Τα κόκκινα νούμερα στον ηλεκτρικό πίνακα ενημέρωναν πως ο συρμός θα περνούσε σε τρία λεπτά. Μικρή αναμονή, σκέφτηκε. Το μόνο που ήθελε ήταν να γυρίσει στο σπίτι του, να κάνει ένα ζεστό μπάνιο και να ξαπλώσει. Το ρολόι κόντευε να δείξει δώδεκα. Περίμενε, πάλι, το τελευταίο μετρό. Δεκαπέντε σταθμοί. Κατέβαινε στον τερματικό.
Ακούστηκαν τα χαρακτηριστικά σφυρίγματα από τις ράγες, ακολούθησε ένα φως στο βάθος του τούνελ και αμέσως εμφανίστηκε η πρόσοψη του τρένου, συνοδευόμενη από το γνώριμο εκνευριστικό ήχο της κόρνας.
Μόλις μπήκε στο βαγόνι, ο Ντέιβιντ προχώρησε προς τη δεξιά γωνία και στάθηκε ακριβώς δίπλα στην πόρτα. Δεν ήθελε να βρίσκεται στο βάθος του βαγονιού και να έχει να προσπεράσει τόσο κόσμο για να βγει, ή να βρίσκεται στη μέση και να τον ενοχλούν όλοι εκείνοι που για κάποιο λόγο αποφάσιζαν να μετακινηθούν. Όλοι αυτοί οι συνεπιβάτες του τού φαίνονταν ενοχλητικοί αυτές τις ώρες.
Έβαλε τα ακουστικά του, στηρίχθηκε στη γωνία και περίμενε να φτάσει στον προορισμό του. Ένας άστεγος περπατούσε μετά βίας στο κέντρο του βαγονιού, κρατώντας ελαφρά ένα πλαστικό ποτήρι και ψέλλιζε λόγια που ο Ντέιβιντ δεν άκουγε, καθώς η μουσική δυνάμωνε στα αυτιά του. Έψαξε στον πάτο της τσέπης του και βρήκε λίγα ψιλά. Του τα έδωσε μηχανικά και συνέχισε να χάνεται στις σκέψεις του.
Παρατηρούσε το υποτιμητικό βλέμμα των υπολοίπων προς το μεσήλικα. Αηδίαζε με την απέχθεια που σχηματιζόταν στα πρόσωπά τους, λίγες μόνο στιγμές πριν στρέψουν τη ματιά τους αλλού. Πολλές φορές αντάλλασσαν μεταξύ τους σχόλια, συχνά χωρίς καν να κάνουν την παραμικρή προσπάθεια να μην ακουστούν. Αυτό, τον έκανε να τους αντιπαθεί ακόμη περισσότερο.
Κοίταξε την μπαταρία του κινητού του. Είκοσι δύο τοις εκατό. Αρκούσε μέχρι να επιστρέψει σπίτι του. Τρεις στάσεις ακόμα. Τα βαγόνια είχαν, σχεδόν, αδειάσει. Στην προ-τελευταία στάση κατέβηκε και ο τελευταίος συνεπιβάτης του. Προχώρησε προς το κέντρο του βαγονιού και κρατήθηκε από το στύλο. Με την άκρη του ματιού του, παρατήρησε έναν ακόμη άνδρα. Δεν τον είχε αντιληφθεί νωρίτερα, γιατί ήταν σκυμμένος, με το κεφάλι, σχεδόν, να αγγίζει τα γόνατά του, τυλιγμένος στο κατάμαυρο παλτό του. Καθόταν σε μία καρέκλα δίπλα στο παράθυρο, στα δεξιά του. Δεν του έδωσε σημασία.
Χάζευε τα φώτα του τοίχου της σήραγγας που διέσχιζε για να φτάσει, επιτέλους, στον τερματικό σταθμό. Στα λίγα δευτερόλεπτα που περίμενε την έναρξη του επόμενου τραγουδιού, ο Ντέιβιντ άκουσε ένα ελαφρύ τρίξιμο. Προερχόταν από την καρέκλα του συνεπιβάτη του. Κοίταξε την αντανάκλασή του από το τζάμι. Ο άνδρας κινούταν πέρα-δώθε, λες και καθόταν σε μια αόρατη κούνια. Δεν έδωσε βάση. Συνέχισε να χαζεύει τα φώτα.
Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, ασυναίσθητα, κοίταξε ξανά την αντανάκλασή του. Έμοιαζε σαν να μιλάει σε κάποιον, σαν να προσπαθούσε να του εξηγήσει κάτι σε έντονο ύφος. Παραξενεύτηκε. Έκλεισε τη μουσική και παρατήρησε πως από την καρέκλα έβγαινε πλέον ένας διαπεραστικός ήχος, σήκωσε πάλι το βλέμμα του και ο άνδρας ξαφνικά άρχισε να τραντάζεται υποφέροντας από έντονους σπασμούς. Αποφάσισε να πλησιάσει. Ίσως επρόκειτο για μία κρίση πανικού, ίσως ο άνδρας βρισκόταν υπό την επήρεια ουσιών, ίσως… δεν ήξερε τι άλλο. Όπως και να ‘χε, ο άνθρωπός αυτός φαινόταν να χρειάζεται βοήθεια.
«Συγγνώμη; Συγγνώμη, σας συμβαίνει κάτι;» ρώτησε. «Είστε καλά;» Δεν πήρε καμία απάντηση. Πλησίασε κι άλλο. «Συγγνώμη, με ακούτε; Μήπως…» Ο άνδρας σταμάτησε να κινείται. Έπειτα άρχισε και πάλι το αρχικό πέρα-δώθε με έναν πολύ αργό ρυθμό. Η κίνησή του τώρα όμως, ήταν σχεδόν ανεπαίσθητη.
Πήγε δίπλα του και τον ακούμπησε στον ώμο. «Συ…» Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την πρότασή του. Μόλις τον άγγιξε, εκείνος έγειρε απότομα προς τα πίσω και τον κοίταξε στα μάτια. Ο Ντέιβιντ πάγωσε. Τα μάτια του άνδρα τον κοιτούσαν, αλλά το βλέμμα αυτό ήταν εντελώς κενό. Ήταν ανοιγμένα διάπλατα και ποτισμένα με δάκρυα, που τα έκαναν να λάμπουν έντονα κάτω από τα φώτα του βαγονιού. Το στόμα του έμοιαζε σαν μία παραμορφωμένη ανοιχτή κοιλότητα. Το κάτω χείλος του έμοιαζε τραβηγμένο προς τα κάτω, δίνοντας ένα αφύσικο μήκος στο άνοιγμα, ενώ, το δέρμα του είχε μία κατάλευκη απόχρωση λες και ο οργανισμός του είχε στραγγίξει από αίμα. Η όψη του αγνώστου φαινόταν κενή από κάθε ζωντάνια.
Το τρένο τραντάχτηκε. Μπλε και λευκές λάμψεις άρχισαν να αντανακλώνται στα παράθυρα, σπίθες φαίνονταν να πλημμυρίζουν τη σήραγγα. Το τράνταγμα δυνάμωσε. Μακρόσυρτοι ήχοι τριξίματος πλημμύρησαν την ατμόσφαιρα, καθώς το τρένο έμοιαζε να πασχίζει να παραμείνει στις ράγες. Ο Ντέιβιντ ένιωσε το πάτωμα να παίρνει μία απότομη κλίση προς τα δεξιά και άπλωσε τα χέρια του για να γαντζωθεί από το χερούλι. Δεν τα κατάφερε και σωριάστηκε κάτω. Τελικώς, η αριστερή πλευρά του τρένου προσγειώθηκε κανονικά και το όχημα σταμάτησε να κινείται. Τα φώτα τρεμόπαιξαν για μία στιγμή πριν το πυκνό σκοτάδι απλωθεί σε όλο το μήκος και το πλάτος της σήραγγας.
Δεν έβλεπε τίποτα γύρω του. Τέντωσε τα χέρια του προσπαθώντας να πιάσει κάποιο κάθισμα ή κάποιο στύλο για να προσανατολιστεί. Έπρεπε να βρει το κουμπί κινδύνου. Δεν έβλεπε κανένα φως, ούτε καν σε απόσταση. Το ρεύμα είχε κοπεί, Ήταν ασφαλές, λοιπόν, να χρησιμοποιήσει το σφυράκι για να σπάσει το τζάμι και να βγει από το βαγόνι. Ακόμα και να παραπατούσε στο σκοτάδι και να έπεφτε στις ράγες, δε θα πάθαινε τίποτα σοβαρό. Ήθελε να φύγει από εκεί μέσα. Περισσότερο, όμως, ήθελε να τρέξει μακριά από εκείνον. Θα έκανε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και μετά θα καλούσε την αστυνομία ή ένα ασθενοφόρο ή… Δεν ήξερε αν ήταν επικίνδυνος ή αν χρειαζόταν βοήθεια, αλλά το μυαλό του ήταν υπερβολικά θολωμένο για να σκεφτεί λογικά τώρα. Πρώτα, έπρεπε να βγει.
Το ένα φως τρεμόπαιξε για μία φορά. Μόλις που πρόλαβε να δει κάποιον να στέκεται στο διάδρομο λίγα μέτρα μακριά του. Ύστερα και πάλι σκοτάδι… Ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει τόσο δυνατά που νόμιζε πως πάσχιζε να σκίσει το στήθος του και να πεταχτεί έξω.
Πρέπει να βρω ένα από τα σφυριά, σκέφτηκε.
Λες και η σκέψη του λειτούργησε σαν εντολή, τα φώτα άναψαν. Ήταν μόνος του στο βαγόνι. Δεν έβλεπε κανέναν γύρω. Χωρίς να χάσει ούτε στιγμή, έτρεξε και έσπασε ένα προστατευτικό τζαμάκι. Γρήγορα, έβγαλε το σφυρί από τη θήκη του και το κράτησε σφιχτά στο χέρι του. Ετοιμάστηκε να στρίψει απότομα και να πάει από τη μεριά των ραγών που ήταν το τρένο του και να σπάσει το παράθυρο.
Και τότε το είδε… Το φρικιαστικό, αποτρόπαιο πρόσωπο με τα ορθάνοιχτα μάτια και το κρεμασμένο σαγόνι. Είδε την αντανάκλασή του στο παράθυρο. Ήταν πίσω του. Ένα ουρλιαχτό ξέφυγε από τα χείλη του και τα φώτα έσβησαν ξανά για λίγα δευτερόλεπτα.
Όταν άνοιξαν και πάλι, ο Ντέιβιντ κειτόταν νεκρός στο πάτωμα, λουσμένος με αίμα, σταγόνες του οποίου είχαν γεμίσει τα διπλανά παράθυρα, τις πόρτες και τις καρέκλες. Το περιεχόμενο της κοιλιάς του βρισκόταν διασκορπισμένο γύρω του σε ακτίνα ενός μέτρου. Το άνοιγμα στο σώμα του έφτανε μέχρι το λαιμό. Το περίγραμμα μίας οδοντοστοιχίας διακρινόταν στα εναπομείναντα τρία τέταρτα της καρδιάς του, ενώ, στο σημείο που βρισκόταν το συκώτι του, είχαν απομείνει μόνο υπολείμματα και ιστοί.
Δύο λεπτά μετά, το μετρό έφτασε στον τερματικό σταθμό. Ο οδηγός κατέβηκε και χαιρέτησε βιαστικά το συνάδελφό του που έπιανε δουλειά για την επόμενη βάρδια. Τις σκάλες κατέβαινε με ταχύ βήμα μια παρέα νεαρών που συζητούσε με ιδιαίτερο ζήλο για τον άνδρα που αυτοκτόνησε στο σταθμό αυτόν, πέφτοντας στις ράγες πριν από δέκα ημέρες.
Tags: blood , horror , killer , monster , mystery , scary , short-story , splatter , station , Suicide , train , unknown , weird , άγνωστο , αίμα , αλλόκοτο , αυτοκτονία , διήγημα , δολοφόνος , μυστήριο , σταθμός , τέρας , τρένο , τρομακτικό , τρόμου
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.