Η νύχτα κάλυπτε με το εβένινο πέπλο της την πλάση και ό,τι την αποτελούσε. Η έρημος ούρλιαζε απ’ τα βάθη της κοιλάδας ενώ η σιωπή υμνούσε τους νεκρούς. Έξι μάχες ήταν αρκετές. Ο άγγελος του θανάτου έκλεψε το ένα τρίτο του ιππικού όπως το πεπρωμένο είχε διατάξει. Κρυμμένη στον χιτώνα του Νοέμβρη, η μοίρα κουβαλούσε κι έφερνε καταιγίδες έως τον τόπο της σφαγής. Οι μορφωμένοι το είχαν προβλέψει κι οι υπερόπτες ήταν εκεί για να το αψηφήσουν.
«Μερικές φορές», μουρμούρισε ο Μάξιμος, «μου έρχεται να τα παρατήσω όλα και να γυρίσω στο σπίτι μου…»
«Δε θα ήταν δειλία από μέρος σου;» τον πείραξε ο Όλιβερ.
«Καλύτερα δειλός παρά νεκρός!»
Ο Όλιβερ χαμογέλασε ξαπλωμένος στο κρεβάτι του απέναντι τοίχου.
«Θα σου πω κάτι, και καλά θα κάνεις να προβληματιστείς…»
«Σε ακούω…»
«Ο πατέρας μου έλεγε πάντα: Πεπρωμένο φυγείν αδύνατον».
«Που θα πει;»
«Αν είναι να πεθάνεις, θα πεθάνεις!» είπε γελώντας. Κοίταξε το ταβάνι και το γέλιο έσβησε σε ένα νοσταλγικό αγνάντεμα. «Ξέρει κανείς πότε έχει εκπληρώσει το πεπρωμένο του…»
«Καλά, κοιμήσου πριν ζηλέψει ο Σωκράτης με τόσες σοφές κουβέντες που λες απόψε…» αποκρίθηκε ο Μάξιμος και γύρισε πλευρό για να κοιμηθεί. Ο Όλιβερ χαμογέλασε κι έκλεισε τα μάτια του.
Τη γαλήνη του Χειμώνα διατάραξε η καμπάνα του συναγερμού. Επτά αφυπνιστικοί κρότοι σήμαναν την αρχή της έβδομης μάχης. Μία ακόμη απόπειρα επίθεσης από τους απογόνους του Νότου, τους καλούσε στο πεδίο πριν καν προλάβουν να αντιδράσουν ή να αρνηθούν. Μέχρι το ρολόι να χτυπήσει τρεις το χάραμα, τους είχαν απέναντί τους. Έτοιμοι να υπερασπιστούν ό,τι ήταν δικό τους ή να πεθάνουν διεκδικώντας το, ιππικό και πεζικό παρατάχθηκαν έτοιμοι για πόλεμο.
Μια θηλυκή κουκουβάγια διέσχισε την κοιλάδα σχίζοντας το ψύχος στα δύο. Η φωνή της έτρεμε σαν έκανε αντίλαλο με τους βόγγους των νεκρών και πετούσε χαμηλά, διασχίζοντας το οπτικό πεδίο και των δύο πλευρών. Σε χρόνο μηδέν, κρότοι σπαθιών και βέλη σαν θανατικές μελωδίες χόρευαν με τον αέρα δημιουργώντας παράνοια σε μέρος του πεζικού, το οποίο έπεφτε συνήθως ευκολότερα.
Ο Μάξιμος όμως, που ήταν μέρος του πεζικού, δε δίστασε στιγμή να επιδιώξει το αίμα των εχθρών του. Χτυπούσε τις σάρκες ώσπου να φιλήσουν το χώμα· ώσπου οι ανοιχτές πληγές πότιζαν με ευκολία την ξηρότητα του εδάφους.
Ο Όλιβερ αντίθετα είχε περισσότερη εμπειρία. Έδειχνε ευγένεια στους εχθρούς του, σφάζοντας με χάρη όποιον στεκόταν εμπόδιο στον δρόμο του. Δεν έδειχνε ασέβεια στους νεκρούς από το χέρι του, και σε κανένα νεκρό. Πόσο μάλλον στους ζωντανούς. Ήξερε πως ο καθένας έχει ένα παρελθόν το οποίο δε γνώριζε και ούτε θα μάθαινε ποτέ. Όλοι εκείνη τη στιγμή εκπλήρωναν το πεπρωμένο τους. Είτε αυτό επιδίωκε να επιβιώσουν, είτε όχι.
Βογγητά πόνου πλημμύρισαν την πλάση όσο ο ουρανός ξημέρωνε. Η μυρωδιά των ψυχών που λούζονταν με το αίμα των αδικοχαμένων, έγινε ένα με τον παγετό. Όσο έφτανε η μεγαλοπρεπής ανατολή, η θύελλα πλησίαζε. Επιθετικές νιφάδες χιονιού άρχισαν να τυφλώνουν τους πολεμιστές. Μικρά κομμάτια πάγου άρχισαν να χτυπούν στοργικά τα ιδρωμένα κεφάλια τους. Μια στάλα βρήκε καταφύγιο σε ένα από τα δύο εβένινα μάτια του Μάξιμου κι άρχισε να λιώνει εκεί. Εκείνος έχασε τον ρυθμό του. Στα ελάχιστα κλάσματα δευτερολέπτου που πήρε για να για ανακτήσει την όρασή του, κάποιος κατάφερε να τον τραυματίσει. Ούτε και πρόλαβε να δει το πρόσωπό του. Μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι χτυπήθηκε, να νιώσει τον πόνο από τη βαθιά γρατζουνιά, όποιος το έκανε είχε ήδη πέσει νεκρός από χέρι άλλου. Πίεσε την πληγή χωρίς να λογαριάσει την ποσότητα αίματος που κυλούσε έως τα πόδια του. Συνέχισε να αφαιρεί ζωές ανελέητα, μέχρι που οι δυνάμεις του τον πρόδωσαν. Η συνεχής αιμορραγία αποδείχθηκε μοιραία. Άρχισε να ζαλίζεται και εν τέλει, έπεσε ανάμεσα στα πτώματα.
Ο Όλιβερ κοίταξε τριγύρω πάνω στο άλογό του, μα εκείνος δε φαινόταν πουθενά. Η θύελλα δυνάμωνε και το έδαφος άρχισε να καλύπτει πυκνό χιόνι. Ο παγωμένος αέρας συνόδευε τη νεκρική μελωδία της χαραυγής κι η αγωνία τον φόβο.
«Μάξιμε;» φώναξε κοιτώντας ανήσυχος τριγύρω. «Μάξιμε!» φώναξε ξανά και τα μάτια του άρχισαν να γυαλίζουν από την αγωνία.
Ένιωσε έναν οξύ πόνο στο στήθος του. Το χέρι του έφτασε στην πηγή αυθόρμητα. Το τελευταίο που άκουσε ήταν το βέλος να διασχίζει την ατμόσφαιρα, πριν αυτό ριζώσει στην αριστερή πλευρά του θώρακά του. Το άγχος για την ακεραιότητα του Μάξιμου και η απελπιστική βεβαιότητα πως σε λίγο θα καθοριζόταν η μοίρα του, έκαναν τον πόνο αφόρητο. Έπεσε από το άλογο χάνοντας τις αισθήσεις του, βουλιαγμένος στο σκοτάδι.
Οι απόγονοι του Νότου ανακήρυξαν υποχώρηση λόγω της κακοκαιρίας. Το ίδιο έκαναν κι όσοι είχαν απομείνει από την άλλη πλευρά. Οι νεκροί και όσοι θα τους ακολουθούσαν σύντομα εγκαταλείφθηκαν στο ζενίθ της χιονοθύελλας, τροφή για τα όρνεα και τα αγρίμια όταν κοπάσει. Ο Μάξιμος άνοιξε τα μάτια του και με τη λιγοστή ενέργεια που είχε απομείνει στο ταλαιπωρημένο σώμα του, σηκώθηκε όρθιος. Τα γόνατά του μετά βίας τον κρατούσαν κι έσφιγγε ακόμη την ζεστή πληγή στα πλευρά του.
«Όλιβερ;» αποκρίθηκε ξεψυχισμένα, έχοντας χάσει κάθε ελπίδα. Ήξερε πως αν είχε επιβιώσει, δε θα τον άφηνε να πεθάνει στην κοιλάδα. Αν ήταν καλά θα τον αναζητούσε. Γύρω δεκάδες τραυματίες αγκομαχούσαν ώσπου να βρουν την αιώνια γαλήνη.
«Εδώ…» ακούστηκε ένα μουρμουρητό. Εκείνος πλησίασε. Είδε το βέλος καρφωμένο στο στήθος του.
«Πώς είναι;»
«Υποφερτό…» Δεν ήταν.
Ξάπλωσε δίπλα του και κοίταξαν μαζί το ουράνιο πέπλο της αυγής να καλύπτεται από βαριές, γκρίζες νεφέλες.
«Αυτό ήταν λοιπόν;» τον κοίταξε.
«Υποθέτω…» σφίγγοντας τα δόντια τράβηξε το βέλος από μέσα του. Ύστερα ένιωθε μόνο το μούδιασμα.
«Κι όλες οι μάχες, οι θυσίες…»
«Κι αυτά χάνονται», σώπασαν μπροστά στο αχνό φως της αυγής. Το άπειρο λουζόταν πια με το νεκρικό γαλάζιο που έκλεψε από τις ψυχρές τους φλέβες.
«Όχι…» είπε προσπαθώντας να σηκωθεί ξανά.
«Τι κάνεις;» αποκρίθηκε ενοχλημένος σχεδόν.
«Αρνούμαι να γίνω ένας από τους μυριάδες ήρωες του πολέμου που θυσιάζονται για να ξεχαστούν…» Με δυσκολία φαινόταν· ο μόνος όρθιος σε μια κοιλάδα με πτώματα. Τα μάτια του είχαν θολώσει.
«Αν είσαι τυχερός θα βρεις κάποιον να σε βοηθήσει…»
«Μαζί θα φύγουμε», είπε αποφασιστικά.
«Δε μπορώ…»
Με κοφτές κινήσεις από τον πόνο και τη βαθιά πληγή στα πλευρά του, πήρε τα χέρια του Όλιβερ και προσπάθησε να τον σηκώσει.
«Σταμάτα…» μουρμούρισε εκείνος, αλλά δε τον πτοούσε. «Μάξιμε!» Εκείνος σταμάτησε και τον κοίταξε. «Μη το κάνεις πιο δύσκολο…» Κάθισε ξανά.
«Μπορούμε να τα καταφέρουμε…» Τα μάτια του είχαν αρχίσει να βουρκώνουν.
«Το πεπρωμένο…» δυσκολευόταν να αναπνεύσει όσο περνούσε η ώρα.
«Θα σε βοηθήσω να σταθείς και θα βρούμε κάποιον να μας γυρίσει στη χώρα… Δε χάνουμε τίποτα να προσπαθήσουμε! Σε παρακαλώ…»
Ο Όλιβερ χαμογέλασε. «Πεπρωμένο φυγείν αδύνατον…»
«Δεν υπάρχει πεπρωμένο! Όχι αν είναι να πεθάνεις… Δε θα πεθάνεις!» Εκείνος δεν απαντούσε. Πίεσε την πληγή του Όλιβερ για να μην αιμορραγεί ανεξέλεγκτα. «Δε θα πεθάνεις…» Τα βλέφαρά του ήταν σφραγισμένα και το χαμόγελο είχε σβηστεί από το πρόσωπό του. «Δε θα πεθάνεις…» Ο Μάξιμος προσπαθούσε ακόμη να πείσει τον εαυτό του… Κανείς καταλαβαίνει πότε το πεπρωμένο του έχει εκπληρωθεί…
Πήρε τον δρόμο του γυρισμού ολομόναχος, με δάκρυα στα μάτια και μια βαθιά γρατζουνιά στα πλευρά. Το δικό του πεπρωμένο ήταν εκεί έξω… Έπρεπε να το εκπληρώσει για να τιμήσει τον Όλιβερ και να κρατήσει τη μνήμη του ζωντανή. Να τον ευχαριστήσει όπως ήταν δυνατόν. Έστω κι αν αυτό σήμαινε να ζει χωρίς εκείνον…
Tags: army , bows , dark , dark fantasy , death , destiny , Epic Fantasy , fantasy , fight , friends , friendship , horses , short-story , swords , The Weird Side Daily , weapons , αίμα , άλογα , διήγημα , θάνατος , ιππικό , μάχες , Μάχη , πεπρωμένο , Πεπρωμένο φυγείν αδύνατον , Σκοτεινό , σπαθιά , στρατός , τόξα , φαντασία , φανταστικό διήγημα , φιλιά , φίλοι
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.