Απέναντι από κάποιο απόμακρο ακρογιάλι, μακριά από τις αχανείς και πολύβουες πόλεις των σύγχρονων ανθρώπων, υπάρχει ένα μικρό νησί. Είναι εντελώς κυκλικό στο σχήμα και καμπουρωτό και οι άνθρωποι που περνάνε απ’ αυτό το μέρος το έχουν ονομάσει Στρογγύλη.
Η Στρογγύλη λοιπόν είναι πανέμορφη σ’ όλες τις εποχές του χρόνου. Την άνοιξη, τα φουντωτά θυμάρια και τα δεντρολίβανα που καλύπτουν τις απαλές πλαγιές της μεταμορφώνονται σε βιολετιές εκρήξεις που μοσχομυρίζουν μεθυστικά. Τα ολόλευκα χαμομήλια και οι ματωμένες παπαρούνες που φυτρώνουν ανάμεσά τους υφαίνουν ένα περίτεχνο χαλί που μαγεύει το βλέμμα ενώ η μοναχική αμυγδαλιά που φυτρώνει στο ψηλότερο σημείο της μοιάζει με γελαστή αρχόντισσα. Τα δειλινά, καθώς ο ήλιος δύει και τα κρυσταλλένια κύματα της θάλασσας μουρμουρίζουν τ’ αρχαία μυστικά τους με χιλιάδες μενεξεδένια στοματάκια, μοιάζει με το κομμάτι ενός άλλου κόσμου, με μια παραμυθόχωρα που εμφανίζεται φευγαλέα στη δική μας ζωή για να μας χαρίσει λίγη απ’ την αιθέρια μαγεία της.
Το καλοκαίρι απλώνει επάνω της έναν χρυσαφένιο μανδύα από μικρά φρύγανα που πλέκουν αραχνοΰφαντες δαντέλες κάτω απ’ το καυτό φως του ήλιου. Ο αέρας τότε χορεύει και τρέμει παράξενα πάνω απ’ τις ξασπρισμένες πέτρες και τα βότσαλα που γεμίζουν το δαχτυλίδι των ακτών της.
Το φθινόπωρο, όταν τα πρωτοβρόχια ξεδιψούν την ξεραμένη γη, το πρόσωπό της αλλάζει και πάλι: Στολίζεται με τις πράσινες και τις ασημένιες πινελιές των φρεσκοπλυμένων θάμνων ενώ οι βαριές στάλες της βροχής πλέκουν γύρω της το μανδύα μιας ανάερης ομίχλης. Το χειμώνα πάλι, ένας πελαγίσιος άνεμος που βουίζει παράξενα, κάνει τα γυμνά κλαδιά της παλιάς αμυγδαλιάς να χορεύουν κάτω από τον γκρίζο ουρανό ενώ το σκοτεινό νερό της θάλασσας φουσκώνει και γεννάει μεγάλα κύματα που την περικυκλώνουν μ’ ένα προστατευτικό στεφάνι από κάτασπρους αφρούς.
Είναι ολοφάνερο σ’ όποιον έχει μάθει να βλέπει τον κόσμο με μάτια καθαρά, ότι σ’ εκείνο το νησάκι κατοικεί μια παράξενη δύναμη. Οι πρώτοι κάτοικοι εκείνου του τόπου το είχαν αντιληφθεί αυτό και γι’ αυτό το λόγο κανείς δεν τολμούσε να λεκιάσει την ασυνήθιστη ομορφιά του με σπίτια αυλές και μάντρες και όλα αυτά τα πράγματα που φτιάχνει το ανήσυχο γένος των ανθρώπων.
Την εποχή που συνέβη η ιστορία που θα σας πω, δεν ήταν πολλοί εκείνοι που θυμόντουσαν ακόμα πώς να βλέπουν με την ψυχή και την καρδιά και όχι μονάχα με τα γυμνά τους μάτια. Είχαν ήδη περάσει πολλά χρόνια από τότε που οι πρώτοι άνθρωποι ήταν ένα με τη Γη. Το πρόσωπο του κόσμου είχε σαρωθεί από πολέμους και καταστροφές και από καινούργιους θεούς και τρόπους σκέψης που είχαν αλλάξει τα βλέμματα και τα μυαλά των καινούργιων ανθρώπων.
Ωστόσο, η παλιά μαγεία ζούσε ακόμα.
Μια φορά και έναν καιρό λοιπόν, ένα Αυγουστιάτικο βράδυ με φεγγάρι, καθώς η κίτρινη πανσέληνος φώτιζε τη νύχτα σαν ένα πελώριο φανάρι από αστραφτερό χαλκό, ο βασιλιάς της χώρας έτυχε να περάσει από εκεί μαζί με την ακολουθία του. Ήταν κακόκεφος γιατί το ολοήμερο κυνήγι του στα δάση των γύρω βουνών δεν είχε πάει καλά και ελάχιστα θηράματα κρέμονταν από τις σέλλες των θεόρατων αλόγων του. Μόλις όμως αντίκρισε το μικρό νησάκι καταμαγεύτηκε απ’ την ομορφιά του. Διέταξε τους υποτακτικούς του να ξεπεζέψουν και να στήσουν μια μικρή κατασκήνωση στην μοναχική ακρογιαλιά. Στη συνέχεια κάθισε οκλαδόν δίπλα στα μαργαριταρένια κύματα της θάλασσας που ψιθύριζαν στην άμμο και άρχισε ν’ ατενίζει τη Στρογγύλη. Σκέφτηκε τι ωραία που θα ήταν αν έχτιζε ένα όμορφο παλάτι στην κορφή της. Θα το περικύκλωνε με όμορφους κήπους, με δέντρα, με καλλωπιστικούς θάμνους και λουλούδια και θα το στόλιζε με μαρμαρένια σιντριβάνια ρυάκια και διακοσμητικούς καταρράκτες. Θα ήταν μια πανέμορφη γωνιά όπου θα φιλοξενούσε όλους τους βασιλιάδες των γειτονικών χωρών και θα οργάνωνε εκθαμβωτικούς χορούς και συμπόσια για να τους εντυπωσιάσει και να κάνει τ’ όνομά του ξακουστό στα πέρατα της οικουμένης.
Εκείνη τη στιγμή ο καιρός άλλαξε. Ένας κρύος και επίμονος άνεμος άρχισε να φυσάει απ’ το μέρος του νησιού και η διάθεση του βασιλιά χάλασε και πάλι. Σηκώθηκε όρθιος και διέταξε τους αυλικούς του να τα μαζέψουν όλα και να φύγουν.
Και έτσι το ακρογιάλι έμεινε και πάλι σιωπηλό.
Ο άνεμος κόπασε και ύστερα από λίγο, καθώς η ολόλαμπρη σελήνη σκαρφάλωνε στον διάφανο ουρανό, εμφανίστηκε ένας έφιππος στρατηγός. Το μυαλό του ήταν γεμάτο με σκοτούρες. Φοβόταν τους στρατούς που μάζευαν οι γείτονες του βασιλείου γιατί ήξερε ότι αργά ή γρήγορα ο πόλεμος θα κάλυπτε για άλλη μια φορά τη γη με τον άσχημο και θανατερό μανδύα του. Όταν είδε το νησί τράβηξε τα χαλινάρια του αλόγου του και έμεινε ακίνητος. Το κοίταξε με θαυμασμό. Σκέφτηκε πόσο καίρια ήταν η θέση του και πόσο χρήσιμο θα γινόταν αν χτιζόταν στην κορφή του ένας μεγάλος πύργος, μια στερεή κατασκευή που θα χρησίμευε ως παρατηρητήριο αλλά και ως οχυρό ενάντια σε κάθε θαλάσσιο εισβολέα.
Εκείνη τη στιγμή η γη τρεμούλιασε. Ένας μικρός σεισμός διέτρεξε το ακρογιάλι και το άλογο του στρατηγού χλιμίντρησε ανήσυχο. Εκείνος άλλαξε γνώμη. Το έδαφος του νησιού ήταν ολοφάνερα σαθρό και ένας αμυντικός πύργος, όσο γερός κι αν ήταν, θα ήταν καταδικασμένος να γκρεμιστεί με τον επόμενο μεγάλο σεισμό. Απογοητευμένος απ’ την δυσάρεστη εκείνη διαπίστωση, κέντρισε με τα σπιρούνια του τα πλευρά του αλόγου και εκείνο έφυγε καλπάζοντας.
Η σιωπή απλώθηκε και πάλι γύρω απ’ το ακρογιάλι. Η Σελήνη ανέβηκε ακόμα πιο ψηλά στον ουρανό και οι φασματικές ακτίνες της έπεσαν κάθετες πάνω στο νησί λούζοντας το με μια κεχριμπαρένια ακτινοβολία.
Τότε εμφανίστηκε ένας βάρδος. Ήταν θυμωμένος γιατί δεν είχε έμπνευση και ήθελε να συμμετάσχει σ’ έναν διαγωνισμό έμμετρης ποίησης που θα γινόταν την επόμενη βδομάδα στην Αυλή ενός γειτονικού άρχοντα. Το βραβείο του νικητή ήταν ένα πουγκί με χρυσά νομίσματα καθώς και το χαμόγελο της νεαρής κόρης του άρχοντα που η ομορφιά της ήταν ήδη ξακουστή. Είδε το νησί και η ευαίσθητη ψυχή του καταγοητεύτηκε από την απέριττη ομορφιά του. Εντυπωσιακοί στίχοι άρχισαν να στριφογυρίζουν στο μυαλό του οπότε εκείνος κάθισε καταγής, έβγαλε ένα δερμάτινο σημειωματάριο και άρχισε να γράφει με μανία. Μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας είχε γεμίσει τρεις σελίδες με όμορφες λέξεις και μουσικές περιγραφές που σίγουρα θα του εξασφάλιζαν την νίκη και θα έκαναν όλο τον κόσμο να υποκλιθεί στο αναμφισβήτητο ταλέντο και τη μαεστρία του. Τελικά ξανασηκώθηκε όρθιος και κατά-ευχαριστημένος από τον εαυτό του, ξανάβαλε το σημειωματάριο στο σακίδιό του και απομακρύνθηκε περπατώντας ζωηρά.
Το νησί τον είδε να φεύγει σκεπτικό και η σιωπή απλώθηκε για μια ακόμα φορά πάνω απ’ το φιλόξενο ακρογιάλι.
Πέρασε κι άλλη ώρα.
Η φεγγαρόλουστη νυχτιά έφτανε σιγά-σιγά στο τέλος της. Η ολόγιομη Σελήνη άρχισε να γέρνει στον ορίζοντα και ν’ απλώνει πάνω στα κύματα της θάλασσας ένα λαμπερό μονοπάτι από σπινθηροβόλα χρυσόσκονη.
Τότε εμφανίστηκε μια νεαρή κοπέλα. Ήταν η κόρη ενός φτωχού ψαρά που τον είχε πάρει η θάλασσα τον τελευταίο χειμώνα. Για να ζήσει λοιπόν το ορφανό κορίτσι δούλευε ως υπηρέτρια στα πλούσια σπιτικά μιας γειτονικής πολίχνης. Εκείνο το βράδυ ένιωθε πολύ κουρασμένη γιατί την είχαν κρατήσει παραπάνω και τώρα έσερνε τα βήματά της καθώς διέσχιζε την ακρογιαλιά για να πάει στην φτωχική καλύβα που αποκαλούσε σπιτικό. Ωστόσο, μόλις είδε το νησάκι σταμάτησε να περπατάει. Κάτι όμορφο και αγνό άγγιξε την καρδιά της και εκείνη σκίρτησε όλο χαρά. Ένιωσε μια εσωτερική ανάταση, σαν να την είχε τυλίξει μια πνοή φρέσκου και ευωδιαστού αέρα.
Η κοπέλα έμεινε ακίνητη στη μέση της ακρογιαλιάς και άφησε το δισάκι της να πέσει στην άμμο. Πήρε μια βαθιά αναπνοή και αναστέναξε πλημμυρισμένη από μια πρωτόγνωρη ευτυχία. Η κούραση και η ασχήμια της ημέρας έλιωσαν μέσα της σαν χιονονιφάδες που τις αγγίζει το πρώτο ζεστό φως της άνοιξης. Χαμογέλασε πλατιά και άνοιξε τα χέρια της διάπλατα, σαν να ήθελε να αγκαλιάσει το νησί και όλη την ομορφιά που το τύλιγε σαν ξόρκι.
Και εκείνο ανταποκρίθηκε. Της χαμογέλασε με τη σειρά του και της έστειλε το άρωμα των θυμαριών του και το θρόισμα του αέρα που χάιδευε τις φυλλωσιές της ηλικιωμένης αμυγδαλιάς που στεφάνωνε την απαλή κορφή του. Μικρά αηδονάκια πέταξαν μέχρι το ακρογιάλι, άρχισαν να πετάνε γύρω απ’ το κορίτσι και να κελαηδούν γλυκά σαν να την καλωσόριζαν σ’ ένα μαγικό βασίλειο. Η αυγουστιάτικη νύχτα γέμισε με ζωηρές πυγολαμπίδες και λιβελούλες με διάφανα φτερά που χόρευαν γύρω της ενώ το φως του φεγγαριού της χάιδευε τα μαλλιά και μεταμόρφωνε τα φτωχικά της ρούχα σε πανέμορφα πέπλα που όμοιά τους δεν θα φορούσε ποτέ ούτε και η πιο πλούσια πριγκίπισσα του άπληστου κόσμου των ανθρώπων.
Και η νύχτα συνέχισε να πλέκει το φωτεινό της ξόρκι και το νησί συνέχισε να προσφέρει στο κορίτσι τη μαγεία του απλόχερα γιατί εκείνο ήταν το μόνο που το είχε αντικρίσει με βλέμμα αγνό και καθαρό. Είχε νιώσει την ομορφιά του δίχως να ζητήσει τίποτε σε αντάλλαγμα και έτσι, άθελά του, είχε ξυπνήσει την αρχαία μαγεία που έκανε τους πρώτους ανθρώπους να το βλέπουν σαν ένα τόπο ιερό.
Και όταν η αυγή χρωμάτισε τον ουρανό με τα ρόδινα πέπλα της, τίποτα δεν φανέρωνε το πέρασμα του κοριτσιού από το σιωπηλό ακρογιάλι, μονάχα μια σειρά από ίχνη βημάτων στην άμμο που ξετυλίγονταν μέχρι τη θάλασσα και χάνονταν μέσα στο κρυστάλλινο νερό, προς το νησί που διαγραφόταν όμορφο και παράξενο σαν όνειρο στην άκρη του ορίζοντα.
Tags: The Weird Side Daily , ακτές , άλογο , άμμος , άνεμος , άνοιξη , άρχοντας , άρωμα , αυλή , βάρδος , βασιλιάς , βουνά , βουνό , βροχή , Γη , δάση , δάσος , δέντρα , δέντρο , διαγωνισμός , διήγημα , διήγημα φαντασίας , Διηγήματα , δύναμη , εισβολέας , εποχή , Έρικ Σμυρναίος , ζωή , θάλασσα , θεός , ιερό , ιστορία , ιστορίες , ίχνη , ίχνος , καλοκαίρι , καρδιά , καταστροφή , κήπος , κοπέλα , κόρη , κύμα , κύματα , Λογοτεχνία , Λογοτεχνία Φανταστικού , μαγεία , μαεστρία , μανδύας , Μουσική , μουσικός , νερό , νησί , νίκη , ξόρκι , ομίχλη , ομορφιά , όνειρο , οχυρό , πανσέληνος , Παράξενο , πέπλο , περίεργο , πόλεμος , Πύργος , σεισμός , σημειωματάριο , σπίτι , Στίχοι , στίχος , στρατηγός , Στρογγυλή , φαντασία , φεγγάρι , φθινόπωρο , χρόνος , ψαράς , Ψυχή
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.