Μάγισσες, πλάσματα της μέρας και της νύχτας, γυναίκες με δυνάμεις που ανήκουν στην ανώτερη και κατώτερη επιφάνεια του κόσμου μας. Κάποιες χρησιμοποιούν τις δυνάμεις της φύσης για θεραπείες, άλλες χρησιμοποιούν τις δυνάμεις του σκότους για να είναι παντοδύναμες. Υπήρχαν άνθρωποι που μαγευόντουσαν από τις τεχνικές τους και την γοητεία τους.
Την περίοδο του Χριστιανισμού σε ένα ορεινό χωριό στην παλαιά Αγγλία βρέθηκε μια μάγισσα, που σκότωσε τον άνδρα της για να αποκτήσει περισσότερη δύναμη από τον διάβολο, και καταδικάστηκε στην πυρά. Το πλήθος φώναξε προς τη μάγισσα που ήταν δεμένη σε ένα κορμό, με τα χέρια της να σχηματίζουν ένα σταυρό.
“Στην πυρά η μάγισσα!”, είπε ένας γέρος.
“Να καεί στις φλόγες της κολάσεως το δημιούργημα του διαόλου!” είπε μια γυναίκα που κρατούσε το παιδί της αγκαλιά.
Πολλοί την έφτυσαν. Της είχαν κόψει τα μαλλιά , της πετούσαν πέτρες και αυτή έκλαιγε από τον φόβο, την θλίψη και παρακαλούσε για βοήθεια.
“Σας παρακαλώ αφήστε με! Είμαι αθώα δεν τον σκότωσα! Θεέ μου βοήθησε με από αυτή την κατάσταση φανέρωσε την αλήθεια!” φώναξε δυνατά η μάγισσα ενώ κοιτούσε τον ουρανό και προσευχόταν.
“Πώς τολμάς και βάζεις στο στόμα σου το όνομα του Ύψιστου; Πολύ αργά δεν το σκέφτηκες μάγισσα; Γυνή σαν και εσένα δεν θα έπρεπε καν να μιλά!” Την πλησίασε ένας ιερέας και την χαστούκισε, τόσο δυνατά που η γυναίκα έφτυσε αίμα.
Κοιτούσε σκυφτή, αποδεχόμενη τη μοίρα της και γέμισε με δάκρυα τα μελανιασμένα μάγουλά της, που ήταν κάποτε ροδοκόκκινα. Η ώρα της ήρθε, και ένας άνδρας που ήταν γιος του ιερέα, πλησίασε με ένα δαυλό προς το μέρος της με ένα σοβαρό αλλά και γεμάτο μίσος βλέμμα και ταυτοχρόνως χαράς. Κόντεψε να φτάσει τα ξύλα που βρίσκονταν τριγύρω της και με το που πήγε να κάψει ένα κούτσουρο ακούστηκε μια φωνή:
“Σταματήστε αμέσως!” Εμφανίστηκε ένας νεαρός άνδρας, που όλοι τον ήξεραν ως γιο του δημάρχου.
Ο ιερέας τον κοίταξε. “Μην ανακατεύεσαι τέκνο μου! Αυτή η γυναίκα είναι έργο διαόλου!” είπε δείχνοντάς την. “Θυμήσου πως θα πήγαινε να δηλητηριάσει τον πατέρα σου με τα μαντζούνια της και τα καταραμένα βιβλία της!”
Ανέβηκε στην σκηνή της πυράς. “Η γυναίκα ήθελα να βοηθήσει τον πατέρα μου! Τόσο καιρό πάλευε για θεραπεία όσο αυτός πάλευε για την ζωή του. Τόσοι πολλοί γιατροί του είπαν πως είχε μερικές μέρες ζωής, και αυτή κατάφερε να τον κάνει να σηκωθεί από το κρεβάτι του και εσείς αντί να την ευγνωμονείτε, πάτε να την κάψετε;”
Όλοι τον κοιτούσαν και μιλούσαν ο ένας στον άλλον. Ο ιερέας τον πλησίασε. “Σου κάνει μάγια! Σου κάνει μάγια για να μην αναγνωρίσεις την αλήθεια! Σκότωσε τον άνδρα της!”Ο νεαρός τον κοίταξε με ένα σοβαρό ύφος και μετά έτρεξε στην κοπέλα, την έλυσε και την κουβάλησε στα χέρια του όσο αυτή τον κοιτούσε φοβισμένη και ταυτοχρόνως ανακουφισμένη.
“Αυτή έχασε τον άνδρα της επειδή κάηκε το σπίτι της όσο αυτή έλλειπε να μαζεύει βότανα στο δάσος και κάηκε αυτός μαζί με το σπίτι. Εγώ και ο πατέρας μου την είχαμε φιλοξενήσει και μας τα είπε όλα”.
Όλοι τον κοιτούσαν σαν να ήταν τρελός και ο ιερέας με κάθε λεπτό που τον κοιτούσε να την υποστηρίζει και να την προστατεύει γινόταν όλο και πιο οξύθυμος.
“Και θα πιστέψετε τέτοιες ανοησίες; Είναι επικίνδυνη! Όλοι την είδαν με αίματα στα χέρια της, όλοι είδαν πως κατάφερε να βγει από την φωτιά χωρίς να την αγγίζει!”. Την έδειξε με απέχθεια.
Ο νεαρός τον πλησίασε με έναν σοβαρό ύφος, “Δεν έχετε σκεφτεί πως η Παναγία την έσωσε από τις φωτιές; Ότι η συγκεκριμένη γυναίκα προσευχήθηκε για την ζωή του ανδρός της και την δική της; Τα χέρια της κάηκαν, το αίμα ήταν δικό της!” Η γυναίκα κοιτούσε τον ήρωά της σαν να είχε ένα φως γύρω του, σαν να ήταν ο φύλακας άγγελός της. Την κοίταξε με ένα χαμόγελο που την διαβεβαίωνε πως όλα θα πάνε καλά.
Ο ιερέας ήταν σκεπτικός με αυτά που άκουσε αλλά ένα ερώτημα ήταν στο μυαλό του. “Μπορεί να έχεις δίκιο παιδί μου, αλλά πως αποδεικνύονται αυτά που λες;”
Για ένα λεπτό έμεινε σιωπηλός ο άνδρας και του ήρθε μια ιδέα με ένα χαμόγελο στα χείλη. “Έχετε δίκιο, δεν μπορώ να αποδείξω την αθωότητά της για το φόνο του ανδρός της. Μπορώ όμως να αποδείξω την πραγματική καθημερινότητα και τον χαρακτήρα της… Μένοντας στο πατρικό μου ως μνηστή μου”.
Όλοι τον κοιτούσαν σαν να έχει χάσει τα λογικά του, το ίδιο και ο ιερέας αλλά και η νεαρή γυναίκα. Μετά όμως ο ιερέας άγγιξε το πηγούνι του και ξανασκέφτηκε το σχέδιο του νεαρού. “Πολύ καλά τέκνο μου, αλλά θα ακολουθήσει το σχέδιο σου με τους δικούς μου όρους. Κανονικά δεν θα έπρεπε να την αφήσω να μείνει σπίτι σου ως μνηστή, θα έπρεπε να μένει ως σύζυγός σου, όμως δεν μπορώ να τη δεχτώ στην εκκλησία στο πιο ιερό μέρος της πόλης, για αυτό θα σου δώσω ένα χρόνο να αποδείξεις την αθωότητά της, αλλά θα σας συνοδεύει παντού ο μεγαλύτερος από τους γιους μου για να βλέπει κάθε πράξη σας”. Έκανε νόημα και πλησίασε ο άνδρας με τον πυρσό που πήγε να κάψει την κοπέλα.
Ο νεαρός άνδρας κούνησε το κεφάλι του και κοίταξε τους κάτοικους του χωριού με το κεφάλι ψηλά και με ένα βλέμμα σοβαρό σαν ένας σωστός αρχηγός. “Λοιπόν ακούσατε! Σε ένα χρόνο θα ξαναδικαστεί η γυναίκα και αυτή τη φορά με μάρτυρες τους πιο ιερούς και τους πιο δίκαιους ανθρώπους του χωριού και στο ίδιο μέρος που βρισκόμαστε τώρα. Τώρα γυρίστε πίσω στις δουλειές σας!” Όλοι έφυγαν αμέσως πίσω στη ρουτίνα τους.
Και ο χρόνος ξεκινά με το που έφερε την μνηστή του στο πατρικό του. Σαν σωστός και μορφωμένος κύριος που ήταν την κουβάλησε μέχρι εκεί και κάπως σκεπτικός, γιατί σε όλη αυτή την περιπέτεια ανάγκασε μια ξένη γυναίκα σε έναν γάμο που ήταν μόνο για την αθωότητα και την αποκατάστασή της, αντί να είναι ένας γάμος αγνής αγάπης, ειδικά με μια, όχι πια, αγνή γυναίκα.
Ο νεαρός κοιτούσε την γυναίκα, που σε όλη την διαδρομή ήταν σιωπηλή, σαν να ήπιε το αμίλητο νερό και το βλέμμα της ήταν πάντα κάτω σαν να ντρεπόταν να τον αντικρίσει. Από πίσω τους το παιδί του ιερέα κοιτούσε και τους δύο με ένα σάκο στα χέρια του με τα πράγματά του.
Έφτασαν τελικά στο σπίτι του νεαρού άνδρα που τον περίμενε με ένα πλατύ χαμόγελο ο πατέρας του. “Γιε μου πόσο χαίρομαι που σε βλέπω. Είχα ανησυχήσει που δεν σε είδα το πρωινό ξημέρωμα…”, είπε και μετά κοίταξε την χτυπημένη από τη μοίρα γυναίκα. “Τελικά πήγες και το έκανες, κατάφερες να τη σώσεις από την άδικη τιμωρία. Ελάτε μέσα να της επουλώσουμε τις πληγές της”. Άνοιξε τελείως την πόρτα και άφησε τους δύο να μπουν. Με το που πήγε να κλείσει την πόρτα είδε ένα χέρι να τον σταματά από το να την κλείσει και μετά είδε τον πρώτο γιο του ιερέα να μπαίνει. Τον κοίταξε με ένα ξαφνιασμένο ύφος. “Πατέρα νομίζω ξέρεις τον γιο του ιερέα. Θα είναι μάρτυρας της γυναίκας που σου έσωσε την ζωή”, του είπε με ήρεμα λόγια.
Την ξάπλωσαν στο καθιστικό και την βοηθούσαν να περιποιηθεί τις πληγές της. Ο νεαρός κοίταξε τον γιο του ιερέα και του φώναξε: “Κατανοώ πως θες να μας παρακολουθείς, αλλά μήπως αντί να κάθεσαι και να την κρίνεις άδικα, γιατί δεν της φέρνεις από το πηγάδι νερό να πιει και να πλύνει τις πληγές της;” Στην αρχή φάνηκε πως δίσταζε να πάει αλλά μετά απέκτησε ένα μυστήριο χαμόγελο και έτρεξε προς το πηγάδι. Γέμισε μερικούς κουβάδες νερό και μετά, χωρίς να τον δει κανείς, έβγαλε ένα μπουκάλι γεμάτο με αγιασμό που του έδωσε ο ιερέας, σκέφτηκε: “Έτσι θα ξεφορτωθούμε τον δαίμονα. Στην υγεία σου μάγισσα. Σου εύχομαι κάθαρση της ψυχής σου, αν και αμφιβάλλω αφού θα πας στην κόλαση”. Το άδειασε όλο στους κουβάδες και τους πήγε πίσω στο σπίτι.
Ο πατέρας πήρε τον έναν και ο γιος του πήγε τους υπόλοιπους σε ένα καζάνι και το έβρασε για το μπάνιο της νεαρής. Την πλησίασε με μια κούπα και της την έδωσε να πιει. Αυτή το ήπιε αργά. Ο νεαρός την πλησίασε και κάθισε δίπλα της, και η νεαρή άρχισε να μιλάει. “Σε ευχαριστώ που με έσωσες θα σου είμαι ευγνώμων… Άλλα γιατί το έκανες παρόλο που θα ρίσκαρες την φήμη σου, αν όχι την ζωή σου;”
Αναστέναξε και προσπάθησε να κοιτάξει τα καταγάλανα μάτια της, αλλά λίγο μάταια διότι κοίταζαν το πάτωμα. “Γιατί είναι άδικο να βλέπεις το άτομο, που βοήθησε την μοναδική μου οικογένεια, που είναι στη ζωή, να καίγεται στις φλόγες. Επίσης με αυτόν τον τρόπο να σου ανταποδώσω την χάρη… Κατά κάποιον τρόπο τουλάχιστον”. Η νεαρή θυμήθηκε τη συμφωνία του με τον ιερέα και κοκκίνισε. Ο νεαρός γέλασε. “Επιτέλους βλέπω τα χρώματά σου. Φοβήθηκα πως θα χανόντουσαν με όλα αυτά”. Η νεαρή χαμογέλασε και συνέχισε να πίνει το νερό. Εντωμεταξύ, την παρακολουθούσε ο γιος του ιερέα να πίνει τον αγιασμό με περιέργεια και σκέφτηκε “Μα πως δεν καίγεται ο λαιμός της; Τέλος πάντων θα την παρακολουθώ όσο πλένεται. Εκεί θα βλέπω αν υπάρχουν εγκαύματα στο κορμί της”.
Ο αρχηγός του χωριού πλησίασε την κοπέλα και της είπε με απόλυτη ηρεμία: “Λοιπόν το μπάνιο σου είναι έτοιμο, θα σε αφήσουμε στην ησυχία σου. Πήγαινε να πλύνεις τις πληγές σου.”
Και έτσι έκανε η νεαρή. Πήγε και έκατσε σε μια μπανιέρα με ζεστό νερό και πλενόταν προσπαθώντας να ξεχάσει ό,τι είχε συμβεί. Ήταν τόσο ζεστό το νερό που άρχισε να ηρεμεί και να την κοιμίζει. Ταυτόχρονα, ο γιος του ιερέα έφυγε από τους άνδρες με τη δικαιολογία πως θα έφερνε από το κελάρι μπρούσκο, ενώ στην πραγματικότητα πήγε προς στο μπάνιο με την σκέψη: “Αδύνατον… Θα έπρεπε να είχε καεί, αλλά δεν ακούω καμία κραυγή”. Άρχισε να την κοιτά από την κλειδαρότρυπα, να πλένει το ταλαιπωρημένο και χτυπημένο κορμί της στο νερό. Κάθε ηλιαχτίδα ηλίου γυάλιζε πάνω της σαν να ήταν ένας σπάνιος κρύσταλλος. Ήταν τόσο ήρεμη από τον κόσμο που σιγομουρμούρισε ένα τραγούδι και μετά ξάπλωσε για να αισθανθεί τη ζεστασιά. “Τόσο όμορφο δέρμα, τόσο γλυκιά φωνή και το συνοδεύει ένα αγγελικό πρόσωπο…”, σκέφτηκε. “Παρόλο τα χτυπήματα και την ταλαιπωρία της διατηρείται τόσο όμορφη. Ήταν πολύ τυχερός ο συγχωρεμένος ο άνδρας της… Μα τι σκέφτομαι; Θεέ μου συγχώρεσε με ! Αυτή η γυναίκα είναι όντως του διαόλου, με κάνει να αισθάνομαι τέτοιου είδους κολασμένες σκέψεις! Σε παρακαλώ Θεέ συγχώρεσέ με για αυτό που θα κάνω”.
Η γυναίκα κοιμόταν στη μπανιέρα με το νανούρισμα του τραγουδιού, τόσο που δεν άκουσε το άνοιγμα της πόρτας και τα βήματα του, μέχρι που αισθάνθηκε ένα βλέμμα από πάνω της. Ξύπνησε απότομα από τον ύπνο της και τον είδε να την κοιτά με ένα βλέμμα αποφασιστικό και ταυτοχρόνως τρομακτικό. Τον κοίταξε τρομαγμένη προσπαθώντας να κρύψει το κορμί της με τα χεριά της και φωνάξει από τον φόβο της, μέχρι που ο γιος του ιερέα την σταμάτησε γραπώνοντας τον λαιμό της σφιχτά με το ένα χέρι για να μην ακουστεί το παραμικρό και με το άλλο της έκανε νόημα να μην κάνει θόρυβο.
“Άκουσε καλά διάολε, δεν ανήκεις σε έναν ιερό τόπο κάνοντας τα αισχρά σου κόλπα με τα χαρίσματά σου. Δεν ξέρω πως το κάνεις και δίνεις τέτοιες σκέψεις στο μυαλό μου ή στο μυαλό των άλλων για να τους πείσεις, άλλα το έργο σου σταματάει εδώ! Μπορεί να μην καείς προς τον δρόμο σου στην κόλαση αλλά και αυτός ο τρόπος θα σε στείλει κατευθείαν εκεί!” της είπε με ένα ήρεμο αλλά τρομακτικό ύφος.
Την άρπαξε και τη βούτηξε στη μπανιέρα με τα δυο χέρια γύρω από το λαιμό της. Εκείνη αντιστεκόταν όσο μπορούσε και ούρλιαζε με την ελπίδα να την ακούσει κάποιος.
Ο γιος του ιερέα συνέχισε με όλη την δύναμη που είχε, μέχρι που η γυναίκα σταμάτησε να αντιστέκεται. Τον απέτρεψε όμως να διεκδικήσει τη νίκη μια έντονη γροθιά στο πρόσωπο. Άφησε το λαιμό της γυναίκας και εκείνη άρχισε να βήχει.
Ο άνδρας που πήγε να βάλει τέλος στη ζωή της κοίταξε με έντονο θυμό και περιέργεια τον άνδρα που του έχωσε την γροθιά και βλέπει τον γιο του αρχηγού οργισμένο και προετοιμασμένο να του ξαναρίξει. “Έχεις τρελαθεί; Άκουσέ με γιε του ιερέα, δεν με ενδιαφέρει η θέση σου ούτε ποιανού γιος είσαι. Έτσι και ξαναγγίξεις έστω μια τρίχα από τα μαλλιά της θα είσαι εσύ που θα καταδικαστείς στην πυρά κατάλαβες; Δαίμονας ή όχι αξίζει μια ευκαιρία να αποδειχθεί το πραγματικό της πρόσωπο και ειδικά επειδή αυτή είναι η αρραβωνιαστικιά του επόμενου δήμαρχου του χωρίου, θα σου πρότεινα να της δείξεις σεβασμό!” Ο γιος του ιερέα έφυγε θυμωμένος και ο άλλος κοιτούσε τη φοβισμένη κοπέλα στα μάτια. Γονάτισε για να φτάσουν στο ίδιο ύψος τα βλέμματά τους, “Δεν θα ξανασυμβεί όσο εγώ είμαι εδώ, στο υπόσχομαι. Είσαι ασφαλής”.
Σηκώθηκε και τον αγκάλιασε σφιχτά και άρχισε να κλαίει και έβγαλε όλο και περισσότερο τον φόβο και την ανακούφισή της. Αυτός της χάιδεψε τα μαλλιά δίνοντάς της κουράγιο και ηρεμία, παρόλο που στο μυαλό του ντρεπόταν να αντικρίσει ή να αγγίξει τον γυμνό και βρεγμένο κορμί της.
Οι μέρες, έγιναν εβδομάδες και μετά έγιναν μήνες. Ο γιος του αρχηγού μαζί με την νεαρή γυναίκα είχαν έναν μόνο στόχο, να ξαναποκτήσει η γιατρός την εμπιστοσύνη και την αγάπη των συγχωριανών της με έργα που κανείς δεν πίστευε πως ήταν ικανή. Ο αρχηγός της παρέδωσε ένα κτήμα για να καλλιεργεί τα θαυματουργά βότανά της, βοηθούσε οποιονδήποτε την χρειαζόταν ακόμα και κάποιους που την μισούσαν και όταν ήρθε ο βαρύς χειμώνας κατάφερε να σώσει από βέβαιο θάνατο αρκετούς ανθρώπους, ακόμα και τον γιο του ιερέα που την παρακολουθούσε σαν ένα γεράκι απάνω από το θήραμά του, όταν αρρώστησε αναγνώρισε πως η πλευρά που παρουσίασε ήταν αληθινή.
Σε όλη αυτή την περιπέτειά τους ήρθαν ακόμα και πιο κοντά. Μέρα με τη μέρα ο άνδρας την θαύμαζε όλο και περισσότερο, για το κουράγιο, την εξυπνάδα, αλλά και για την χρυσή της καρδιά… Μέχρι που ο θαυμασμός έγινε έρωτας και από το μέρος του γιου και από το μέρος της νεαρής. Στο τέλος ο γάμος αντί να γινόταν λευκός, δηλαδή για τα μάτια των χωριανών και του θεού, έγινε γάμος ενός αγνού έρωτα.
Ο χρόνος που είχε για να αποδείξει την αθωότητά της τελείωσε και το δικαστήριο ξεκίνησε, με την γυναίκα ντυμένη στα λευκά, χωρίς να ξέρει εάν θα νυμφευτεί ή θα εκτελεστεί.
“Βρισκόμαστε ξανά εδώ, μετά από έναν χρόνο για να δικαστεί τούτη η γυναίκα που κατηγορήθηκε για τον φόνο του ανδρός της, αλλά και για την χρήση μαύρης μαγείας στον ιερό τόπο μας!” είπε με δυναμική φωνή ο ιερέας του χωριού.
“Νεαρέ έλα να μας πεις τι έγινε στον χρόνο που την είχες υπό επιτήρηση”, συνέχισε.
Ο νεαρός ανέβηκε στο σανίδι και κοίταξε τον κόσμο με αποφασιστικότητα.
“Συγχωριανοί μου, σε τούτο το δικαστήριο θα μοιραστώ με εσάς ό,τι έχω βιώσει όλο αυτό τον χρόνο επιτήρησης της νεαρής γιατρού και έχω να πω ένα πράγμα…”
Όλοι κρεμόντουσαν από τα χείλη του, έτοιμοι για οτιδήποτε πει για την γυναίκα, μερικοί κρατούσαν λουλούδια σε περίπτωση που αποκαλυφθεί η αθωότητά της, άλλοι κρατούσαν πέτρες σε περίπτωση που αποκαλυφθεί η ένοχη.
“…Είναι αθώα”.
Ο ιερέας τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. Έτρεξε κοντά του και του ψιθύρισε.
“Είσαι σίγουρος γιε μου; Δεν προσπάθησε να σε μαγέψει;”
Δεν του απάντησε. Κοιτούσε ακόμα τους κατοίκους και έδειξε την γυναίκα.
“Αυτή η γυναίκα απέδειξε σε εμένα, σε όλους μας, την αθωότητά της με τις πράξεις της. Με έσωσε από τον θάνατο στο βαρύ χειμώνα και της είμαι υπόχρεος. Εύχομαι μπροστά σε εσάς και στον Ύψιστο, ένα πανέμορφο γάμο και μια μακροχρόνια γλυκιά ζωή στο ζεύγος”.
Και έτσι έγινε το πρώτο μέρος της ευχής του… Ένας γλυκός γάμος κάτω από τον ανοιξιάτικο ήλιο. Μπορεί κάποιος να πει πως ήταν θέλημα θεού ο γάμος.
Πέρασε ο καιρός και παρόλο που χάθηκε ένας ταπεινός και ειλικρινής ηγέτης, ο νεαρός έγινε ο καινούργιος αρχηγός του χωριού και πάντα προσπαθούσε να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του. Κηδεύτηκε με αξιοπρεπή ταφή κοντά σε εδάφη με τα αγαπημένα άνθη του που βρισκόντουσαν βαθιά στο δάσος. Όλοι από το χωριό τον πενθούσαν μέχρι τη Δύση του ηλίου. Μετά έμεινε μόνο το ζευγάρι, να κάθονται και να της λέει ιστορίες για αυτόν μέχρι που νύχτωσε τελείως.
“Πρέπει να γυρίσουμε στο σπίτι μας”, της είπε ο άνδρας της.
Του απάντησε κουνώντας το κεφάλι καταφατικά και άρχισε να περπατά προς το δρόμο για το σπίτι.
Στο δρόμο τους η ησυχία δεν ήταν ποτέ παρούσα. Τους συνόδευαν οι ήχοι του δάσους, το σφύριγμα των δέντρων από τον αέρα, τα τραγούδια των κουκουβαγιών και το αλύχτισμα των λύκων. Ο άνδρας κρατούσε την γυναίκα του κοντά για να την προστατέψει από κάθε κίνδυνο.
“Μην φοβάσαι εγώ είμαι εδώ και θα είμαι πάντα στο πλευρό σου ό,τι και να γίνει.” της είπε με σιγουριά καθώς την κρατούσε από το χέρι.
Κάποια στιγμή από την άκρη του ματιού του αντίκρισε ένα φως που χόρευε πίσω από κάτι δέντρα και σταμάτησε να περπατάει.
“Τι συμβαίνει;” τον ρωτάει η γυναίκα του με περιέργεια.
“Κάποιος άναψε φωτιά στο δάσος! Πρέπει να δούμε μήπως είναι κανείς εκεί για να προειδοποιήσουμε το χωριό!” της είπε κοιτώντας την με πανικό.
Την πήρε από το χέρι και έτρεξαν μαζί προς το μέρος που βρισκόταν η φωτιά. Με το που έφτασαν στο μέρος με την φωτιά, είδαν δαύλους αναμένους σε ένα κύκλο, μέσα στον κύκλο διάφορα σύμβολα σκαλισμένα στο έδαφος και στο κέντρο ένα ξύλινο κρεβάτι. Ο άνδρας δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του αυτό που αντίκρισε και πλησίασε για να το δει καλύτερα, ήταν σαν να το τραβούσε κάτι για να πλησιάσει, ήταν η περιέργεια; Ήταν ένα πνεύμα; Δεν γνώριζε.
“Πρέπει…Πρέπει να προειδοποιήσουμε το χωριό! Πρέπει να μάθουν για…”, είπε τρομοκρατημένος από την εικόνα, αλλά τον διέκοψε ένα χτύπημα στο κεφάλι.
Ο άνδρας ξύπνησε δεμένος χειροπόδαρα στο κρεβάτι, ακόμα ζαλισμένος, με την όρασή του ελαφρά θολή από το χτύπημα και αισθανόταν κάτι αιχμηρό και κάτι υγρό στο μέτωπο του. Προσπάθησε ακόμα και με τις μισές του αισθήσεις να ξεφύγει από τα δεσμά αλλά μάταια. Τα σκοινιά τον τρυπούσαν σαν αγκάθια. Ύστερα άκουσε βήματα γύρω του, αργά αλλά ελαφρά, και το κεφάλι του ακολουθούσε τον ήχο. “Ποιος…Ποιος είναι εκεί;” ρώτησε τρομοκρατημένος αλλά με λίγο εσωτερικό θάρρος “Που…που είναι η γυναίκα μου; Τι της έκανες;” Η σκιά δεν απάντησε απλά άρχισε να ακονίζει ένα μαχαίρι, που άρχισε να αντανακλάται από τα φώτα των δαυλών.
Ο άνδρας για κάποιο λόγο άρχισε να αντικρίζει τη λάμψη του μαχαιριού, τις περίεργες λεπτομέρειες στη λεπίδα του ή τα περίεργα σύμβολα και σχέδια πάνω του. Φοβόταν το τι θα του συμβεί όμως περισσότερο φοβόταν τι είχε συμβεί στην γυναίκα που αγαπούσε και το τι θα απογίνει το χωριό χωρίς έναν αρχηγό. Παρ’ όλα αυτά συνέχισε να δείχνει δυναμισμό και κουράγιο στη μυστήρια φιγούρα. Οι αισθήσεις του άρχισαν να δυναμώνουν και να προσπαθεί ακόμα περισσότερο να σπάσει τα δεσμά του. “Θα το μετανιώσεις πολύ πίκρα! Θα το καταλάβουν οι κάτοικοι πως λειπούμε και αρχίσουν να μας ψάχνουν!”
Η σκιά άφησε ένα μικρό γελάκι και του είπε: “Και ποιος είπε πως το ζεύγος θα λείπει για πολύ;” Ο άνδρας με το που άκουσε τη φωνή γούρλωσαν τα μάτια του, ειδικά όταν αντίκρισε το πρόσωπο της σκιάς…Το πρόσωπο της γυναίκας του. “Εσύ; Μα…Μα γιατί;” την ρώτησε.
Το βλέμμα που αντίκρισε δεν ήταν αυτό το γλυκό και αγγελικό που γνώρισε και αγάπησε. Αντί αυτού έβλεπε θυμό και καθαρό μίσος, “Γιατί έπρεπε κάποιος να πληρώσει με το ίδιο νόμισμα”.
Την κοίταξε μπερδεμένος. “Τι… Τι είναι αυτά που λες;!”
Τον πλησίασε με την λεπίδα, χαϊδεύοντάς τον από τον γεροδεμένο κορμό του μέχρι που έφτασε στο λαιμό του. “Πες μου… Τι ξέρεις για την φωτιά που σκότωσε τον πρώην άνδρα μου;” τον ρώτησε.
Κοιτούσε το κενό για μερικά δεύτερα και μετά της απάντησε:“Δε… δε ξέρω… Το μόνο που ξέρω ήταν πως ήρθε από το πουθενά”. Με το που το είπε αυτό η λεπίδα καρφώνεται μερικά χιλιοστά μακρυά από το κεφάλι του.
Η γυναίκα άρχισε να θυμώνει όλο και περισσότερο, αλλά δάκρυσε όταν θυμήθηκε την εικόνα ξανά. “Η φωτιά προκλήθηκε από τον πατέρα σου…”. Ο άνδρας δεν πίστευε αυτό που άκουσε, όμως η περιέργεια τον έκανε να σωπάσει για να ακούσει τη δική της πλευρά της ιστορίας.
Η γυναίκα έβγαλε το μαχαίρι και συνέχισε. “Ο πατέρας σου γενικότερα δεν ήταν και ο πιο γλυκός άνθρωπος. Με το που φτάσαμε στο χωριό με τον άνδρα μου ήταν πολύ απότομος και απαίσιος, ειδικά απέναντί μου. Όλο με κοίταζε περίεργα, έλεγε διάφορα σχόλια και μια μέρα από το πουθενά προσπαθούσε να με αγοράσει από τον άνδρα μου αρκετές φορές, για να γίνω νύφη για τον γιο του”. Γύρισε την πλάτη της. “Οι δωροδοκίες έγιναν απειλές, μας κατέστρεψε το μοναδικό χωράφι που είχαμε και τον έκανε να κάνει διάφορες δύσκολες δουλειές που κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα άντεχε να κάνει, όμως ο άντρας μου παρέμενε γενναίος με ένα χαμόγελο στα χείλη… Μέχρι που η τελευταία απειλή έφερε το μοιραίο… Πήγε αυτός και έβαλε τη φωτιά… Γι’ αυτό ήταν ο πρώτος που το είδε και προειδοποίησε όλο το χωριό. Και στο τέλος με καταδίκασε κιόλας και έβαλε στους ώμους μου το φόνο του άντρα μου, μόνο και μόνο για να με έχει στο χέρι. Ακόμα και στο σπίτι που ήμασταν δεν σταματούσε. Τον μισούσα… Και αυτόν και όλο το χωριό που τον υποστήριζε!”
Δεν πίστεψε στα αυτιά του, αναρωτιόταν για πόσο καιρό είχε κρυμμένη αυτή την πλευρά ο πατέρας του και έκλεισε τα ματιά του από απογοήτευση, “Λυπάμαι…”. Η κοπέλα τον κοίταξε και εκείνος συνέχισε. “Ειλικρινά λυπάμαι για την συμπεριφορά του πατέρα μου… Άμα το ήξερα, θα τον σταματούσα, θα έκανα τα πάντα για την ευτυχία σου. Αυτός ο χρόνος που πέρασα μαζί σου με έκανε τον πιο ευτυχισμένο άντρα στον κόσμο και με έκανε να καταλάβω πως ακόμα και με αυτό τον θυμό που έχεις μέσα σου από τους άλλους, τους βοήθησες έτσι και αλλιώς. Αυτό δείχνει το πόσο αγνή είναι η καρδιά σου”. Η κοπέλα αφήνει κάτω το μαχαίρι και κοιτά κάτω και αυτός την κοιτά με χαμόγελο. “Το να εκδικηθείς δεν θα φέρει πίσω τον άνδρα που αγαπούσες… Ελπίζω στην καρδιά σου αυτό το χρόνο που περάσαμε εκτός από την εκδίκηση να απέκτησες και εσύ συναισθήματα για εμένα όπως απέκτησα για εσένα. Αν δεν τα έχεις τουλάχιστον λύσε με και άσε με να επανορθώσω για κάθε αμαρτία του πατέρα μου… Μια ολοκαίνουργια αρχή. Τι λες αγάπη μου; ”
Η γυναίκα άρχισε να δακρύζει. Τέτοια γλυκά λόγια είχε καιρό να τα ακούσει από κάποιον. Αισθάνθηκε πως τα συναισθήματα που είχε για αυτήν ήταν αληθινά και τον πλησίασε. Ο άνδρας της χαμογέλασε για να ηρεμήσει και αυτή του χαμογέλασε πίσω. Ήρθε πάνω από το κεφάλι του και του ακούμπησε το μάγουλο. Ο νεαρός αισθάνθηκε το γλυκό άγγιγμα και άφησε το κεφάλι του στο χέρι της. Η νεαρή τον πλησίασε αργά αργά μέχρι που… Τα χείλη τους συναντήθηκαν. Ένα φιλί γλυκό και ζεστό, ένα φιλί αγνό, ένα φιλί αληθινής αγάπης… Ή έτσι νόμιζε αυτός.
Η γλυκιά ζεστασιά του φιλιού άλλαξε σε ένα κάρφωμα που του έκοψε την ανάσα. Δεν μπορούσε να μιλήσει, αισθανόταν τον πνιγμό από το ίδιο του το αίμα. Το φιλί σταμάτησε και η γυναίκα τον κοίταξε προετοιμασμένη να κάνει ένα μεγάλο βήμα. “Για αυτό τα κάνω όλα αυτά “αγάπη” μου… Για μια καινούργια αρχή και για αυτό χρειάζομαι το σώμα κάποιου που με έχει ερωτευτεί όπως με ερωτεύτηκε ο άνδρας μου”.
Με την τελευταία ανάσα προσπαθούσε να πει το όνομά της αλλά μετά το βλέμμα του άρχισε να σβήνει και η τελευταία του εικόνα ήταν τα άστρα του ουρανού με το φως των δαυλών… Και τότε ο νεαρός αρχηγός απεβίωσε.
Η νεαρή γυναίκα άρχισε να ψιθυρίζει λατινικά. Με το ίδιο μαχαίρι έκοψε λίγο τον καρπό του χεριού της και έριξε μερικές σταγόνες στο στήθος, εκεί που βρίσκεται η καρδιά. “Σε παρακαλώ γύρνα πίσω… Γύρνα πίσω σε εμένα”, ψιθύρισε και μετά είπε τα τελευταία λόγια.
Μια έντονη λάμψη από τις φλόγες που τυλίχτηκαν γύρω τους. “Οι φλόγες σε πήραν από εμένα και οι φλόγες θα σε γυρίσουν πίσω”. Κάποια στιγμή οι φλόγες άρχισαν να μπαίνουν μέσα στο σώμα του ανδρός και σηκώθηκε το στήθος του για μερικά δεύτερα σαν να προσπαθούσε να αναπνεύσει με τέτοια δύναμη που έσπασαν τα δεσμά του… Και ύστερα ένα απόλυτο σκοτάδι.
Οι φλόγες έσβησαν και το σώμα δεν ξανακουνήθηκε. Η γυναίκα έτρεξε κοντά στο σώμα μήπως αισθανθεί μια ανάσα, έστω να ακούσει ένα παλμό… Τίποτα.
“Αγάπη μου; Αγάπη μου με ακούς; Όχι…Όχι…Όχι…Το ξόρκι έπρεπε να πιάσει! Σε παρακαλώ σήκω!” Τον ταρακούνησε λίγο αλλά μάταια. “Σε παρακαλώ δεν αντέχω άλλο μακριά σου”. Ξάπλωσε στο παγωμένο στήθος και άρχισε να κλαίει. Έχασε κάθε ελπίδα να τον φέρει πίσω, κάθε επιθυμία ζωής μακριά του. Όλη η σκληρή της δουλειά, όλη η υπομονή, όλη αυτή η αυτοπεποίθηση για να τον φέρει πίσω χάθηκαν.
Μπαπ μπαπ
Μπαπ μπαπ
Μπαπ μπαπ
Γούρλωσαν τα μάτια της με το που άκουσε χτύπους μια καρδίας. “Θα είναι όλα στο μυαλό μου… Θέλω τόσο πολύ να ακούσω την καρδούλα του που απλά την ακούω στο κεφάλι μου”. Μετά αισθάνθηκε ένα χέρι να της χαϊδεύει τα μαλλιά, τόσο ήρεμα και τόσο γαλήνια όπως τότε. Η γυναίκα πετάχτηκε και κοίταξε το σώμα του “συζύγου” της, να την κοιτά με ένα γλυκό χαμόγελο και έβγαλε το στεφάνι. Σηκώθηκε και την σήκωσε στα στιβαρά του χέρια και άρχισε να την φιλά παθιασμένα. “Γύρισα γλυκό μου ρόδο… Και κανένας δεν θα μας χωρίσει ξανά…”. Την κατέβασε και άγγιξε τη κοιλιά της.“Ειδικά τώρα που θα γίνουμε οικογένεια.”
Άννα Κλουκινιώτη
Tags: The Weird Side Daily , αγάπη , Αγγλία , αγιασμός , αίμα , αίματα , άντρας , βιβλία , βιβλίο , βοήθεια , βότανα , γάμος , γοητεία , δαίμονας , δάκρυα , δάση , δάσος , δήμαρχος , διάβολος , διήγημα , Διήγημα τρόμου , διήγημα φαντασίας , Διηγήματα , δίκη , δολοφονία , δολοφόνος , έγκαυμα , εκκλησία , θεός , θεραπεία , θλίψη , ιερέας , ιστορία , ιστορίες , κελάρι , κόσμος , μαγεία , μάγισσα , μάγισσες , μάτια , μπάνιο , νύχτα , οικογένεια , Παιδί , πατρικό , περιπέτεια , πλάσμα , πλάσματα , πόλη , πράξη , πυρά , ρουτίνα , σκηνή , σκότος , σπίτι , σταυρός , τάφοι , τρελός , φλόγες , Φόβος , φόνος , φωτιά , Χριστιανισμός , χωριό , Ψυχή
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.