Ήταν Παραμονή Χριστουγέννων. Τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια της πόλης, έλαμπαν παράξενα μέσα στο σκοτάδι. Το μεγάλο ρολόι της πλατείας άρχισε να χτυπά ρυθμικά μόλις ήρθαν τα μεσάνυχτα. Όταν ακούστηκε ο πρώτος χτύπος, ξεκίνησε να παίζει από όλα τα μεγάφωνα το τραγούδι: «You’d better watch out, you’d better not cry, you’d better not pout I’m telling you why, Santa Claus is coming to town…» Η φωνή που τραγουδούσε ήταν μεν παιδική, αλλά είχε κάτι το απόκοσμο. Κι όταν ακούστηκε η τελευταία φράση, η φωνή έγινε αργόσυρτη, βραχνή και αντρική∙ μια τρομακτική, αντρική φωνή που έκανε αντίλαλο λες και βρισκόταν μέσα σε ένα τούνελ.
Ο δεκαπεντάχρονος Ντάνι έτρεχε πανικόβλητος μέσα στη νύχτα. Ήξερε πως δεν είχε πολύ χρόνο. Από στιγμή σε στιγμή θα κινδύνευε. Η ανάσα του αντηχούσε στους άδειους, χιονισμένους δρόμους. Το ρολόι είχε χτυπήσει ήδη δυο φορές. Έμεναν άλλες δύο. Γνώριζε ότι στον τελευταίο χτύπο θα τελείωναν όλα. Τρίτος χτύπος… τέταρτος… Ίσα που πρόλαβαν να τον τραβήξουν δύο χέρια προτού ανοίξει μία τρύπα ακριβώς κάτω από τα πόδια του και τον καταπιεί για πάντα η άβυσσος. Το απόκοσμο τραγούδι συνέχιζε να ακούγεται στην άδεια πόλη.
Ο Ντάνι κοίταξε γύρω του αναπνέοντας γρήγορα. Η καρδιά του κόντευε να σπάσει. Βρισκόταν σε ένα χαμηλά φωτισμένο δωμάτιο. Στη μέση βρισκόταν ένα ξύλινο τραπέζι με τρία αναμμένα κεριά, και παραπέρα μια σόμπα. Κοντά της, σε μια κουνιστή πολυθρόνα καθόταν ένας γέρος με στρόγγυλα γυαλιά. Είχε το βλέμμα καρφωμένο πάνω του. Τα γκρίζα γένια του έφταναν μέχρι το λαιμό και τα μαλλιά του ήταν πιασμένα αλογοουρά στη βάση του αυχένα του. Δίπλα του στεκόταν ένα νεαρό κορίτσι με ξανθές πλεξούδες.
«Παρά τρίχα σε πρόλαβε η Νέλι», σχολίασε ο άντρας κι έφερε στα χείλη του μια πίπα.
Πυκνός καπνός κάλυψε το πρόσωπό του. Όταν διαλύθηκε ο γέρος συνέχιζε να τον κοιτάει στα μάτια.
«Μην στέκεσαι εκεί», του είπε. «Έλα εδώ να ζεσταθείς», πρόσθεσε δείχνοντας του μια καρέκλα. «Η αποψινή νύχτα θα είναι πολύ μεγάλη».
Ο Ντάνι υπάκουσε. Κάθισε δίπλα στη σόμπα κι ένιωσε τη ζέστη της να τον τυλίγει. Αμέσως χαλάρωσε.
«Είμαι ο Νικ», του είπε ο άντρας και του έδωσε το χέρι.
Τα ροζιασμένα δάχτυλά του ήταν γεμάτα δαχτυλίδια.
«Αυτή είναι η Νέλι», πρόσθεσε.
Το κορίτσι έδωσε κι εκείνο το χέρι χωρίς ωστόσο να μιλήσει. Εξαφανίστηκε στο εσωτερικό του σπιτιού για να επιστρέψει αργότερα με ένα πιάτο που άχνιζε.
«Ευχαριστώ», είπε ο Ντάνι όταν του το έδωσε.
Η ζεστή σούπα τον έκανε να χαλαρώσει ακόμα πιο πολύ. Η Νέλι κάθισε στο πάτωμα δίπλα στη σόμπα και τύλιξε τα χέρια γύρω από τα γόνατά της. Οι φλόγες καθρεφτίστηκαν στα μάτια της.
«Τι είδες;», τον ρώτησε ο Νικ μόλις έφαγε και την τελευταία κουταλιά σούπας.
«Είδα να ανοίγει μια τεράστια τρύπα στη γη…» μουρμούρισε εκείνος.
«Μάλιστα. Κι αν δεν σε έπιανε η Νέλι θα σε είχε ρουφήξει μέσα της έτσι δεν είναι;» ρώτησε φυσώντας λευκό, πυκνό καπνό.
Το αγόρι ένευσε καταφατικά.
«Ήταν…» κόμπιασε, «ήταν από τους πρώτους εφιάλτες που είχα στη ζωή μου».
«Έτσι ξεκινάει», έκανε ο Νικ. «Πρώτα αρχίζουν με τους παλιούς εφιάλτες και μετά καταλήγουν στους καινούριους. Οι γονείς σου;» τον ρώτησε στη συνέχεια.
«Ελπίζω να είναι στο σπίτι. Εγώ δεν πρόλαβα να επιστρέψω πριν τα μεσάνυχτα. Είναι λίγο πιο μακριά από εδώ», του απάντησε.
Εκείνος τον κοίταξε ερευνητικά πάνω από τα γυαλιά του.
«Είναι η πρώτη σου φορά έτσι;»
«Ναι», απάντησε ο Ντάνι. «Ποτέ άλλοτε δεν είχα βρεθεί έξω τέτοια ώρα και… τέτοια μέρα. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, οι γονείς μου κλείνονταν στο σπίτι κάθε Παραμονή Χριστουγέννων μόλις περνούσαν τα μεσάνυχτα. Δεν μου έλεγαν όμως γιατί, απλά επέμεναν να μη βγω έξω για κανένα λόγο. Μόλις πριν από πέντε χρόνια μου εξήγησαν».
«Τι σου είπαν ακριβώς;» τον ρώτησε εκείνος, ενώ το πρόσωπό του κρυβόταν πίσω από ένα ακόμα σύννεφο καπνού.
«Κάθε Παραμονή Χριστουγέννων, μετά τα μεσάνυχτα, ζωντανεύουν οι χειρότεροι εφιάλτες όλων όσων κυκλοφορούν στους δρόμους. Γι’ αυτό πρέπει να κλεινόμαστε στα σπίτια μας με χαμηλό φωτισμό, μέχρι να περάσει η μέρα των Χριστουγέννων και να σταματήσει αυτό το τραγούδι που ακούγεται από τα μεγάφωνα. Τότε θα είμαστε ασφαλείς και θα μπορούμε να βγούμε έξω».
«Σωστά», είπε ο Νικ και ήπιε μια μεγάλη γουλιά από μια κούπα που είχε δίπλα του. «Παλιά δεν ήταν έτσι. Πριν πολλά χρόνια τα Χριστούγεννα ήταν γιορτή αγάπης και χαράς. Ο Άγιος Βασίλης έβγαινε με το έλκηθρό του για να μοιράσει δώρα στα παιδιά και τα ξωτικά του πραγματοποιούσαν τις ευχές τους. Τώρα με το που σημάνουν μεσάνυχτα, αντί για δώρα μοιράζει φόβο σε όλους και πραγματοποιεί τους χειρότερους εφιάλτες τους. Αλήθεια Ντάνι», τον ρώτησε στη συνέχεια φυσώντας πυκνό καπνό μπροστά στο πρόσωπό του, «ποιος είναι ο χειρότερος εφιάλτης σου;»
Εκείνος κοντοστάθηκε για λίγο.
«Από τότε που… από τότε που έμαθα την αλήθεια εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ είναι να βρεθώ μόνος μαζί του∙ μόνος με τον Άγιο Βασίλη…»
«Ξέρεις», άρχισε ο Νικ και σηκώθηκε από την κουνιστή του πολυθρόνα, «παλιά ο Άγιος Βασίλης ήταν καλός. Απλά», συνέχισε παίρνοντας μια ακόμα ρουφηξιά από την πίπα του και βηματίζοντας πέρα δώθε, «κουράστηκε να τον εκμεταλλεύονται. Μοίραζε συνέχεια δώρα, πραγματοποιούσε ευχές και τι κέρδισε; Αχαριστία! Όλο και λιγότεροι πίστευαν κάθε χρόνο σε αυτόν! Όλο και περισσότεροι τον υποτιμούσαν και τον θεωρούσαν αποκύημα της φαντασίας και αφορμή για εμπορευματοποίηση των γιορτών! Έπρεπε λοιπόν να κάνει κάτι για να τους μείνει αξέχαστος! Φρόντισε λοιπόν να τον θυμούνται όλοι και να πιστεύουν όλοι σε αυτόν!» έκανε με πάθος.
Ο Ντάνι πάγωσε στη θέση του. Μόλις είχε συνειδητοποιήσει κάτι.
«Πώς γνωρίζετε το όνομά μου;» τον ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.
«Γνωρίζω τα πάντα Ντάνι!» του είπε εκείνος πίσω από το σύννεφο καπνού που κάλυπτε το πρόσωπό του. «Γνωρίζω το όνομα, τους φόβους και τους εφιάλτες σου! Ξέρεις ποιο είναι το πραγματικό όνομα του Άγιου Βασίλη Ντάνι; Νίκολας!»
Άπλωσε το χέρι και η Νέλι πήγε δίπλα του. Έκπληκτος ο Ντάνι διαπίστωσε ότι στα μάτια της συνέχιζαν να καθρεφτίζονται οι φλόγες της σόμπας αν και είχε απομακρυνθεί από αυτήν. Ο καπνός διαλύθηκε και τα μάτια του Νικ ήταν ακριβώς ίδια με τα δικά της. Το κορίτσι έλυσε τις πλεξούδες της και δυο μυτερά αυτιά ξεπρόβαλαν. Ο Ντάνι οπισθοχώρησε τρομαγμένος καθώς εκείνοι πλησίαζαν απειλητικά προς το μέρος του. Η πλάτη του κόλλησε στην πόρτα. Έβαλε το χέρι του στο πόμολο. Δε θυμόταν τη Νέλι να την κλειδώνει και είχε δίκιο. Την άνοιξε και βγήκε τρέχοντας στο χιονισμένο δρόμο. Τα πόδια του βούλιαζαν μέσα στο παχύ χιόνι. Ο παγωμένος αέρας τον μαστίγωνε στο πρόσωπο, αλλά δεν τον ένοιαζε. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να φύγει μακριά από εκεί. Σταμάτησε και κοίταξε πίσω του. Κανείς δεν ερχόταν. Έσκυψε κι ακούμπησε τα χέρια στα γόνατά του προσπαθώντας να βρει την ανάσα του. Η τρομακτική μελωδία συνέχιζε να ακούγεται παντού. Διαπίστωσε ότι στεκόταν πάνω στις μισοθαμένες, στο χιόνι, ράγες ενός τρένου. Ξαφνικά άνοιξε μια τρύπα στο έδαφος και τον ρούφηξε μέσα. Άκουσε τον ήχο του να πλησιάζει, και πριν προλάβει να αντιδράσει, ένα βαγόνι τον χτύπησε στα πόδια από πίσω κι εκείνος σωριάστηκε στο εσωτερικό του. Ανασηκώθηκε βογκώντας και διαπίστωσε ότι έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Αρκετά μέτρα μπροστά του, εμφανίστηκε ένα τούνελ που έμοιαζε με το κεφάλι του Άγιου Βασίλη που έχασκε με το στόμα ανοιχτό. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα. Τη στιγμή που το βαγόνι πέρασε από μέσα, τα πάντα σκοτείνιασαν.
Ξύπνησε απότομα σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Ανασηκώθηκε και κοίταξε γύρω του. Υπήρχε μόνο ένα κρεβάτι μέσα, το δικό του. Ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν στολισμένο δίπλα στο παράθυρο. Πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί, άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα οι γονείς του.
«Αγόρι μου», πήγε δίπλα του η μητέρα του και τον χάιδεψε στο πρόσωπο. «Πώς είσαι;»
«Τι συνέβη;» τη ρώτησε εκείνος τη στιγμή που τον έσφιγγε στην αγκαλιά της.
«Είχες ένα ατύχημα με το ποδήλατο», του εξήγησε ο πατέρας του. «Ευτυχώς ξεπέρασες τον κίνδυνο».
«Ποιο ατύχημα; Τι εννοείτε; Και οι εφιάλτες; Οι φόβοι; Πέρασε η Παραμονή των Χριστουγέννων;» ρώτησε εκείνος απελπισμένος.
«Αγόρι μου», έκανε η μητέρα του και τον χάιδεψε στο κεφάλι, «ηρέμησε. Είσαι ζαλισμένος ακόμα…»
«Σου φέραμε κι ένα δώρο», του είπε ο πατέρας του.
Του έδωσε ένα μικρό, τετράγωνο κουτί.
«Άνοιξέ το», τον παρότρυνε και στάθηκε δίπλα στη μητέρα του.
Ο Ντάνι το άνοιξε. Το έλκηθρο του Άγιου Βασίλη εμφανίστηκε τρισδιάστατο μέσα.
«You’d better watch out, You’d better not cry, You’d better not pout I’m telling you why, Santa Claus is coming to town…» ακούστηκε μέσα από το μουσικό κουτί.
Η φωνή που ξεκίνησε παιδική, όσο περνούσε η ώρα, γινόταν αργόσυρτη, βραχνή και αντρική. Ο Ντάνι τους κοίταξε τρομοκρατημένος. Δυο μυτερά αυτιά ξεπρόβαλαν ανάμεσα από τα μαλλιά τους. Το πρόσωπο της μητέρας του άρχισε να μεταμορφώνεται στο πρόσωπο της Νέλι, και του πατέρα του στου Άγιου Βασίλη, ή αλλιώς, Νικ. Τα φώτα έσβησαν. Οι κραυγές του αγοριού, αντήχησαν μέσα στο σκοτάδι.
Tags: christmas , dark , elfs , horror , horror story , mystery , nightmare , santa claus , short-story , song , story , weird , άγιος βασίλης , αλλόκοτο , διήγημα , εφιάλτης , μυστήριο , ξωτικά , Σκοτεινό , Τραγούδι , τρόμος , τρόμου , Χριστούγεννα
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.