Μες στη φριχτή,
παγωμένη ησυχία αρχίζουν τότε
οι νεκροί να τρέμουν ολόκληροι.
Τους σηκώνει ανήκουστη απαντοχή,
επίπονη, αποτρόπαια σχεδόν επιθυμία,
αρχίζουν να θυμούνται πάρα πολύ,
με δική τους θανατερή φαντασία.
Ζωή Καρέλλη,
“Η εποχή του θανάτου”
Όταν του ζήτησαν να παίξει αυτό το καταραμένο παιχνίδι γέλασε. Νόμιζε πως ήταν ένα κακόγουστο αστείο από τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού που μπεκρόπινε μέρα νύχτα, όμως όταν είδε πως ο άντρας με τα μαύρα μιλούσε σοβαρά πήρε κι αυτός σοβαρά τα λόγια του. Του είχε προτείνει να μείνει για ένα βράδυ στο μοναδικό σπίτι στον «Λόφο του Σκότους» που βρισκόταν στον δρόμο προς το Μπίτερπιλ, το πιο μεγάλο χωριό της περιφέρειας. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού το φοβόντουσαν αυτό το μέρος. Κυνηγοί έλεγαν, πως όταν πλησίαζαν έστω και στα διακόσια μέτρα από τον πανύψηλο λόφο, τα σκυλιά τους λυσσομανούσαν και αναγκαζόντουσαν να ψάξουν αλλού για κυνήγι. Οι γέροι τρόμαζαν τα μικρά παιδιά με τις ιστορίες για μια νύφη που ζούσε στο υπόγειο του σπιτιού και δεν δεχόταν κανέναν επισκέπτη, όποιος την έβλεπε αυτοκτονούσε μέχρι να προλάβει να το σκεφτεί. Το αποκορύφωμα μάλιστα ήταν όταν βρέθηκε νεκρή μια κοπέλα εκεί πάνω που όλοι έλεγαν πως έμοιαζε με την νύφη και από ζήλεια το φάντασμα την σκότωσε με τον χειρότερο τρόπο. Τα δάχτυλα της κοπέλας είχαν χρησιμοποιηθεί σαν μέσο αναγνώρισης καθώς όλο της το πρόσωπο έλειπε. Μερικοί το πίστευαν με τα φτωχά μυαλά τους και σε συνδυασμό με την μη εξιχνίαση του εγκλήματος καθιερώθηκε κι αυτός ο μύθος. Δύο φαντάσματα τώρα στοίχειωναν τον λόφο. Τι ωραία!
Ο Μάθιου παρά ήταν έξυπνος για να πιστέψει όλες αυτές τις χαζομάρες και δεν πολύ σκέφτηκε την απάντηση του. Είπε ναι κατευθείαν, δεν τον ενδιέφερε για ποιον λόγο το κάνουν αυτό ή ποιος το κάνει, αρκεί να του έδιναν όλα τα λεφτά που ζήτησε μετά το οκτάωρο. Τον είχε ρωτήσει ο μαυροφορεμένος τύπος: «πόσα;» Και ο Μάθιου είπε: «Πενήντα χιλιάδες ευρώ». Ο μαυροφορεμένος χαμογέλασε και έκοψε την επιταγή, η οποία θα μπορούσε να εξαργυρωθεί την Παρασκευή στις έντεκα η ώρα το πρωί, το πρωινό, δηλαδή, που ο Μάθιου θα γυρνούσε από τον λόφο του Σκότους. Δεν ντράπηκε για το ποσό που ζήτησε καθώς δεν έκανε καμία ερώτηση και δεν δυσκόλεψε το έργο αυτών των ανθρώπων όποιο και αν ήταν αυτό. Ήταν πολύ φτωχός και ζούσε με τα ελάχιστα μεροκάματα που έκανε στην ταβέρνα του χωριού και με κάτι δανεικά. Δεν ήταν ζωή αυτή. Όχι ότι η ζωή του θα άλλαζε αισθητά μετά τα πενήντα χιλιάδες ευρώ, όμως τουλάχιστον θα καθόταν να πίνει όλη μέρα χωρίς να αγχώνεται για κανέναν λογαριασμό ή για κάποιον τοκογλύφο που θα τον κυνηγάει για να του σπάσει τα κόκκαλα.
Πήρε την επιταγή και έκλεισε ραντεβού το βράδυ της Πέμπτης στην πλατεία του χωριού που ο τύπος με τα μαύρα θα τον έπαιρνε με το αμάξι του για να τον πάει στο σπίτι στον λόφο. Όλα είχαν κανονιστεί. Τώρα περπατούσε προς το σπίτι του με την επιταγή διπλωμένη πολύ προσεκτικά και χωμένη στην πίσω τσέπη του παντελονιού του και διάφορες σκέψεις βασάνιζαν το κεφάλι του. Σκέφτηκε γιατί να επιλέξουν αυτόν, δεν τόλμησε σαφώς να το πει στον τύπο με τα μαύρα γιατί αυτός μπορεί να έφευγε και δεν πρόκειται να συγχωρούσε ποτέ στον εαυτό του το ότι έχασε την ευκαιρία που είχε να βγάλει τόσο εύκολα πενήντα χιλιάδες ευρώ. Αναρωτιόταν όμως μόνος του και είχε καταλήξει σε μια απάντηση που σίγουρα θα ήταν η σωστή: ο τύπος με τα μαύρα είχε κάνει την έρευνα του και είχε ανακαλύψει πως ο Μάθιου Γκίμπινς ήταν ένας αποτυχημένος και μοναχικός άνθρωπος, η γυναίκα του είχε πεθάνει πριν από επτά χρόνια από καρκίνο στο στομάχι, παιδιά δεν είχαν και με τους μόνους ζωντανούς συγγενείς του είχε μαλώσει. Κανείς δεν θα καταλάβαινε ότι λείπει.
Το αυτοκίνητο ήταν εκεί στην ώρα του όπως και ο Μάθιου και το ταξίδι τους τώρα τελείωνε. Το μαύρο αυτοκίνητο πάρκαρε μπροστά από την πόρτα του διώροφου σπιτιού στον λόφο του Σκότους και έπειτα έκανε αναστροφή και εξαφανίστηκε. Τα μόνα εργαλεία που είχε ο Μάθιου στην κατοχή του ήταν ένας φακός, ένα μεγάλο μπουκάλι νερό και ένας σουγιάς. Με τον σουγιά θα έπαιζε καθ’ όλη την διάρκεια της νύχτας που δεν θα τον έπιανε ο ύπνος- μπορεί και να το χρησιμοποιούσε εάν κάποιο πρεζάκι του επιτίθονταν μέσα στην νύχτα, αυτά τα παλιά σπίτια ήταν ότι πρέπει για ναρκομανείς και άστεγους. Ο ήχος του αυτοκινήτου ακουγόταν όλο και πιο μακριά και το σπίτι στεκόταν μπροστά του αγέρωχο και σιωπηλό. Η βικτωριανή αρχιτεκτονική του ήταν πραγματικά εντυπωσιακή και πολύ επιβλητική θα έλεγε κανείς. Σίγουρα αυτό δεν είναι ένα σπίτι για να νοικιάσει μια οικογένεια εκτός αν είναι πρωταγωνιστές σε ταινία τρόμου Αμερικανικής παραγωγής. Η κατασκευή του ήταν από ξύλο και τα τζάμια και των τεσσάρων παραθύρων ήταν πολύ λεπτά. Ο άνεμος θα οργίαζε και θα τον έκανε να φοβάται όμως τώρα ήξερε πως ότι και να ακουστεί θα είναι εξαιτίας αυτών των παλιών τζαμιών και της σάπιας ξύλινης κατασκευής του σπιτιού.
Εκτός αν είναι κάποια κραυγή κοριτσιού… Σκέφτηκε και χαμογέλασε πλατιά.
Ανέβηκε με τον συνήθη μονότονο βηματισμό του τα σκαλιά της βεράντας και μπήκε μέσα στο σπίτι. Η πόρτα αν και ήταν κλειστή δεν ήταν κλειδωμένη και δεν παρουσίασε την παραμικρή αντίσταση όταν αυτός την έσπρωξε. Άνοιξε αφήνοντας έναν τσιριχτό ήχο που έκανε ηχώ στο βρώμικο και άδειο σαλόνι του σπιτιού. Ο Μάθιου ανατρίχιασε όμως κατευθείαν αντιλήφθηκε από τι προερχόταν ο ήχος, σκουριά και μόνο σκουριά. Καμία νύφη. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και άναψε τον φακό. Το σαλόνι ήταν τακτοποιημένο λες και έμενε κάποιος εκεί πριν λίγες μέρες και απλά απουσίαζε για διακοπές όμως μια μυρωδιά σήψης και μούχλας επιτέθηκε στα ρουθούνια του. Στο βάθος του σαλονιού υπήρχε μια μεγάλη ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στον επάνω όροφο ενώ δεξιά ήταν η τραπεζαρία και αριστερά η κουζίνα. Δίπλα από την σκάλα στον τοίχο ήταν μια μικρή πόρτα η οποία ήταν αυτή του υπογείου και ήταν ανοιχτή. Σκέφτηκε για μια στιγμή να πάει να την κλείσει όμως αμέσως το μετάνιωσε και ανέβηκε τα σκαλιά. Το κάθε πάτημα του άφηνε πίσω του έναν εκκωφαντικό ήχο και για λίγο φοβόταν μήπως το πόδι του βουλιάξει μέσα, όμως αυτό δεν έγινε ποτέ. Στον επάνω όροφο υπήρχαν τρία δωμάτια, ένα μικρό δωμάτιο με ένα μονό κρεβάτι και μια ντουλάπα, μια κρεβατοκάμαρα και με ένα διπλό κρεβάτι δίπλα από ένα γραφείο και τέλος, το μπάνιο. Το σπίτι είχε εγκαταλειφθεί πριν από τριάντα χρόνια κι όμως ήταν πιο περιποιημένο από το δικό του αχούρι.
Το πιο χαρακτηριστικό ήταν πως δεκάδες πίνακες κρεμόντουσαν από τους τοίχους. Σε έναν από αυτούς ο Μάθιου πλησίασε και διέκρινε γράμματα κάτω από την καλοντυμένη κυρία, γράμματα που μόνο με κάποιον φακό σαν αυτόν του Μάθιου μπορούσες να τα διακρίνεις, δεν ήταν μικρά αλλά δεν ήταν και μεγάλα. Εκεί, πάνω στον ζωγραφισμένο πανί κάποιος είχε γράψει την φράση: «Εσύ είσαι το νούμερο τρία» με κόκκινη μπογιά ή πηχτό αίμα, δυσκολευόταν να καταλάβει. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ο Μάθιου έπιασε τους παλμούς του να ανεβαίνουν θεαματικά και να χτυπάνε τα πλάγια του λαιμού του για να του δώσουν σημάδια ένδειξης του φόβου. Δεν μπόρεσε να σκεφτεί κάποια δικαιολογία και για αυτό και έτσι επέλεξε να πάει στην κρεβατοκάμαρα και να ξαπλώσει. Θα προσπαθούσε να κοιμηθεί και ότι και να άκουγε που δεν θα του θύμιζε τον αέρα από τα παραθυρόφυλλα απλά θα γύριζε πλευρό, είχε φροντίσει να κουραστεί αρκετά έτσι κι αλλιώς μέσα στην μέρα για να κοιμηθεί εύκολα το βράδυ. Η ώρα ήταν 10 και 38 πρώτα λεπτά και ο Μάθιου Γκίμπινς αποκοιμήθηκε μέσα σε ένα λεπτό.
Γκάπ…
Ο ήχος ήχησε πολύ δυνατά και σήκωσε τον Μάθιου από τον ύπνο του. Έψαξε τον φακό του και μόλις τον άνοιξε τον έστρεψε προς την ανοιχτή πόρτα της κρεβατοκάμαρας, το φως σταμάτησε στον τοίχο δίπλα στο μπάνιο ενώ ταυτόχρονα κοίταξε το ρολόι χειρός του με τα μισάνοιχτα μάτια του και αυτό τον πληροφόρησε πως η ώρα ήταν 2 και 15. Δεν ήταν κανένας στο ορατό σημείο του χολ. Όμως ο ήχος ξανά ακούστηκε τώρα πιο δυνατά.
Γκάπ…
Ήταν βήματα και ερχόντουσαν από την σκάλα. Θυμήθηκε τον ήχο που έβγαζαν τα δικά του βήματα όταν ανέβαιναν τα σκαλιά το ένα μετά το άλλο. Τρομοκρατήθηκε τόσο πολύ που δάγκωσε τα χείλη του έτσι όπως σηκωνόταν από το κρεβάτι όσο πιο αθόρυβα γινόταν.
Γκάπ…
Αυτός ήταν ο τρίτος θόρυβος άρα φυσιολογικά αυτός (ή αυτό) που ανεβαίνει βρίσκεται στο τρίτο σκαλί αν δεν τα ανεβαίνει δύο-δύο, σκέφτηκε μέσα στην σαστιμάρα του και έτρεξε στις μύτες μέχρι την πόρτα και έκατσε με την πλάτη στον τοίχο βγάζοντας το κεφάλι του από την πόρτα ίσα- ίσα για να βλέπει έξω. Δεν φαινόταν τίποτα ακόμα.
Γκάπ… Γκάπ…
Δύο βήματα. Το αίμα του πάγωσε και άρχισε να προσεύχεται. Μόλις το στόμα του άνοιξε και από μέσα βγήκε η λέξη “αμήν” τα βήματα έγιναν πιο γρήγορα. Ο Μάθιου πρόχειρα είχε μετρήσει είκοσι σκαλιά και τώρα δεν προλάβαινε να μετρήσει πόσοι ήχοι βημάτων ακούστηκαν, έτσι άνοιξε τον σουγιά του και όρμισε φωνάζοντας μέσα στον διάδρομο έτοιμος να αντιμετωπίσει οτιδήποτε συναντούσε. Έριξε πέντε μαχαιριές στον αέρα που δεν βρήκαν κάποιο ζωντανό σώμα για να τρυπήσουν. Σε όλη την διάρκεια είχε κλειστά τα μάτια του και τώρα που μαχαίρωσε μόνο τον αέρα φοβόταν να τα ανοίξει. Ο αέρας είχε γίνει πιο κρύος και το τρίχωμα από το σβέρκο του είχε σηκωθεί, μια έμμονη ιδέα τρύπωσε στο μυαλό του: “Δεν είμαι μόνος μου” σκέφτηκε και άφησε μια κραυγή να φύγει από το στόμα του. Ξαφνικά μια πρωτότυπη επιθυμία εμφανίστηκε και σαν δύο δάχτυλα να προσγειώθηκαν στα βλέφαρα του, τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Δύο παγωμένα δάχτυλα άφησαν το αιμάτινο αποτύπωμα τους στα μάγουλα του Μάθιου που τώρα δεν είχε φωνή για να φωνάξει, όχι πως είχε νόημα δηλαδή. Δεν θα φώναζε για να τον βοηθήσει κάποιος γιατί κανείς δεν θα ήταν εδώ τέτοια ώρα (κανείς ζωντανός τουλάχιστον) θα φώναζε γιατί έτσι ήταν πεπεισμένος πως θα αποβάλει τον τρόμο από την ψυχή και τα σωθικά του. Η νύφη υπήρχε, ήταν εδώ μπροστά του και δεν ήταν καθόλου χαρούμενη που είχε επισκέψεις.
Χαμόγελο δεν υπήρχε σε αυτό το χωρίς στόμα πρόσωπο κι όμως ο Μάθιου αισθανόταν πως ήταν χαμογελαστή. Τα μάτια της, που ήταν βαθουλωμένα μέσα στις κόγχες της ήταν μαύρα και οι κόρες της ήταν πλημμυρισμένες από αίμα. Τα μαλλιά της ήταν κολλημένα στο πρόσωπο της και ήταν λασπωμένα λες και αναδύθηκε κάτω από τις λάσπες που υπήρχαν στα θεμέλια του σπιτιού που ξεκινούσαν από το υπόγειο, εξ’ ου και η φρικιαστική μυρωδιά μούχλας που κυριαρχούσε στο σαλόνι. Στον λαιμό της είχε σημάδι από θηλειά, που δείχνει και τον τρόπο με τον οποίο πέθανε. Το βλέμμα της ήταν παγερό και έκανε τον Μάθιου να σταματήσει να φοβάται, σαν άνθρωπος που αποδέχεται το πεπρωμένο του και πέφτει στα γλυκά νερά της μοίρας που πλέουν αντίθετα με την ζωή. Η νύφη τον καλούσε δίπλα της, να ζήσει εκεί, μέσα στον βάλτο που όλοι ήταν χαρούμενοι και δεν θα ήταν πια μόνος του, θα είχε παρέα αυτή και την Έμιλυ, το κορίτσι που πέθανε πριν λίγο καιρό εδώ.
Όσο περνούσε ο καιρός η λίστα μεγάλωνε, σε λίγο καιρό θα αποκτούσε νέα οικογένεια, πιο καλή από αυτή που είχε στην πραγματική ζωή που τώρα φάνταζε χιλιόμετρα μακριά. Το δεξί του χέρι υποχώρησε και ο φακός έπεσε κάτω αναμμένος και στραμμένος προς το ταβάνι. Με τις τελευταίες φλούδες τις λογικής που του είχαν απομείνει και διοχετεύονταν στην οπτική του ίνα και έπειτα στα μάτια του, είδε πως αιωρούνταν στον αέρα χωρίς να τον κρατάει κανένας και σκέφτηκε πως μπορεί να ξεφύγει για μερικά δευτερόλεπτα πριν η λεπίδα του μαχαιριού που κρατούσε στο δεξί του χέρι βυθίστηκε στα αριστερά του λαιμού του και έπεσε στο πάτωμα μέσα σε μια λίμνη αίματος. Τα τελευταία πλάνα που θυμάται ήταν την νύφη να κρατάει από το χέρι ένα περίγραμμα ανθρώπινης φιγούρας με τα χαρακτηριστικά του και να βαδίζει προς τον πίνακα που είχε θαυμάσει πριν. Με μια κίνηση του χεριού της έσβησε αυτό που ήταν γραμμένο εκεί και έγραψε με τον δείκτη του αριστερού της χεριού που είχε βουτήξει στο αίμα του πριν λίγο: «Είσαι το νούμερο τέσσερα».
Η τελευταία του σκέψη ήταν πως δεν κατάλαβε το σημάδι που άφηνε το φάντασμα για τον επόμενο επισκέπτη που θα έμπαινε εδώ μέσα και απογοητεύτηκε για μια τελευταία φορά με τον εαυτό του.
Το σπίτι στον λόφο απέκτησε έναν ακόμα μόνιμο κάτοικο.
Tags: drama , fantasy , horror , mystery , short-story , The Weird Side Daily , twsd , αίμα , άντρας , διήγημα , Διήγημα τρόμου , θάνατος , θάνατος με χίλιες τομές , λόφος , μυστήριο , νύφη , σπίτι , στοιχειωμένο , στοιχειωμένο σπίτι , τρόμος , Φάντασμα
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.