσματα. Ο φόβος για τα φαντάσματα είναι μια ξεπερασμένη ιδέα, μια δεισιδαιμονία και κυρίως, ένδειξη δειλίας. Αυτή είναι η κοινή αντίληψη των ανθρώπων σήμερα.
Ωστόσο, στο παρελθόν οι άνθρωποι είχαν μια διαφορετική άποψη γι’ αυτό. Πολλοί πίστευαν ότι υπάρχουν φαντάσματα και τα φοβόντουσαν. Και δεν είναι καθόλου παράξενο αυτό.

Την εποχή που ο άνθρωπος δεν μπορούσε ακόμα να εξηγήσει τα φυσικά και κοινωνικά φαινόμενα με τη βοήθεια της επιστήμης, διακατεχόταν αναπόφευκτα από κάθε είδους δεισιδαιμονία.

Ο κυριότερος λόγος γι’ αυτή την κατάσταση ήταν η τακτική του εκφοβισμού που ασκούσε στο λαό η κυρίαρχη τάξη, για να ισχυροποιήσει την κυριαρχία της.»

Εκείνο που μας προκαλεί κατάπληξη σήμερα, δεν είναι το γεγονός ότι υπήρχαν τόσοι πολλοί που πίστευαν στην ύπαρξη φαντασμάτων τον καιρό εκείνο, αλλά που με την κυρίαρχη τάξη να πιστεύει στα φαντάσματα, υπήρχε ακόμα μια μερίδα ελάχιστων ανθρώπων που αρνιόταν την ύπαρξή τους.

Ο Κομφούκιος, όπως αναφέρεται στα ‘Ανάλεκτα’ είχε αμφιβολίες και επιφυλάξεις όσον αφορά τα φαντάσματα και τα είδωλα των θεών.

Ο Χσούν Τσού στην ‘Κατάργηση των Προλήψεων’ κοροϊδεύει έναν ‘ηλίθιο και δειλό’ άνθρωπο, που πίστευε στα φαντάσματα και τα στοιχειά. Ο Χουάν Ταν και ο Βάνγκ Κιούνγκ της Δυναστείας των Τσιν (265-420π.Χ.) και ο Φαν Κιέν της Νότιας και της Βόρειας Δυναστείας (420-589μ.Χ.) είχαν απόψεις ματεριαλιστικές, έχοντας διακηρύξει ότι το πνεύμα του ανθρώπου πέθαινε μαζί με το σώμα του.

Τις απόψεις αυτές δεν φάνηκε να συμμερίζεται η πληθώρα του κινεζικού λαού, με τις δοξασίες για ανθρώπους που τόλμησαν ακόμη και να επιτεθούν και να συλλάβουν φαντάσματα να βρίθουν στους αιώνες.

Άνθρωποι με δειλή καρδιά και πνευματικά αχειραφέτητοι θα νιώθουν πάντα δέος απέναντι στο υπερφυσικό, είτε αυτό αφορά ανύπαρκτα όντα, ή ανυπόστατες θεότητες.

Μεταχειριζόμενοι, όμως, την πολιτική τους θεώρηση,  αποβάλλοντας κάθε δεισιδαιμονία κι απελευθερώνοντας το πνεύμα τους, θα ανακαλύψουν ότι τα πλάσματα της φαντασίας δεν πρέπει να τους τρομάζουν κι όπως κάθε λογής φυσικές ή ανθρώπινες συμφορές, μπορούν κι αυτά να ξεπεραστούν ή ακόμη και να κατατροπωθούν.

Στα 1946 στο Γενάν, ο σύντροφος Μάο Τσε-τούνγκ ανέφερε σε μια συνομιλία του με την Αμερικανίδα δημοσιογράφο Άννα Λουίζ Στρονγκ: ‘Όλοι οι αντιδραστικοί είναι τίγρεις από χαρτί. Τρομοκρατούν με την εμφάνισή τους, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχουν την ανάλογη ισχύ’.

Αλλά πώς να προσδιορίσεις τις δυνάμεις των επαναστατών και αυτές των αντιδραστικών, παραμένει ένα καίριο ερώτημα στην Κίνα και σε όλο τον κόσμο, που δεν επιδέχεται ακόμη λύση.

Οι δεισιδαιμονίες διατηρούνται. Τα φαντάσματα που περιγράφουν τα παραμύθια είναι, σαν τις χάρτινες τίγρεις, τρομαχτικά στην όψη. Ωστόσο υπηρετούν τον ίδιο σκοπό: ‘Αν ο άνθρωπος αρνείται να τα φοβηθεί, τότε αυτά οφείλουν να φοβούνται τον άνθρωπο’.

Ο Πρόλογος συνεχίζεται, αναλύοντας το θέμα πιο εμπεριστατωμένα.

Αναφέροντας ιστορικά τεκμηριωμένα πρόσωπα και γεγονότα, άλλοτε προσδίδοντας μια βαρύτητα κι άλλοτε ‘ακυρώνοντας’ την ύπαρξη φασματικών όντων.

Παραθέτω εδώ την μικρότερη-ίσως- αλλά άκρως συμπαθητική και περιεκτική ιστορία του διηγήματος, όπως την αποτύπωσε ο συγγραφέας:

Στην ιστορία «Τι λέει ο Τσάο-Τσού – χσού» από τις «Σημειώσεις στο Ερημητήριο του Γιουέχ Γουέϊ» ένας άνθρωπος που δεν φοβόταν τα φαντάσματα, βλέπει ένα φάντασμα. Αυτό προσπαθεί να τον τρομάξει με τα ξέπλεκα μαλλιά του και βγάζοντας τη γλώσσα του, όπως θα έκανε το φάντασμα ενός κρεμασμένου.

Εκείνος χαμογελάει με την εμφάνισή του και λέει: «Είναι κι αυτά μαλλιά, μόνο που είναι εντελώς ξεχτένιστα. Είναι κι αυτή μια γλώσσα, μόνο που είναι λίγο μακρύτερη. Για ποιο λόγο να σε φοβηθώ;»

Τότε το φάντασμα αφαιρεί με τα χέρια το κεφάλι του και το τοποθετεί πάνω σε ένα τραπέζι.

Χαμογελώντας ακόμα, ο άνθρωπος απαντά: «Δεν σε φοβάμαι με το κεφάλι σου στη θέση του, γιατί να σε φοβηθώ χωρίς αυτό;»

Το φάντασμα, καταντροπιασμένο, εξαφανίζεται από μπροστά του…

Μία ακόμα ιστορία, αφηγείται κάποια γεγονότα που διαδραματίστηκαν την εποχή του Τα Λι της δυναστείας των Τανγκ.

Τότε ζούσε ένας λόγιος που λεγόταν Γουέι Πανγκ, ο οποίος είχε μια αφύσικη δύναμη και μπορούσε να ταξιδέψει τη νύχτα χωρίς να φοβάται. Ήταν άριστος ιππέας και τοξότης, σε σημείο να μην αφήνει ποτέ το σπίτι του χωρίς τόξο και βέλη. Τροφή του αποτελούσαν όχι μόνο τα θηράματα που σκότωνε και μαγείρευε, αλλά και άλλα πλάσματα που κατανάλωνε ωμά, όπως σκορπιοί, φίδια, σκουλήκια και άλλα έντομα.

Κάποτε το έφερε η μοίρα να βρεθεί στο κατώφλι μιας αξιοσέβαστης οικογένειας που του έδωσε κατάλυμα, γιατί είχε νυχτώσει και είχε χαθεί. Ο κύρης του οίκου που τον φιλοξένησε όμως τον προειδοποίησε για το διαβολικό πνεύμα που κατοικούσε στο διπλανό σπίτι, και ενοχλούσε όλη τη γειτονιά, ενώ τον διαβεβαίωσε ότι κανείς από όσους μπήκαν έστω στην αυλή δεν είχε βγει ζωντανός.

Ο γενναίος οδοιπόρος ωστόσο τον διαβεβαίωσε ότι, ως ανταπόδοση για τη φιλοξενία, θα κατατρόπωνε το στοιχειό που βασάνιζε τους καλούς χωρικούς, ή θα πέθαινε στην προσπάθεια. Έτσι εισχώρησε άφοβα στην αυλή του διπλανού σπιτιού και στάβλισε το άλογό του και έστρωσε να κοιμηθεί κατάχαμα.

Όταν το μεγάλο ρολόι του τοίχου σήμανε μεσάνυχτα, ξαφνικά εμφανίστηκε εμπρός του ένα φωτεινό αντικείμενο που έμοιαζε σαν μεγάλος δίσκος από φώσφορο και αιωρούνταν λίγο ψηλότερα από το κεφάλι του ψηλού άντρα. Χωρίς να φοβηθεί εκείνος δεν έχασε χρόνο.

Το στόχευσε με το τόξο του, το πέτυχε ακριβώς στο κέντρο και το σώριασε κατάχαμα.

Τότε είδε πως ήταν μόνο μια σάρκινη μπάλα, σαν παραγεμισμένο στομάχι κάπρου, με άφθονα μικροσκοπικά μάτια ολόγυρα. Αυτά έβγαζαν το φως.

Ο Γουέι Πανγκ το μαγείρεψε στη χόβολη κι έφαγε το μισό και το άλλο μισό το πήγε πεσκέσι στον άνθρωπο που τον φιλοξένησε, ως απόδειξη ότι το στοιχειό θα σταματούσε να τρομοκρατεί τη γειτονιά.

Μία πιο σύντομη και ‘ανθρώπινη’ ιστορία, λέει για έναν ευγενικό και αστείο άνθρωπο, τον Τσεν Τσάι – χένγκ, που περπατούσε ένα βράδυ στην εξοχή όταν είδε δυο άντρες να έρχονται προς το μέρος του, βαστώντας φανάρια για να τους φωτίζουν το δρόμο.

Άξαφνα, χωρίς να το περιμένει, ο ένας τον πλησίασε και τον ρώτησε: «Πέρασες από δω τις προηγούμενες επτά μέρες;»

Έκπληκτος από την απρόσμενη ερώτηση, ο Τσεν Τσάι – χενγκ αποκρίθηκε: «Όχι».

«Γι’ αυτό λοιπόν», συνέχισε ο άλλος, «οι ζωτικές σου δυνάμεις δεν έχουν ακόμα σκορπίσει και δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις τη φασμάτινη φλόγα».

Κάτι μέσα στον απορημένο οδοιπόρο, τότε, του υπογράμμισε πως αυτοί οι δυο ξένοι ήταν νεκροί, και εσκεμμένα τους ρώτησε με προσποιητή αφέλεια: «Είναι αλήθεια πως οι ντόπιοι φοβούνται τους πεθαμένους; Τα φαντάσματα που εμφανίζονται σε σταυροδρόμια όπως αυτό;»

Τότε ο ξένος που δεν είχε μιλήσει ακόμα του αποκρίθηκε: «Κάθε άλλο, τα φαντάσματα είναι που φοβούνται τους θνητούς».

«Και, τι υπάρχει στους ανθρώπους που το φοβούνται;» ρώτησε ο Τσεν.

«Μα, φοβόμαστε μην μας φτύσουν», αποκρίθηκε ο άλλος και τότε ο Τσεν πήρε μια βαθιά ανάσα και έφτυσε και τα δυο φαντάσματα στο πρόσωπο. Εκείνα έπεσαν καταγής κοιτώντας τον θυμωμένα. «Δεν είσαι φάντασμα;» απαίτησαν να μάθουν με μια φωνή.

Γελώντας εκείνος τους απάντησε: «Για να πω την αλήθεια, είμαι ένας άνθρωπος με το ένα πόδι στον τάφο».

Έφτυσε πάλι πάνω τους και αυτοί ζάρωσαν κι έμειναν μισοί στο μέγεθος.

Την τρίτη φορά που τους έφτυσε, εξαφανίστηκαν από γης προσώπου…

Όπως ακριβώς κι ο συγγραφέας, ”μακάρι να ήμουν σε θέση να ισχυριστώ ότι ο ιμπεριαλισμός, οι αντιδραστικοί, ο ρεβιζιονισμός και τόσα άλλα, διαφέρουν από τα φαντάσματα όσον αφορά την ύπαρξή τους, κάτι που με τα φαντάσματα θεωρείται ουτοπικό. Ωστόσο, οι δοξασίες και τα δόγματα δεν παύουν να έχουν κάτι κοινό με τα φαντάσματα που κρύβονται στις σελίδες των παραμυθιών.

Μοιάζουν υπερβολικά -διαβολικά θα έλεγε κανείς – με εκείνα. Προκαλούν πάντα αναταραχή και φασαρία. Μερικές φορές γίνονται φοβερά χυδαία με τα αποτρόπαια καμώματά τους κι άλλες μεταχειρίζονται γοητευτικούς τρόπους για να παραπλανήσουν τον κόσμο των θνητών.

Ξέρουν καλά πώς να καλύπτονται, να προσελκύουν ή να τρομοκρατούν κι η ικανότητά τους να μεταμορφώνουν τον εαυτό τους ξεπερνά αυτή των φαντασμάτων των παλιών ιστοριών, με σημαντικότερο γεγονός την εμφάνισή τους ως κάτι τρομακτικό, που στην ουσία αδυνατούν να γίνουν.

Μερικοί τα φοβούνται ακόμα, προσθέτει ο συγγραφέας του παρόντος διηγήματος,  εμποδισμένοι απ’ το γεγονός ότι η υποκειμενική τους αντίληψη δεν εφάπτεται με την αντικειμενική πραγματικότητα…

Σε έναν κόσμο που ακόμη μάχεται για τη σοσιαλιστική επικράτηση, τη διατύπωση της πολιτικής που ακολουθείται σε πεδία πολιτικά, δικονομικά, ιδεολογικά… η έκδοση του παρόντος διηγήματος δεν πρόκειται να αποτελέσει μεγάλη έκπληξη…”

Χο Τσι – Φανγκ – 23/1/1961

Θα ολοκληρώσω το άρθρο με μία ακόμα ιστορία, όπως υπέροχα διατυπώνεται στο πολυκαιρισμένο χαρτί. Αυτή του Γεχ Λάο – Το.

Ενός ανθρώπου που κανείς δεν γνώριζε το ποιόν του.

Περπατούσε πάντα χωρίς καπέλο και χωρίς παπούτσια, φορώντας  μόνο έναν πάνινο μανδύα και βαστώντας μια ψάθα από μπαμπού υπομάλης.

Μια νύχτα γύρεψε να κοιμηθεί σε ένα χάνι κι ο ξενοδόχος του έδειξε ένα δωμάτιο, πολύ ήσυχο όπως του το σύστησε, αλλά… ολίγον τι στοιχειωμένο!

Ενώ ο φουκαράς Γεχ Λάο Το ετοιμαζόταν να αποκοιμηθεί ξαπλωμένος στην ψάθα του – γιατί το δωμάτιο δεν είχε κρεβάτι- ανοίγει ξαφνικά η πόρτα και μέσα εισέρχεται μια γυναίκα με ένα μεταξωτό φουλάρι τυλιγμένο ασφυκτικά σφικτά γύρω απ’ το λαιμό, μάτια μπλαβά και γουρλωμένα και γλώσσα κρεμασμένη έξω απ’ το στόμα της.

Ξοπίσω της ακολούθησαν κάτι μορφές που δεν θα μπορούσαν να δείχνουν πιο άκοσμες και κατακρεουργημένες, λες και κουβαλούσαν επάνω τους βασανισμούς και κατάρες αρχέγονες.

Και τότε…

«Μυρίζει άνθρωπος εδώ!» φώναξαν ξαφνικά τα φαντάσματα. «Γρήγορα, να τον βρούμε…»

Μα, αρκετή ώρα μετά, αφού έψαξαν το δωμάτιο απ’ άκρη σ’ άκρη, έγινε πια φανερό ότι ο ζωντανός άντρας τους ήταν αόρατος.

«Αυτόνα εδώ δεν θα μπορέσουμε να τον πιάσουμε», δήλωσε ένας άντρας πρησμένος και κατάμαυρος σαν πολυκαιρισμένο κουφάρι. «Η ψυχή του είναι άφοβη και το πνεύμα του αρνείται να πετάξει μακριά από το κορμί του στην θέα μας».

Μόνο όταν ο Γεχ Λάο -Το μίλησε αντιλήφθηκαν τα φαντάσματα την παρουσία του και έπεσαν στα γόνατα εμπρός του, γεμάτα δέος από την τόλμη του.

Τότε η γυναίκα μίλησε και είπε με φωνή τρυφερή, δείχνοντας τους συντρόφους της: «Αυτός εδώ πέθανε από πνιγμό. Αυτός εδώ απανθρακώθηκε. Αυτόν τον εκτέλεσαν για ληστεία και φόνο κι εγώ κρεμάστηκα μόνη μου σε αυτό εδώ το δωμάτιο».

«Θα υπακούσετε την επιθυμία μου;» τους ρώτησε τότε ο Γεχ. Κι όταν τα πνεύματα ένευσαν καταφατικά, εκείνος πρόσταξε με βροντερή φωνή: «Πηγαίνετε και θα ξαναγεννηθείτε. Μην στοιχειώνετε άλλο αυτό το μέρος».

Έτσι κι έκαναν. Και το δωμάτιο παρέμεινε ήσυχο μέχρι, μετά από αιώνες, το χάνι ολόκληρο να ισοπεδωθεί για να χτιστεί στη θέση του καινούριο.

Μπορούμε άραγε να κάνουμε το ίδιο; Να αφήσουμε τα φαντάσματα που στοιχειώνουν τις νύχτες μας να αναπαυθούν εν ειρήνη, ούτως ώστε να αναγεννηθούν ως ελπίδες;

Η παύση του φόβου του αγνώστου και του υπερφυσικού στηρίζεται αποκλειστικά στην απόφαση του ανθρώπου να σταματήσει να φοβάται, κάτι που θα πετύχει μόνο αν καταφέρει να υπερνικήσει το φόβο του.

Η γενναιότητα ετούτη όμως απαιτεί μια στρατηγική.

Και η ανάγκη για στρατηγική απαιτεί φυσικά να πάρει κανείς τον εχθρό στα σοβαρά…

Tags: article , book , books , China , fairytales , fantasy , Ghost Stories , ghosts , humans , stories , writer , writers , άνθρωποι , Αντόλφ ντ'Εννερύ , άρθρο , άρθρο φαντάσματα , άρθρο φανταστικού , βιβλία , βιβλίο , βιβλίο με φαντάσματα , δεισιδαιμονίες , δοξασία , δοξασίες , ιστορίες , Ιστορίες Φαντασμάτων , Κίνα , Κομφούκιος , παραμύθια , πνεύματα , στοιχεία , συγγρασφέας , φαντασία , Φαντάσματα , φαντασμάτων , Φόβος

Μαρία-Θεοδώρα Κεσόγλου

Δημοσιεύτηκε 5 Νοεμβρίου, 2025

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.