«Ξάφνου σταμάτησε, όταν η ομίχλη τον τύλιξε σφιχτά και όλα μαύρισαν. Φωνές άρχισαν να ψιθυρίζουν τρεμουλιάζοντας· φωνές εξαίσιες και αριστοκρατικές, σαν το τραγούδι των κυράδων των παλιών καιρών.
«Ποιος είναι εκεί;» ψιθύρισε, φοβούμενος πως έχανε και το μυαλό του μαζί με την όρασή του. «Θεέ και Κύριε! Δεν βλέπω τίποτα!»
«Κλείσε τα μάτια σου, και θα δεις τα πάντα», απάντησαν οι φωνές.»
«Τι θέλεις;» Ακούστηκε μία βροντερή γυναικεία φωνή από τον ορίζοντα.
Έντρομη κοίταξε τριγύρω προσπαθώντας να ανιχνεύσει τη φωνή. Εκείνη όμως δε φαινόταν πουθενά. Μόνο μαύρο σκοτάδι τύλιγε την πλάση.
«Θέλω ένα γιο!» Απάντησε γονατίζοντας στον πάγο. Η παγερή αύρα συνέχισε να την μαχαιρώνει, μα δεν παραπονιόταν. Σιωπηλά έκλαιγε, ικετεύοντας την τελευταία της ελπίδα. Τη Βασίλισσα του Χιονιού.
ΣΕΛΙΔΑ 1 / 4
ΕπόμενηΕνημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.