Η Συνοικία των Επιθυμιών

Ένα φανταστικό, δραματικό διήγημα με θέμα τα παιχνίδια, από τον Νίκο Κατέχη

Ήμουν τριών εβδομάδων όταν με πήρε εκείνος από εκεί όπου ζούσα τις τελευταίες δέκα ημέρες. Δεν ήταν κάτι που δεν περίμενα. Αντιθέτως, αυτή είναι η μοίρα του είδους μου. Να γεννιόμαστε, να μεταφερόμαστε σε ένα κατάστημα και να περιμένουμε να έρθει κάποιος για να μας πάρει.
Αυτό φυσικά αν και εφόσον του αρέσουμε. Αν κάποιος από εμάς δεν είναι αρκετά ελκυστικός, μένει για λίγο καιρό ακόμη στο κατάστημα και ύστερα επιστρέφει στο μέρος όπου γεννήθηκε για να πεθάνει. Το ίδιο συμβαίνει κι αν έχει κάποια αναπηρία ή εξωτερική δυσμορφία. Οι αγοραστές είναι αρκετά απαιτητικοί σχετικά με την εμφάνιση μας. Γενικά, η μόνη ελπίδα που έχουμε είναι να φανούμε ελκυστικοί σε κάποιον, ούτως ώστε να μας πάρει και να μας πάει σε κάποιο άγνωστο μέρος, το οποίο πιθανώς και να μας επιφυλάσσει την ευτυχία.
Ή και όχι.
Εγώ, όπως είπα, ξεκίνησα για αυτό το ταξίδι κατά την τρίτη εβδομάδα της ύπαρξης μου. Βρισκόμουν κρεμασμένος σε μια γωνία κι έβλεπα τους ανθρώπους να με προσπερνάνε˙  να μου ρίχνουν μια γρήγορη ματιά, να με απορρίπτουν και ύστερα να φεύγουν μακριά.
Κάποιοι με κοιτούσαν λίγο περισσότερο και με χαμόγελο στα χείλη, σαν να μ’ αναγνώριζαν, αλλά με εγκατέλειπαν κι αυτοί, απορρίπτοντας με, ενώ με θαύμαζαν ταυτόχρονα.
Όταν ήρθε εκείνος, πίστεψα ότι θα έκανε το ίδιο. Θα μου έριχνε μια ματιά, θα χαμογελούσε και ύστερα θα έφευγε για να κοιτάξει κάποιον άλλον, που κατά πάσα πιθανότητα θα εγκατέλειπε επίσης κι ούτω καθεξής.
Δεν έτρεφα αυταπάτες. Ήξερα πως δεν ήμουν αρκετά ελκυστικός όπως τα αδέλφια μου στον απέναντι διάδρομο. Δεν ήμουν άσχημος, ούτε ανάπηρος, αλλά δεν ήμουν και τέλειος. Πίστευα ότι κάποια στιγμή θα με διάλεγαν κι εμένα, αλλά όχι και τόσο σύντομα. Είχα πειστεί κιόλας να αποδεχθώ την ιδέα ότι ίσως και να μην τα κατάφερνα τελικά. Άλλωστε ήμασταν κάμποσοι του είδους μου σε αυτόν τον διάδρομο κι ήταν σίγουρο ότι δεν θα τα κατάφερναν όλοι.
Καθώς με κοιτούσε, εγώ παρέμεινα ακίνητος και σοβαρός, έτσι όπως ήμουν αναγκασμένος να κάνω σύμφωνα με τη φύση μου. Είδα μια σπίθα ενθουσιασμού στα μάτια του και πίστεψα ότι αυτή θα έσβηνε αμέσως, όπως συμβαίνει πάντα κι όταν άπλωσε το χέρι του για να μ’ αγγίξει, ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι αυτό που θα δεχόμουν τελικά θα ήταν ένα σύντομο χάδι, άνευ ενθουσιασμού.
Όμως, έκανα λάθος. Το αγόρι άπλωσε το χέρι του, χάιδεψε τον ώμο μου και ύστερα με άρπαξε και με πήγε στο ταμείο.
Από εκείνη τη στιγμή ήξερα πως το δικό μου ταξίδι προς το άγνωστο είχε ξεκινήσει.

«Μαμά, μαμά! Κοίτα τι πήρα».
Το χέρι του αγοριού μπήκε μέσα στη σακούλα και δέχθηκα ένα δυνατό χτύπημα καθώς με παραμέριζε για να βγάλει το μπλε τετράδιο από το λευκό, πλαστικό κελί μας. Ύστερα, ήρθε η σειρά του σετ των χαράκων κι ακολούθησε η συσκευασία με τα στιλό. Εμένα με άφησε τελευταίο και προς στιγμήν ένιωσα ότι ντρεπόταν για την αγορά μου. Λες και ήμουν κάτι κακό ή απαγορευμένο.
Ωστόσο, αναγκάστηκε να με φανερώσει γιατί η μητέρα του τον ρώτησε τι άλλο βρισκόταν μέσα στη σακούλα. Τότε, το χέρι του μπήκε ξανά μέσα και με έπιασε. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τον αληθινό κόσμο και ήμουν κάτι περισσότερο από έκπληκτος. Ήταν φωτεινότερος από ό, τι περίμενα και πολύ, πολύ πιο… όμορφος.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε εκείνη. «Κι άλλη νέα κούκλα; Μα έχεις τόσα παιχνίδια».
«Είναι φιγούρα δράσης, μαμά. Και ναι, αλλά αυτή εδώ είναι μια φιγούρα του Μπλακ Τάιγκερ και μπορεί να κάνει αυτό».
Με τον δείκτη του πίεσε το κουμπί που βρίσκεται στην πλάτη μου και εγώ είπα όλα όσα ήμουν προγραμματισμένος να πω.
«Δεν θα νικήσεις, Κόκκινε Δράκε. Θα σε διαλύσω και θα πάρω την Ρόζα πίσω».
Και τότε θυμήθηκα όλα όσα είχα ξεχάσει από το παρελθόν μου.
Τη μικρή μου κόρη και τον ορκισμένο μου εχθρό, ο οποίος την είχε απαγάγει και την είχε κρύψει στο κρυσφήγετο του, στο βουνό Φούτζι.
Και τώρα πρέπει να βρω τον τρόπο να γίνω άνθρωπος για να πάω να τη σώσω.

«Αυτό είναι λοιπόν το όνειρο που θα ήθελες να πραγματοποιηθεί αν μετακόμιζες στην Συνοικία των Επιθυμιών;».
«Ναι» απάντησα και ο συνομιλητής μου κούνησε το κεφάλι του σκεπτικός. Ήταν κι αυτός μια φιγούρα δράσης˙ ένας ιππότης με αλυσιδωτή πανοπλία και λευκό ένδυμα με έναν κόκκινο σταυρό στο κέντρο. Ήταν το πρώτο παιχνίδι του αγοριού που μου είχε απευθύνει τον λόγο, αν και σίγουρα, υπήρχαν ένα σωρό ακόμη που δεν είχα γνωρίσει.
«Εγώ δεν έχω τόσες αναμνήσεις. Συμβαίνει αυτό με όσα παιχνίδια δε μπορούν να μιλήσουν. Το μόνο που ξέρω είναι ότι είμαι Σταυροφόρος κι ότι πρέπει να πάω στη μάχη προτού χάσουμε τους Αγίους Τόπους από τους απίστους. Όσο σκέφτομαι ότι οι αδελφοί μου σφαγιάζονται εκεί πέρα, ενώ εγώ παριστάνω το παιχνίδι ενός μικρού παιδιού, τρελαίνομαι. Όμως δεν πρόκειται να διεκδικήσω την θέση μου στην Συνοικία παίζοντας άδικα. Αν είναι να τη κερδίσω, θα την κερδίσω με την αξία μου».
«Δεν πρόκειται να προτιμήσει εσένα ο Κωστής, Σταυροφόρε», ακούστηκε μιαν άλλη φωνή. Κοίταξα στο ράφι από κάτω και αντίκρισα μια ακόμη φιγούρα. Ήταν ένας ημίγυμνος άντρας που κρατούσε ένα κοντό ξίφος και φορούσε μια γρατσουνισμένη, χρυσή περικεφαλαία. «Εγώ είμαι το αγαπημένο του παιχνίδι. Η θέση στη Συνοικία είναι δική μου».
«Είσαι το αγαπημένο του παιχνίδι προς το παρόν, Θησέα. Όταν θα του περάσει η φάση λατρείας των αρχαίων Ελλήνων θα στραφεί πάλι κάπου αλλού. Εδώ που τα λέμε, νομίζω πως έχει ήδη αρχίσει να προτιμάει τους σούπερ ήρωες, όπως είναι ο νέος μας συγκάτοικος από ‘δω πέρα».
Ο ημίγυμνος πολεμιστής έγειρε το σώμα του και με κοίταξε με περιφρόνια.
«Μπα. Μου φαίνεται βαρετός», είπε και επέστρεψε στην θέση του, στο δεύτερο ράφι της σχεδόν άδειας από βιβλία βιβλιοθήκης του Κωστή. «Η θέση θα είναι σίγουρα δική μου».
«Περιμένετε», είπα. Μόλις πριν λίγη ώρα είχα ακούσει για αυτή τη Συνοικία και δεν είχα καταλάβει ακόμη τις λεπτομέρεις γύρω από δαύτη. «Δεν γίνεται να πάμε όλοι σ’ αυτό το μέρος;»
«Όχι», απάντησε κοφτά ο Σταυροφόρος. «Το πράγμα δε λειτουργεί έτσι. Η Συνοικία των Επιθυμιών είναι το μέρος όπου πηγαίνει το αγαπημένο παιχνίδι του κάθε παιδιού, όταν αυτό ενηλικιώνεται. Η θέση είναι μία και μοναδική».
«Και τα παιχνίδια που δεν ταξιδεύουν εκεί, τι παθαίνουν;»
«Λησμονούνται και εγκαταλείπονται στη μοναξιά τους και τη σκόνη που τα τυλίγει. Ή καταστρέφονται. Αν ρίξεις μια ματιά στα συρτάρια του γραφείου του Κωστή θα βρεις μερικά παλιά του παιχνίδια τα οποία έχει ολότελα ξεχάσει. Ήταν τα παιχνίδια που τον συντρόφευαν προτού αγοράσει εμάς και τώρα βρίσκονται εκεί πεταμένα και ξεχασμένα, να ελπίζουν ότι θα τα θυμηθεί κάποια στιγμή κι ότι θα ξαναγίνουν τα αγαπημένα του. Το ίδιο ισχύει και για τον Λόλο, τον τύπο που βλέπεις εκεί πέρα κρεμασμένο».
Ακολούθησα το βλέμμα του Σταυροφόρου και εντόπισα την άτυχη ψυχή στην οποία αναφερόταν. Ήταν ένας λούτρινος, ψηλόλιγνος παλιάτσος που κρεμόταν από ένα κορδόνι με βεντούζα πάνω στην πόρτα του δωματίου. Μπορεί να έφταιγε ο φωτισμός του χώρου και η απόσταση μεταξύ μας, όμως έμοιαζε σκυθρωπός και θλιμμένος.

Καθώς τον παρατηρούσαμε, σήκωσε το κεφάλι του και μας κοίταξε.
«Θα με θυμηθεί. Το ξέρω πως θα το κάνει. Ήμουν το πρώτο παιχνίδι με το οποίο έπαιξε. Το πρώτο παιχνίδι που τον ταξίδεψε σε άγνωστους πολύχρωμους κόσμους, όπου η στεναχώρια δεν χωράει. Κάποια στιγμή θα θελήσει να ξαναπαίξει μαζί μου και τότε θα τον κάνω να διασκεδάσει τόσο πολύ που θα μου χαρίσει την θέση στην Συνοικία χωρίς δεύτερη σκέψη. Και έτσι θα πραγματοποιηθεί η ευχή μου να τον συνοδεύω για πάντα, κάνοντας τον να χαμογελάει στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής του».
Η φωνή του ήταν λεπτή μα τραχιά. Ο τόνος του θλιβερός. Και άρχισα να νιώθω ενοχές που ήθελα να διεκδικήσω αυτή τη θέση στην Συνοικία. Όμως, δεν έπρεπε να νιώθω έτσι γιατί υπήρχε κι άλλο ένα πλάσμα που περίμενε να γίνω άνθρωπος. Σε αντίθεση με αυτά τα παιχνίδια, εγώ είχα μια κόρη η οποία κινδύνευε και έπρεπε να σωθεί.
«Και πως κερδίζεις την αγάπη του Κωστή;»
Ο Θησέας γέλασε. Ο Σταυροφόρος παρέμεινε σοβαρός. «Ο σκοπός των παιχνιδιών είναι να διασκεδάζουν τους ιδιοκτήτες τους. Αυτό χρειάζεται να κάνεις αν θες να σε αγαπήσει ο Κωστής. Ξέρω πως είναι κάτι που δεν είναι εξ ολοκλήρου στον έλεγχο σου, μιας και η φύση μας μάς απαγορεύει να συμμετέχουμε ενεργά στο παιχνίδι με τους ανθρώπους, όμως έτσι έχουν τα πράγματα».
Μεσολάβησαν μερικές στιγμές σιωπής και ύστερα ρώτησα κάτι που με βασάνιζε εδώ και κάμποση ώρα. «Και είμαστε σίγουροι ότι αυτή η Συνοικία υπάρχει;»
Ο Σταυροφόρος δεν απάντησε αμέσως. Έμοιαζε να σκέφτεται καλά προτού ν’ αποκριθεί. Την ώρα που ετοιμαζόταν να απαντήσει, η πόρτα του δωματίου άνοιξε και μπήκε μέσα ο Κωστής. Κινήθηκε βιαστικά μέσα στο δωμάτιο, αναζητώντας τα παπούτσια του και τη κόκκινη του μπλούζα. Όταν πέρασε μπροστά από την βιβλιοθήκη, τέντωσε το χέρι του και με χάιδεψε τρυφερά.
«Θα έρθω το βράδυ για να παίξουμε», είπε και ύστερα βγήκε και πάλι έξω. Όταν η πόρτα έκλεισε, ο Σταυροφόρος συνέχισε:
«Είναι μια φήμη που διαδόθηκε από τα παιχνίδια ενός άλλου παιδιού που τα είχε χαρίσει στον Κωστή, όταν εκείνος μεγάλωσε και σταμάτησε να παίζει μαζί τους. Τα παιχνίδια αυτά είχαν λησμονηθεί, όμως δεν έμοιαζαν και τόσο απογοητευμένα γιατί είχαν μια δεύτερη ευκαιρία για να διεκδικήσουν την θέση τους στην Συνοικία, τώρα υπό την ιδιοκτησία του Κωστή».
»Όσο για την ερώτηση σου, όχι, δεν είμαστε σίγουροι ότι αυτή η Συνοικία υπάρχει. Όσοι πηγαίνουν εκεί, μετατρέπονται συνήθως σε ανθρώπους και ξεχνούν το χρόνο που πέρασαν σαν παιχνίδια. Πολλές φορές, όταν ο Κωστής ανοίγει την τηλεόραση του, βλέπουμε ανθρώπους που μοιάζουν αρκετά με την μετενσάρκωση ενός παιχνιδιού. Και μερικές φορές είμαστε σχεδόν σίγουροι ότι αυτά τα πλάσματα ήταν κάποτε παιχνίδια, αλλά δεν μπορούμε να το επιβεβαιώσουμε».
«Κατάλαβα», είπα και δεν ρώτησα τίποτα άλλο μέχρι που ο Κωστής επέστρεψε στο σπίτι, άλλαξε τα ρούχα του, έφαγε βραδινό και γύρισε στο δωμάτιο για να παίξει με μένα και τις υπόλοιπες φιγούρες του. Σε αυτό το παιχνίδι, ήμουν ο πρωταγωνιστής. Ο καλός. Ο ήρωας. Όμως, όσο περνούσε ο καιρός, ο ρόλος μου υποβαθμιζόταν. Μετά από λίγους μήνες, είχα γίνει κι εγώ σαν τον Σταυροφόρο και τον Θησέα και νέα παιχνίδια είχαν κάνει την εμφάνιση τους μέσα σε αυτή την αρένα της επιδίωξης των επιθυμιών. Κάποιες φορές έπαιζε μαζί μου όπως τον πρώτο καιρό, μα τις περισσότερες με ξεχνούσε.

Τα παιχνίδια είχαν πολλαπλασιαστεί. Όπως και οι επιθυμίες τους. Όμως η θέση στην Συνοικία παρέμενε μια. Κι αυτό μας είχε οδηγήσει σε μια εμφύλια διαμάχη που εντεινόταν καθώς ο μικρός μεγάλωνε και πλησίαζε τα δεκαοχτώ. Μερικά παιχνίδια άρχιζαν να εξαφανίζονται από το δωμάτιο του. Ο Κωστής αναρωτιόταν ενίοτε αν του είχαν πέσει κάπου, μα τα υπόλοιπα παιχνίδια ήξεραν την αλήθεια και την έκρυβαν όσο καλύτερα μπορούσαν. Δεν του είχαν πέσει πουθενά. Ήταν εγκληματική ενέργεια εκ των έσω. Κάποια παιχνίδια ξεφορτωνόντουσαν άλλα παιχνίδια κι εκείνα που έμεναν ζωντανά έπρεπε να προφυλάσσουν τα νώτα τους. Μόνο που όσο πλησίαζε ο καιρός για την ενηλικίωση του Κωστή, η σύγκρουση μεταξύ μας γινόταν όλο και πιο καταστροφική.
Οι απόπειρες επίθεσης απέναντι στον Σταυροφόρο ήταν πολλές. Εκείνες απέναντι στον Θησέα ήταν ακόμη περισσότερες. Ο Λόλο είχε επιβιώσει μονάχα λόγω της περίοπτης θέσης στην οποία βρισκόταν. Όσο για μένα, είχα καταφέρει να προστατέψω τον εαυτό μου, όμως η ανάμνηση της κόρης μου και του καθήκοντος μου απέναντι της με πίεζε όλο και περισσότερο κι έτσι, ένα βράδυ, αποφάσισα να συμμετάσχω κι εγώ στην επιχείρηση μείωσης των διεκδικητών της θέσης.
Αρχικά, ο σκοπός μου ήταν να ξεφορτωθώ μερικά από τα παιχνίδια που δεν είχαν σημαντικές επιθυμίες. Αυτοκινητάκια που ευχόντουσαν να τρέξουν σε αγώνα γκραν πρι και τηλεκατευθυνόμενοι δεινόσαυροι που ήθελαν να περπατήσουν σε αληθινό έδαφος έπρεπε να φύγουν. Το να υπάρχει η πιθανότητα αυτά τα παιχνίδια να πραγματοποιήσουν την ευχή τους κι όχι κάποια άλλα που είχαν σημαντικότερους στόχους, ήταν κάτι που δεν έπρεπε να συμβεί.
Όμως, ακόμα κι όταν εξαφανίστηκαν όλα αυτά τα παιχνίδια με τις ανόητες επιθυμίες, δεν σταματήσαμε το ξεκαθάρισμα. Υπήρχαν ακόμη ένα σωρό άλλα που διεκδικούσαν την ίδια θέση που διεκδικούσαμε κι εμείς. Έτσι, σκεφτήκαμε ότι δεν θα ήταν κακό να αναλάβουμε να ξεφορτωθούμε και κάποια από τα παιχνίδια που δεν είχαν ξεκάθαρα ένα σημαντικό, αλτρουιστικό στόχο.
Ο πρώτος που εξαφανίστηκε λόγω αυτού ήταν ο Θησέας, που ήθελε να γίνει ήρωας, σκοτώνοντας θεριά της Ελληνικής μυθολογίας, χωρίς ωστόσο να σκέφτεται το καλό των θνητών ανθρώπων που θα έσωζε. Ο δεύτερος ήταν ο Σταυροφόρος, μόνο και μόνο επειδή η σταυροφορία στην οποία ανυπομονούσε να πάρει μέρος, ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Το είχε πει αυτό ένα από τα καινούρια παιχνίδια του Κωστή, υποστηρίζοντας ότι το είχε ακούσει σε ένα ντοκιμαντέρ. Έτσι, σκέφτηκα ότι θα βοηθούσα τον Σταυροφόρο αν τον έσωζα από έναν τέτοιο σίγουρο θάνατο. Τον απήγαγα, λοιπόν και τον πέταξα στον κάδο σκουπιδιών, έξω από το σπίτι, ελπίζοντας να τον βρει ένα άλλο παιδί και να τον υιοθετήσει, δίνοντας του μια δεύτερη ευκαιρία.
Δεν έμαθα ποτέ που κατέληξε.

Το τελευταίο παιχνίδι που απέμεινε, δίχως μια σωστή επιθυμία ήταν ο παλιάτσος. Σχετικά με την τακτοποίηση αυτού, διατηρούσα ακόμη τις αμφιβολίες μου. Πέρα από ότι βρισκόταν κρεμασμένος στην πιο περίοπτη θέση του δωματίου, καθιστώντας το έργο της απομάκρυνσης του αρκετά δύσκολο, αυτό το παιχνίδι επιθυμούσε να κάνει τον ιδιοκτήτη μας χαρούμενο, για όλη του τη ζωή. Αυτή ήταν μια επιθυμία που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αλτρουιστική και ίσως να ήταν η καλύτερη για εκείνον που μας επέλεξε, μας αγόρασε και μας έβαλε στο σπίτι του.
«Αν ήταν να επιλέξει αυτόν ως αγαπημένο του παιχνίδι, ας μην αγόραζε κι εμάς. Το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να μας καταδικάσει σε θάνατο και λησμονιά», είπε ένα από τα τελευταία παιχνίδια που είχε αγοράσει ο Κωστής. Ήταν ένα κοντό αγόρι με ανέμελα, ξανθά μαλλιά που θυμόταν ότι μια εξωγήινη φυλή είχε επιτεθεί στο χωριό του και ήθελε να αποκτήσει σάρκα κι οστά για να πάει να σώσει την οικογένεια του.
Κάτι παρόμοιο συνέβαινε και με τα υπόλοιπα παιχνίδια που είχαν επιβιώσει. Όλοι είχαμε κάποιον ή κάτι να σώσουμε. Όλοι, εκτός από τον κλόουν. Αυτός είχε απλά τον Κωστή, ο οποίος θα ήταν καλά και χωρίς την ύπαρξη του πάνινου παλιάτσου του.
«Έχεις δίκιο, όμως ο Κωστής δεν ξέρει ότι τα παιχνίδια είναι ζωντανά, ούτε γνωρίζει για τον θρύλο της Συνοικίας. Όσο για τον Λόλο, δε νομίζω πως είναι στο χέρι του να εμποδίσει τον Κωστή να αγοράσει νέα παιχνίδια. Αν ήταν, πιστεύω πως θα το είχε κάνει», απάντησα, ρίχνοντας μια ματιά προς τον γελωτοποιό, ο οποίος παρέμενε κρεμασμένος με σκυμμένο το κεφάλι. Δεν έμοιαζε να μας ακούει, όμως κανείς δεν μπορούσε να πει με σιγουριά ότι δεν το έκανε.
«Και πάλι. Το πρόβλημα μας παραμένει και η μόνη λύση ξέρεις ποια είναι».
«Ναι, αλλά δεν νομίζω καν ότι μας απειλεί. Ο Κωστής τον έχει ξεχάσει εντελώς εδώ και χρόνια. Αποκλείεται να γίνει το αγαπημένο του παιχνίδι στο μέλλον. Ποιος, άλλωστε, παίζει με πάνινους κλόουν στην εποχή μας;»
«Είναι ένας καταραμένος κλόουν, φίλε. Μπορεί να κρύβει έναν άσσο στο μανίκι του. Καλύτερα να τον ξεφορτωθούμε τώρα για να είμαστε σίγουροι, παρά να μας την κάνει τελευταία στιγμή και να μην ξέρουμε από που μας ήρθε».
Εγώ δεν πείστηκα, αλλά τα υπόλοιπα παιχνίδια το έκαναν κι έτσι προσπάθησαν να βρουν έναν τρόπο για να φτάσουν στην πόρτα και να ρίξουν τον Λόλο από την τιμητική του θέση. Στα δεξιά της πόρτας υπήρχε μια ντουλάπα. Αν κατάφερναν να σκαρφαλώσουν εκεί, θα μπορούσαν να πηδήξουν από κάτω και να ξεκολλήσουν τη βεντούζα που κρατούσε τον Λόλο κρεμασμένο. Ωστόσο, αυτό θα ήταν μια επικίνδυνη αποστολή και τα λιγότερο γερά παιχνίδια θα μπορούσαν να καταστραφούν αν κάτι πήγαινε στραβά. Έτσι, αποφάσισαν να στείλουν εμένα γιατί ήμουν κατασκευασμένος από καλύτερο υλικό και έμοιαζα ικανότερος.

Τοποθετώντας το κοντάρι μιας σκούπας πάνω στη ντουλάπα, σκαρφάλωσα μέχρι ένα σημείο κι από κει πήδηξα και συνέχισα να σκαρφαλώνω, χρησιμοποιώντας δύο βεντούζες που είχαμε κόψει από κάτι διακοσμητικά λούτρινα σκυλάκια. Όταν έφτασα στην κορυφή, στάθηκα για μια στιγμή στην άκρη για να υπολογίσω την απόσταση μεταξύ εμού και του Λόλο και ύστερα έκανα το πιο ριψοκίνδυνο άλμα ολόκληρης της ζωής μου. Λόγω της προσεκτικής μου πτώσης, έπεσα κατευθείαν πάνω στον κλόουν και πιάστηκα από τα παρδαλά του ρούχα. Εκείνος έβγαλε ένα βογκητό και σήκωσε το βλέμμα του, κοιτώντας εμένα κι από κάτω τα παιχνίδια που παρακολουθούσαν αυτή τη σκηνή σαν άσπλαχνοι θεατές της αρένας.
«Τι στο καλό κάνεις;» ρώτησε και ταρακουνήθηκε, προσπαθώντας να μ’ αποτινάξει από πάνω του. «Δε βλέπεις ότι δεν υπάρχει τίποτα από κάτω για να σωθείς; Δεν καταλαβαίνεις ότι οι υπόλοιποι προσπαθούν να ξεφορτωθούν και τους δύο μας χωρίς να το διακινδυνέψουν οι ίδιοι;»
Κοίταξα κάτω. Πράγματι, τα υπόλοιπα παιχνίδια στέκονταν σε έναν κύκλο, παρατηρώντας με, αλλά δεν είχαν φροντίσει να φέρουν κάτι που θα ανέκοπτε την πτώση μας. Τούς φώναξα να το κάνουν, όμως με αγνόησαν.
«Βλέπεις; Σε κορόιδεψαν. Τώρα φύγε από πάνω μου αλλιώς θα πέσουμε και οι δύο, μα εσύ θα είσαι αυτός που θα καταστραφεί».
Συνέχισα να προσπαθώ να πείσω τους υπόλοιπους να με βοηθήσουν, αλλά μάταια. Απογοητευμένος, κοίταξα δεξιά κι αριστερά, ψάχνοντας για κάτι από το οποίο θα μπορούσα να πιαστώ. Δεν βρήκα τίποτα πέρα από ένα σκαμπό που θα μπορούσε απλώς να ανακόψει τη πτώση μου αν πηδούσα πάνω του. Κι έτσι, αποπειράθηκα να κάνω αυτό, παίρνοντας φόρα από το κρεμασμένο σώμα του Λόλο.
Διέγραψα ένα πλατύ τόξο από τη πόρτα μέχρι το σκαμπό και κατάφερα να προσγειωθώ πάνω του. Αλλά όχι στο κέντρο, μα στη γωνία και δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Έτσι, έπεσα κάτω και μη μπορώντας να προστατεύσω το πίσω μέρος του σώματος μου, συγκρούστηκα με το έδαφος, σπάζοντας τον εσωτερικό μηχανισμό μου και χάνοντας το ένα από τα χέρια μου.
Το επόμενο πρωί, λοιπόν, βρισκόμουν στα σκουπίδια.

Εγώ ήμουν το μοναδικό παιχνίδι που επιβίωσε μέχρι τα δέκατα όγδοα γενέθλια του Κωστή.
Τη στιγμή που ξημέρωσε η ημέρα των γενεθλίων του παιδιού, περίμενα με ανυπομονησία να μεταμορφωθώ σε άνθρωπο˙ δεν ήξερα με ποιον τρόπο θα συνέβαινε αυτό˙ δεν ήξερα καν αν θα έπρεπε πρώτα να μεταφερθώ στην πολυάκουστη Συνοικία των Επιθυμιών, αλλά… δεν ανησυχούσα. Η μόνη μου έγνοια ήταν να πάω στο σαλόνι, φορώντας την ανθρώπινη μου σάρκα και να λάμβανα μέρος στο σβήσιμο των κεριών της τούρτας του Κωστή, εξηγώντας του το ποιος είμαι και ποιος είναι ο σκοπός μου. Ποιός ήταν πάντα ο σκοπός μου.
Ωστόσο, ξημέρωσε, το ξυπνητήρι του Κωστή χτύπησε και… τίποτα δεν άλλαξε. Εγώ παρέμεινα στην θέση μου, με το σώμα του δέσμιο των περιορισμών ενός παιχνιδιού και συνέχιζα να παρατηρώ τον Κωστή από ψηλά, χωρίς να έχω καν τη δυνατότητα να του μιλήσω.
Πανικοβλήθηκα. Προσπάθησα να σκεφτώ μιαν εξήγηση, αλλά κατέληξα απλά να κάνω υπομονή, περιμένοντας να αλλάξει κάτι μέχρι το βράδυ. Όμως δεν άλλαξε και η ημέρα τέλειωσε με εμένα, τον Λόλο να είμαι ίδιος όπως πάντα.
Ακίνητος, μονάχος και λησμονημένος.
Και τότε συνειδητοποίησα πως κατά πάσα πιθανότητα, δεν αρκούσε απλώς να είσαι το μοναδικό παιχνίδι του ιδιοκτήτη σου, όταν αυτός θα γινόταν δεκαοχτώ˙ θα έπρεπε κιόλας να σ’ αγαπάει αρκετά. Και, μάλλον, ο Κωστής δεν με αγαπούσε τόσο όσο ήλπιζα.
Είτε αυτό, είτε η Συνοικία των Επιθυμιών δεν ήταν παρά ένα παραμύθι…

 

Νίκος Κατέχης

Tags: article , books , creatures , dark , drama , fantasy , horror , monster , mystery , scary , short-story , Spooky , story , toys , weird , αλλόκοτο , ανατριχίλα , διήγημα , μυστήριο , παιχνίδια , σκοτάδι , φαντασία , ψυχολογία

Φίλοι της σελίδας : Άρθρα & διηγήματα

Δημοσιεύτηκε 13 Νοεμβρίου, 2019

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.