Το Δάγκωμα Του Σκύλου

”Το κρανίο της ήταν γυμνό στην κορυφή του κεφαλιού και οι σάρκες κατεβασμένες και δεμένες στους ώμους της. Τα φιλήδονα χείλη της κατακόκκινα και αισθησιακά, τα μάτια της ολόμαυρα κόλαζαν και άγιο, το άγριο χαμόγελό της γεμάτο ηδυπάθεια.”

15 Οκτωβρίου 2021

Art by Βασίλης Ζήκος

Ο Μπόμπι δούλευε πόρτα στον Λέβητα. Δεν μιλούσε πολύ, ήταν απλά οι μύες και ένιωθε καλά με αυτό. Αν γινόταν φασαρία, πέταγε έξω όποιον είχε ξεκινήσει τον πανικό κι όλα πάλι ηρεμούσαν. Ένα κτήνος δύο μέτρα ήτανε ο Μπόμπι, αλλά είχε καρδιά αγαθού γίγαντα και ήταν παιδί-διαμάντι. Η ζωή τον είχε οδηγήσει στο να δουλεύει πορτιέρης στο μαγαζί του Τζέι Πι Μονρό και στην ζωή δεν πας κόντρα. Είναι το σκληρότερο αφεντικό η πουτάνα. Ό,τι σου πει, το κάνεις. Θες δε θες…

Το όνειρο του Μπόμπι, κάποτε, ήταν να γίνει νταλικέρης. Ο μπαμπάς ήταν γιατρός και η μαμά απασχολούταν με τα οικιακά. Καυγάδιζαν συχνά. Μοναχοπαίδι ο ίδιος. Ποτέ δεν μπορούσε τις αμήχανες ατμόσφαιρες, ούτε τον πολύ κόσμο. Οπότε νταλικέρης φάνταζε Η δουλειά: με τον αχανή δρόμο να ξεδιπλώνεται μπροστά του, την μουσική να του κρατάει συντροφιά και τις σκέψεις του ν’ απολαμβάνουν, ν’ απορροφούν το τοπίο.

Στην πορεία όμως είχε στραβώσει το όνειρο γιατί, να, ήταν κάπως οξύθυμος. Όταν σε δηλητηριάζει η ατμόσφαιρα στο σπίτι, μα αγαπάς τους γονείς σου, πρέπει κάπου να ξεδώσεις. Καλό το γυμναστήριο, μα είχε μάθει ότι όταν σε πιέζουν… ορμάς, όταν σε σπρώχνουν… σπρώχνεις και εσύ με την διπλάσια ορμή!

Κι αυτό γιατί είχε δει, πολλές φορές, τον πατέρα του να χαμηλώνει το βλέμμα και να ανεβάζει ρυθμό στο περπάτημά του -όταν ο ίδιος ήταν μικρός και περνούσαν από κακόφημες γειτονιές- και αυτό δεν ήταν και το καλύτερο πατρικό παράδειγμα συμπεριφοράς. Πώς γίνεται να το παίζεις μάγκας στην γυναικούλα σου και έξω, στον πραγματικό κόσμο, να είσαι εσύ η γυναικούλα;

Οπότε ναι, ο Μπόμπι δεν περίμενε καν να τελειώσει το σχολείο. Στα δεκαοχτώ παράτησε οικογένεια, βιβλία και γράμματα και πήγε στις νταλίκες. Έκανε το πρώτο του δρομολόγιο -όλα τέλεια!- μα μπλέχτηκε σ’ έναν καβγά μ’ έναν άλλο νταλικέρη και…

«Ξέρεις πόσα χρόνια κάνω αυτή την δουλειά, μικρέ;» του έκανε υποτιμητικά ο μεσήλικας, αν και ο Μπόμπι ήταν αυτός που τον κοιτούσε από ψηλά, λόγω του ότι είχε τρελό μπόι το αγόρι. «Δεν ήσουν καν στα μπαλάκια του μπαμπά σου όταν έπιασα τιμόνι.»

Έλεγε κι έλεγε κι ο Μπόμπι μάζευε οργή με κάθε λέξη του συνομιλητή του. Ε, κάποια μπουκέτα έπεσαν και τελικά ο βλαμμένος ήταν ο αρχηγός του συνδικάτου, οπότε το όνειρο του Μπόμπι χάθηκε.

Διάφορες δουλειές για τρία χρόνια και πλέον στον Λέβητα. Τι πλέον δηλαδή, κόντευε δεκαετία, μα ο καιρός περνάει δίχως να το καταλάβεις και η ζωή έχει τον τρόπο της να σε κάνει να ξεχνάς τα θέλω και την ηλικία σου. Το επώνυμο της ζωής, παίζει να είναι κάρμα.

Ζωή Κάρμα.

Γιατί από εκεί που δεν ήθελε φασαρία και αμήχανες ατμόσφαιρες…  πλέον αυτή ήταν η δουλειά του!

Ώρες-ώρες σκεφτόταν ν’ αγοράσει την δική του νταλίκα και να ξεκινήσει την δική του επιχείρηση ή να γίνει οδηγός ταξί. Για το πρώτο όμως δεν τον βόλευαν τα οικονομικά του και για το δεύτερο δεν τον βόλευε το μέγεθος του οχήματος λόγω του όγκου του.

Πόρτα λοιπόν.

Πόρτα και από τις συνθήκες, πόρτα και στο επάγγελμα!

Και η Ζωή Κάρμα να κυλάει…

Καλά ήταν μωρέ, δε βαριέσαι…

Τις περισσότερες βραδιές απλά κοιτούσε το κενό. Με το μαγαζί να πάλλεται σαν ζωντανός οργανισμός πίσω από την πλάτη του και την ένταση της μουσικής να είναι εκκωφαντική ακόμα και έξω από τους τοίχους. Με το στενό άδειο μπροστά του και όσους πελάτες δεν είχαν μπει, να παρατούν τελικά τα όπλα και να ψάχνουν άλλο μαγαζί στην πόλη. Όταν δεν κοιτούσε το κενό, έπινε κανένα ποτό, έκανε καμιά μυτιά ή φάσωνε καμιά γκομενίτσα που αργότερα θα κατέληγε στο αχούρι του. Τις προτιμούσε ανήλικες και ψευτοκαταραμένες. Όσο πιο πολύ μισούσαν τον μπαμπά τους τόσο πιο καλά γαμιόντουσαν. Ε, και όταν το βράδυ είχε αναπάντεχη ξηρασία, απλά έπινε και χαζογελούσε με τον Μάικ.

Ο Μάικ ήταν άλλη ιστορία…

Ο τυπάς κρατούσε την λίστα και του έλεγε ποιος θα μπει και ποιος δεν θα μπει στο μαγαζί. Αν γινόταν καβγάς και οι εκφοβισμοί του Μάικ δεν έπιαναν, έσερνε τον Μπόμπι στο εσωτερικό. Και πώς να πιάσουν δηλαδή; Ένα εβδομήντα, μισός άνθρωπος, με ηλίθιο χαμόγελο και μάτια μονίμως γυαλιστερά από την κόκα. Σαν ανθρώπινη ύαινα ήτανε ο κερατάς! Πηδούσε το ίδιο συχνά με τον Μπόμπι, μα τουλάχιστον το διαμέρισμά του δεν ήταν αχούρι. Είχε κοιμηθεί εκεί ο Μπόμπι μια-δυο φορές που ήταν πολύ χώμα για να πάει σπίτι του.

Ήταν γραφικοί σαν δίδυμο, μα την αλήθεια, αλλά ο Τζέι Πι τους είχε στο μαγαζί εδώ και κάμποσα χρόνια και ήταν και οι ίδιοι πιστοί ακόλουθοι στο πλευρό του. Τα λεφτά ήταν καλά, τα μπόνους καλύτερα, το γαμήσι τζάμπα και ο Μπόμπι συντηρούσε το καμάρι του: την τσόπερ του.

Δεν του κάτσανε οι νταλίκες, μα είχε μία μηχανάρα όνειρο!

Τι άλλο να ζητήσει κανείς;

Όλα κυλούσαν μέλι-γάλα, το λοιπόν, όταν πριν καμιά βδομάδα ο Τζέι Πι, με το κλείσιμο τούς είπε ότι τους ήθελε να τον βοηθήσουν σε κάτι. Ο Μπόμπι είπε διστακτικά ότι αν είχε να κάνει με ναρκωτικά δεν ψηνόταν και ο Μάικ είχε απλά νεύσει. Οτιδήποτε κι αν έλεγε ο Τζέι Πι, ο Μάικ ήταν πάντα μέσα. Ο Μπόμπι ήθελε να μένει στα πλαίσια του νόμου, για καλό και για κακό. Του έφτανε που την επόμενη κάθε ξεπαρθενιάσματος ανήλικου ίδρωνε και ξεϊδρωνε από τον πανικό ότι θα τον χώσουν μέσα για παιδεραστία. Όσο μπορούσε να είναι τύπος και υπογραμμός, το έκανε!

«Δεν έχει να κάνει με ναρκωτικά, ψηλέ μου. Είναι απλά ένα κομμάτι για την συλλογή μου και θέλω τα μπράτσα σου για να το κουβαλήσουμε. Και μην σας μέλλει, κερνάω μετά.»

Ένευσαν και πήγαν σε μια παλιά γκαλερί με το όνομα Πυραμίδα, φόρτωσαν το άγαλμα –ασήκωτο πανάθεμά του- και αφού το έστησαν στο διαμέρισμα του Μονρό, έκατσαν και τα ήπιαν μέχρι λιποθυμίας. Συνήλθαν αργά το απόγεμα και με βαρύ κεφάλι πήγαν στο μπαρ.

Και έκτοτε όλα άρχισαν να πηγαίνουν κατά διαόλου.

Κυριολεκτικά!

Ο Μάικ είχε έρθει μετά από δύο μέρες και του είχε πει ότι διέρρηξε την γκαλερί Πυραμίδα, μα ήταν εγκαταλελειμμένη ήδη ένα μήνα τώρα. Και οι δύο απόρησαν με το πώς ήταν αυτό δυνατόν, μα ο αδύνατος φίλος του Μπόμπι του είπε ότι δεν είχε σημασία: «Αυτό που έχει σημασία είναι ότι βρήκα ένα ημερολόγιο φίλε και ο τυπάς που είχε το μαγαζί ήταν πέρα για πέρα σαλεμένος.»

«Γιατί όμως να κάνεις διάρρηξη, ρε μαλάκα;»

«Ο Τζέι Πι ήθελε παραπάνω πληροφορίες για το γλυπτό, έχει αρχίσει να του χαλάει το κέφι λέει, να τον επηρεάζει… Πφφ ξέρω γώ… Πήγα λοιπόν να δω τι παίζει και το βρήκα κλειστό. Μπήκα από την πίσω πόρτα και βρήκα ότι κάποιος ήδη είχε σκαλίσει το μέρος, γκόμενα πρέπει να ήταν, βρήκα ένα μανό… Τέσπα, έψαξα το μαγαζί και βρήκα μόνο το ημερολόγιο. Πήγα να του το δώσω και τρελάθηκε, άρχισε να με βρίζει οπότε έφυγα. Άρχισα να το ξεφυλλίζω όμως σήμερα και έχει πολύ γέλιο.»

Ο Μπόμπι απλά ανασήκωσε τους ώμους.

Τις επόμενες μέρες όμως τον έβλεπε να έρχεται όλο και πιο καθυστερημένος κι όλο και πιο εξαντλημένος στη δουλειά. Αν του έπιανε κουβέντα τον άκουγε να μιλάει για τον κύβο του Λεμαρσάν και για τους Κυνοβίτες και για άλλα πράγματα που για τον ίδιο δεν είχαν καμία λογική ή ουσία. Έπειτα άρχισε να τον πιάνει από μόνος του και να του λέει για τα καρφιά του Χριστού και για την αδράχτι της ωραίας κοιμωμένης και για την ιστορία της πρόκας και της βελόνας μέσα στη πάροδο των αιώνων. Ασυναρτησίες.

«Φίλε το άτομο ώρες-ώρες γίνεται αηδία. Ήταν λέει μια κραγμένη στο Λίβερπουλ, τραγουδιστής μπάντας του κώλου, που είχε πηδήξει ό,τι περπατούσε και τον πέτυχαν οι Κυνοβίτες. Του άλλαξαν τον αδόξαστο. Λέει ότι του ξερίζωσαν την σπονδυλική κι έπλεξαν το νωτιαίο μυελό σε κάτι νήματα από πετονιά που συνδέονταν με τα πλευρά του και τον είχανε σαν άρπα. Κάθε χορδή που χτυπούσαν τον έκανε να νιώθει τόσο τσούξιμο σε όλο του το είναι που έβγαζε κάτι κορώνες που διέλυσε τα τζάμια από ένα οικοδομικό τετράγωνο εκεί γύρω που έμενε. Όταν τον βρήκαν οι μπάτσοι, η μούρη του ήταν γάμησέ τα. Τον ονόμασαν Μελωδό. Ωραίο όνομα για τέτοιο σίχαμα… Αηδία αλλά ουάου ρε. Και μετά μου λες ότι σου τον έκανε η πιτσιρίκα να κελαηδά. Αν τους έβλεπες ποτέ αυτούς τους δαίμονες θα έχυνες αίμα!»

Ο Μπόμπι είχε ανατριχιάσει σύγκορμος. Φαντάστηκε την αίσθηση και ήταν σαν να του γδέρνεται το πέος μέχρι να εκσπερματώσει βελόνες…

Χαστούκισε τον Μάικ δυνατά, ένας θεός ήξερε πόσο ήθελε να τον αρχίσει στις γροθιές. Ξεφώνισε, δίχως να μπορεί να ελέγξει τον εαυτό του: «Ανατρίχιασαν και οι ανατριχίλες μου, ρε αρχίδι!»

Σάστισαν με την αντίδρασή του, και σχεδόν αμέσως, γέλασαν και οι δύο δυνατά.

Μα δώσ’ του να σολάρει ο Μάικ για καρφιά και για αγκάθια, για το δάγκωμα του σκύλου και για τους ανίερους ακολούθους του. Το ημερολόγιο δεν ήταν πια κάτι που είχε γέλιο, αλλά κάτι που πείραζε τα λογικά του Μάικ. Κι ο Μπόμπι είχε πλέον απηυδίσει!

«Μαλάκα ξεκόλλα, δεν καταλαβαίνω ούτε τα μισά από όσα λες πια και με φρικάρεις που να πάρει» του έκανε εκνευρισμένος ένα βράδυ.

Ο Μάικ κάτι πήγε να του πει, αλλά τότε ακούστηκε μία έκρηξη μέσα από το μαγαζί. Άρχισαν να τρέχουν προς το εσωτερικό, μα στο τέλος του διαδρόμου είδαν τις πόρτες να κλείνουν από μόνες του και να αλυσοδένονται.

Σάστισαν.

Άκουσαν ουρλιαχτά και οιμωγές, μέσα από τον πανικό του δίπλα δωματίου, και είδαν κάτω από τις διπλές πόρτες να κυλάει ένα ποτάμι από αίμα. Έπειτα από λίγες στιγμές ακολούθησε νεκρική σιγή, καθώς η λίμνη από το αίμα πλησίαζε τα πόδια τους.

«Τι στο…» άρχισε να λέει ο Μπόμπι.

«Διάολο; Αυτό είναι φίλε μου. Το άγαλμα είναι ο Διάολος!» συμπλήρωσε ο Μάικ σοκαρισμένος.

«Όχι ακριβώς…» άκουσαν μια μπάσα φωνή από πίσω τους και γύρισαν έντρομοι. Τον δρόμο προς την έξοδο έκλειναν τρεις φιγούρες. Ολόλευκη σάρκα, δερμάτινα ρούχα, ίσως θνητοί, μα φρικιαστικά παραμορφωμένοι. Η κεντρική φιγούρα είχε ένα πρόσωπο γεμάτο καρφιά, η αριστερή ήταν απλά ένα πρόσωπο με δόντια που κροτάλιζαν συνεχώς και εκ δεξιών…

Μία Παναγία της Κολάσεως!

Το κρανίο της ήταν γυμνό στην κορυφή του κεφαλιού και οι σάρκες κατεβασμένες και δεμένες στους ώμους της. Τα φιλήδονα χείλη της κατακόκκινα και αισθησιακά, τα μάτια της ολόμαυρα κόλαζαν και άγιο, το άγριο χαμόγελό της γεμάτο ηδυπάθεια.

Ο Μπόμπι άκουσε τον Μάικ να ουρλιάζει και ένιωσε το αίμα του να τον πιτσιλάει, μα εκείνος είχε μάτια μόνο για εκείνη. Την είδε να τον πλησιάζει και ένιωσε σπασμούς στα γεννητικά του όργανα. Έπεσε στα γόνατα –για να την δοξάσει θα έλεγε κανείς- και πριν το καταλάβει είχε εκσπερματώσει.

Πιάσανε δουλειά οι λάμες και τα νυστέρια…

Τον Μάικ τον ανέλαβε ο Τσάτερερ κι όταν είχε πια τελειώσει μαζί του, το πλάσμα-Μάικ δεν θύμιζε σε τίποτα τον παλιό του εαυτό. Τα πόδια του ενώθηκαν με συρματόπλεγμα και θα έμεναν τεντωμένα προς τα κάτω για πάντα πια. Τα χέρια το ίδιο. Από τον πρωκτό του εισχώρησε μια ατσάλινη βέργα μήκους δύο μέτρων, η οποία ακολούθησε την πορεία της σπονδυλικής του στήλης και βγήκε από το ανοιχτό του στόμα, σημαδεύοντας μπροστά. Το δέρμα αφαιρέθηκε από το πρόσωπό του, μαζί με τα μάτια από τις κόγχες του και εκεί τοποθετήθηκαν δύο προβολείς. Ο Κυνοβίτης τον έριξε στα τέσσερα και τοποθέτησε μία ρόδα μέσα στις παλάμες του και μία μέσα στις πατούσες του. Σαν να μην ήταν αυτό αρκετό, ξετύλιξε το λεπτό έντερο και τα εξίμισι μέτρα του τα τύλιξε ολόγυρα στην μέση του αλλοτινού Μάικ. Αν ήταν να μετατραπεί σε μηχανή, τουλάχιστον ο καβαλάρης του να καθόταν αναπαυτικά…

Τον Μπόμπι τον ανέλαβε η Αντζελίκ. Τον έβαλε να κάτσει πάνω στον παλιόφιλό του και σπάζοντάς του τα πόδια από το γόνατο και πέρα, τα έδεσε στο σημείο που ήταν κάποτε η κοιλιά του Μάικ. Η ιέρεια, ξεδιπλώνοντας τα δύο μέτρα από το παχύ έντερο του θύματος του Τσάτερερ, τα έπλεξε μαζί με συρματόπλεγμα, εκεί, στο πλάι των πλευρών. Έπειτα ξερίζωσε τα γεννητικά όργανα του Μπόμπι –τουλάχιστον τα είχε χρησιμοποιήσει ηδονικά πριν τα χάσει- και βγάζοντας τους όρχεις από το οσχέο, τρύπησε τα μάτια του άντρα και τους τοποθέτησε στις κόγχες. Δύο τυφλά και κόκκινα μάτια γεμάτα φλέβες. Επιμήκυνε το θλιβερό του πέος και τοποθετώντας μία μακριά βελόνα μέσα στην ουρήθρα, κάρφωσε την αιχμή του λεπτού μετάλλου στον εγκέφαλο του Μάικ.

Τώρα το κάτω κεφάλι του καβαλάρη συνδεόταν με το πάνω της μηχανής του, τη νέα του τσόπερ, το νέο του καμάρι.

Έμπηξε νυστέρια στην βάλανο του αλλοτινού Μπόμπι και του έραψε το στόμα. Τον έντυσε με δερμάτινα που έραψε πάνω στην σάρκα του, του έδωσε μία μακριά λεπίδα και μια ασπίδα.

Ο Καβαλάρης και το Άρμα του.

Δύο νέοι Κυνοβίτες.

Δύο νέα δαγκώματα σκύλου.

Τα ουρλιαχτά σιώπησαν σύντομα και έμεινε μόνο η απόλαυση. Ειδικά για τον Μπόμπι, κάθε μαρτύριο από τα χέρια αυτού του αγγέλου ήταν σαν ερωτικό χάδι, τον έκανε να σπαρταρά από ηδονή και να χύνει αίμα στο μυαλό της μηχανής του. Η αίσθηση ήταν σα να εκσπερματώνει βελόνες που τον έγδερναν βγαίνοντας από μέσα του. Τελικά δεν είχε πέσει πολύ έξω όταν το φανταζόταν. Ήταν υπέροχο. Να που τελικά ένα χωριατοκόριτσο του 1700, μια αθάνατη και αγέραστη πόρνη, μπορούσε να κάνει την σάρκα του να τραγουδήσει δυνατότερα και μελωδικότερα από οποιοδήποτε ψευτοκαταραμένο ανήλικο…

Φυσικά, ο καβαλάρης με τον πριαπισμό και η τσόπερ από σάρκα και οστά δεν ήταν οι μόνοι Κυνοβίτες που συνέβαλαν στον πανικό των ημερών που ακολούθησαν. Ο Τζέι Πι έσκασε μύτη με δύο πιστόνια στο κεφάλι του και ο dj τους παραμορφωμένος στο πρόσωπο επίσης, εκτοξεύοντας εκρηκτικά cd.

Α ναι, κι ένας καμεραμάν και μία πρώην του ιδιοκτήτη του Λέβητα.

Να ήταν κι άλλοι; Δεν έχει σημασία.

Όλοι αυτοί ήταν αναλώσιμοι…

Μόνο ο Ιερέας και η Πριγκίπισσα της Κόλασης ήταν τόσο ψηλά στην ιεραρχία που δεν μπορούσαν να χαθούν με τίποτε.

Εκτός αν έβαζε το χέρι του ο ίδιος ο Εωσφόρος…

Ή κάποιος ντετέκτιβ που άκουγε στο όνομα Χάρι Ντ Αμούρ…

Tags: blood , dark , death , demons , friends , gallery , Hellraiser , horror , Pop Culture , scary , short-story , The Weird Side Daily , twsd , αίμα , Γιώργος Μπελαούρης , δαίμονες , διήγημα , Διήγημα τρόμου , θάνατος , Μπόμπι , σκοτάδι , Σκοτεινό , Τζέι Πι , τρόμος , φαντασία , φίλοι

Γιώργος Μπελαούρης

Δημοσιεύτηκε 15 Οκτωβρίου, 2021

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.