Ο Άρθουρ στεκόταν δίπλα στο κατάστρωμα και κοιτούσε τα μανιασμένα κύματα που χτυπούσαν το καράβι. Το γέρικο σκαρί ταλαντευόταν επικίνδυνα μέσα στην τρικυμία αλλά εκείνον δεν τον ένοιαζε. Ήξερε ότι σε λίγο θα πλησίαζαν. Ήξερε ότι σε λίγο θα τελείωναν όλα, τη στιγμή που θα άρχιζαν και πάλι.
«Καπετάνιε!», άκουσε τη φωνή του ναύτη πίσω του.
Γύρισε και τον κοίταξε ενώ ο άνεμος ανακάτευε τα μαύρα, μακριά μαλλιά και γένια του. Οι σταγόνες του θαλασσινού νερού που τον πιτσιλούσαν έκαναν τα μάτια του να τσούζουν.
«Καπετάνιε!», επανέλαβε ο ναύτης τη στιγμή που η νύχτα γινόταν μέρα από τους κεραυνούς και ο ήχος τους σκέπαζε τον δυνατό παφλασμό των κυμάτων. «Δεν θα τα καταφέρουμε!», ούρλιαξε ενώ το καράβι κόντευε να αναποδογυρίσει.
«Θα τα καταφέρουμε!», του φώναξε εκείνος και του γύρισε την πλάτη κοιτώντας τον βαθύ, μαύρο ωκεανό.
«Καπετάνιε εσείς…», άρχισε και πάλι ο ναύτης.
«Εγώ θα μείνω εδώ!», του φώναξε κι έσφιξε το παλτό πάνω του χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει.
Παρακολούθησε τα κύματα να θεριεύουν τη στιγμή που το πλοίο πλησίαζε στο επονομαζόμενο τρίγωνο του διαβόλου και περίμενε. Περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να κάνει αυτό για το οποίο είχε ξοδέψει όλες του τις οικονομίες προκειμένου να πραγματοποιήσει ένα τόσο πολυδάπανο ταξίδι.
Το θυμόταν σαν να ήταν χθες:
Εκείνον να κρατάει το άψυχο κορμί της στα χέρια του. Την καρδιά του να σπαράζει από πόνο, τη στιγμή που έβλεπε την τελευταία της ανάσα να φεύγει από τα χείλη της. Το παγωμένο, γυάλινο βλέμμα της καρφωμένο μέσα στο δικό του και το ζεστό ακόμα αίμα της να ποτίζει το λευκό του πουκάμισο.
«Πρέπει να την κάψεις…», του είχε πει η γριά τσιγγάνα που είχε παρακολουθήσει τη σκηνή. Τότε που η σφαίρα του λήσταρχου που προοριζόταν γι’ αυτόν την είχε σκοτώσει αφού είχε ρίξει το κορμί της σαν ασπίδα μπροστά του. «Πρέπει να την κάψεις και να πετάξεις τις στάχτες της στο Τρίγωνο του Διαβόλου τα μεσάνυχτα της 13ης μέρας της Πανσελήνου αυτού του μήνα. Έτσι θα την κάνεις να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες της σαν τον Φοίνικα».
Αυτό σκόπευε να κάνει. Πούλησε τα πάντα και ξεκίνησε με τους ναύτες του για το πολυδάπανο ταξίδι, λέγοντάς τους ψέματα πως όταν έφταναν στον προορισμό τους για να παραδώσουν ένα πολύ σημαντικό εμπόρευμα σε έναν πάμπλουτο πελάτη θα ανταμείβονταν όλοι πλουσιοπάροχα. Κανείς δεν ήξερε τον πραγματικό του σκοπό. Δεν τον ενδιέφερε τι θα γινόταν όταν ανακάλυπταν το ψέμα του. Εκείνο που τον ένοιαζε ήταν να την δει ξανά μπροστά του ζωντανή, έστω για μια και μοναδική φορά.
Τη στιγμή που πλησίαζαν, τα κύματα δυνάμωσαν ακόμα πιο πολύ. Έμοιαζαν λες και προσπαθούσαν να εμποδίσουν το καράβι να φτάσει. Άραγε ίσχυαν οι μύθοι για το τρίγωνο που έλεγαν πως όποιο πλοίο ή αεροπλάνο προσπαθούσε να το περάσει το κατάπινε η άβυσσος; Δεν τον ένοιαζε. Ήξερε πως οι ναύτες θα ακολουθούσαν τις εντολές του και θα έφταναν εκεί πάση θυσία.
Μόλις μπήκαν μέσα στο τρίγωνο, ένα πελώριο κύμα έπεσε με δύναμη πάνω στο κατάστρωμα και τον έριξε κάτω. Σηκώθηκε με κόπο, τη στιγμή που ένα δεύτερο κύμα τον έλουζε ξανά. Έσφιξε τα δόντια και προχώρησε προς τα κάγκελα. Έβγαλε ένα μπουκάλι από την τσέπη του παλτού του και το κοίταξε. Χωρίς δεύτερη σκέψη, άνοιξε το καπάκι και σκόρπισε το περιεχόμενό του στον άνεμο. Οι γκρίζες στάχτες πέταξαν μακριά του. Και τότε, η τρικυμία ξαφνικά κόπασε. Ήταν λες και είχε σταματήσει ο χρόνος. Είδε τις στάχτες να χορεύουν στον αέρα, να στροβιλίζονται και στη συνέχεια να σχηματίζουν μια μορφή: άυλη στην αρχή, μα σιγά σιγά συμπαγή.
«Καπετάνιε τι…», άκουσε τη φωνή του ναύτη που είχε ανέβει και πάλι στο κατάστρωμα ξαφνιασμένος που κόπασε η καταιγίδα.
Σώπασε όμως αμέσως μπροστά σε αυτό που αντίκρυσε. Η νεκρή γυναίκα του καπετάνιου, η κοκκινομάλλα πεντάμορφη που κάθε άντρας ήθελε να κάνει δική του, στεκόταν μπροστά του ζωντανή, φορώντας ένα καταπράσινο φόρεμα, εκείνο που φορούσε τη μέρα που είχε πεθάνει, και τον αγκάλιαζε σφιχτά. Ο ναύτης έβγαλε το καπέλο, και τότε, όταν εκείνη συνάντησε το βλέμμα του, τραβήχτηκε απότομα από την αγκαλιά του Άρθουρ και τον κοίταξε με μάτια γεμάτα μίσος. Έβγαλε μια κραυγή τόσο δυνατή κι ανατριχιαστική που καπετάνιος και ναύτης έκλεισαν τα αυτιά για να μην σπάσουν τα τύμπανά τους. Τότε εκείνη έσπρωξε τον άντρα της με υπεράνθρωπη δύναμη και κατευθύνθηκε προς τον ναύτη.
«Ρομίνα μη!», της φώναξε ο Άρθουρ τη στιγμή που με μια κίνηση του χεριού της σήκωσε τον ναύτη στον αέρα και τον πέταξε πάνω στο κατάρτι.
Το σώμα του άτυχου νέου, καρφώθηκε με δύναμη σε ένα ξύλο που προεξείχε και πέθανε αμέσως.
«Ρομίνα…», ψιθύρισε ο Άρθουρ τη στιγμή που πάλευε να σηκωθεί σφαδάζοντας από τους πόνους αφού είχε χτυπήσει πολύ δυνατά την πλάτη.
Εκείνη στένεψε τα μάτια, και ούρλιαξε ξανά. Η τρικυμία ξέσπασε και πάλι. Μέσα από το στόμα της ξεπήδησαν φλόγες. Η φωτιά, κατάπιε το καράβι και όλο το πλήρωμά του.
Το επόμενο πρωί, μια τσιγγάνα περπατούσε κουτσαίνοντας προς την ακτή. Έσφιξε στο κεφάλι της το μαντήλι που φορούσε για να προστατευτεί από τον παγωμένο θαλασσινό αέρα και στηρίχθηκε πάνω στο μπαστούνι της. Σκέπασε τα μάτια με το χέρι της για να προστατευτεί από το φως του ήλιου και συνέχισε να προχωράει. Την είδε να κείτεται εκεί στην ακτή, με το πράσινό φόρεμά της σκισμένο και το σώμα της ημίγυμνο. Έσκυψε με κόπο και παραμέρισε τα μακριά, κόκκινα μαλλιά από το πρόσωπό της. Εκείνη άνοιξε τα μάτια και την κοίταξε.
«Έλα», της είπε και τη βοήθησε να σηκωθεί. «Θα κάνουμε σπουδαία πράγματα μαζί».
Η κοπέλα στηρίχθηκε πάνω της, εκείνη την τύλιξε με ένα μαύρο σάλι και απομακρύνθηκαν.
Tags: dark , death , fantasy , horror , Spooky , weird , αλλόκοτο , ανατριχίλα , άνεμος , γκρίζο , διάβολος , διήγημα , ήχος , θάλασσα , θάνατος , ιστορία , καράβι , κατάρτι , κεραυνός , κορμί , κύμα , κύματα , μυστήριο , νύχτα , πανσέληνος , πόνος , σκοτάδι , στάχτη , σφαίρα , ταξίδι , τρίγωνο , τρόμος , φαντασία , Φόβος , Φοίνικας , ωκεανός
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.