Επίκληση στο συναίσθημα
Σε ένα σάπιο κελί που μύριζε θάνατο βρισκόταν ο Τεύκρος. Δεν είχε παράθυρο και τις ανάγκες του τις έκανε σε μικρό τσουκάλι. Το φαγητό που του προσέφεραν ήταν ξερό ψωμί και ένα τυρί σχεδόν μουχλιασμένο. Περνούσαν οι μέρες βασανιστικά, αλλά κάτι υπήρχε εκεί που έβαζε τον Τεύκρο σε σκέψεις. Ένας φύλακας που πρόσεχε τον Τεύκρο τις νυχτερινές ώρες. Ο χρόνος βέβαια είχε χαθεί, αλλά η ευστροφία του Τεύκρου δεν τον άφηνε να χάνει την αίσθηση της μέρας και της νύχτας. Ο φύλακας σατράπης δεν φαινόταν τόσο νοσηρός όσο οι υπόλοιποι. Έτσι ο Τεύκρος άρχισε να τον πλησιάζει. Στην αρχή ο φύλακας έδειχνε ενοχλημένος από την κίνηση αυτή και απομακρυνόταν. Περνούσαν οι μέρες όμως και ο Τεύκρος τον κοίταζε συστηματικά με εκείνα τα ένδοξα, γεμάτα απαράμιλλη ελπίδα. Ένα βράδυ λοιπόν αποφάσισε να του μιλήσει.
«Γεια σου», του αποκρίθηκε.
«Τι θέλεις;» του απάντησε ο φύλακας αυστηρά.
«Απλά εδώ μέσα όλα είναι τόσο μαύρα που έχω την ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον και εσύ δε φαίνεσαι τόσο αντικοινωνικός όπως οι υπόλοιποι φύλακες».
«Δεν επιτρέπεται όμως να σου μιλάω», είπε διστακτικά εκείνος.
«Μη φοβάσαι», του είπε ο Τεύκρος. «Εγώ δεν πρόκειται να το πω σε κανέναν».
Χωρίς πολλή προσπάθεια ο φύλακας αποκρίθηκε στον Τεύκρο λέγοντας του: «Ωραία, ξεκινά εσύ να μιλάς».
Ο Τεύκρος άρχισε λοιπόν να του μιλάει για την τρυφερότητα που φαίνονταν στα μάτια του φύλακα, κάτι που ποτέ δεν είχε αντικρύσει σε μάτια άλλου σατράπη. Ο φύλακας αιφνιδιάστηκε, αλλά ο Τεύκρος συνέχισα να του μιλά.
«Θα σου πω μια ιστορία», του είπε.
«Σε ακούω», είπε ο φύλακας προσπαθώντας να φανεί αυστηρός, αλλά το ενδιαφέρον του δεν κρυβόταν.
Και η ιστορία ξεκινάει ως εξής: «Ήταν κάποτε ένας πατέρας που είχε δυο γιους. Τους αγαπούσε πολύ. Ο ένας ήταν έντιμος άνθρωπος, ο άλλος όμως είχε περιέργεια να μάθει τον κόσμο. Έτσι λοιπόν ζήτησε από τον πατέρα του να ταξιδέψει για λίγο καιρό. Ο πατέρας συναισθανόταν τον πόθο του γιου του και έτσι του έδωσε την άδεια. Ο νέος ταξίδεψε σε μέρη μαγικά για καιρό, αλλά ποτέ δεν ξεχνούσε την οικογένειά του. Έτσι κάποια στιγμή αφού είχε δει πολλά, αποφάσισε να επιστρέψει. Ο πατέρας του και ο αδερφός του χάρηκαν πολύ που ήταν και πάλι κοντά τους! Το ίδιο και εκείνος. Τους έπιασε λοιπόν να τους μιλήσει για τα όσα είδε. Μιλούσε για θαύματα, για χώρες με καταπράσινα λιβάδια και άλλα τέτοια ειδυλλιακά τοπία. Αυτό όμως που του έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν ότι έμαθε για ένα καθεστώς διακυβέρνησης που δεν πίστευε πως υπάρχει κάτι παρόμοιο. Είχε συναντήσει την Δημοκρατία, ένα μέγιστο αγαθό που ήταν το ύψιστο. Τους εξήγησε λοιπόν πως λειτουργούσε αυτό το σύστημα. Ο πατέρας του είπε: “μα εγώ και ο αδερφός σου είμαστε έντιμοι άνθρωποι, πάντα πράττουμε το ορθό”. Ο γιος του όμως του είπε: “Πατέρα η εντιμότητα πρέπει να έρχεται μαζί με την πάλη για έναν κόσμο γεμάτο αγάπη, ελευθερία και ισότητα. Ο πατέρας σάστισε αλλά καταλάβαινε τι ήθελε να πει ο γιος του. “Και τι θα πρότεινες;” του είπε. Προτείνω αρχικά να γράφουμε σε φυλλάδια και εφημερίδες εξηγώντας τι είναι η δημοκρατία και να καλούμε το λαό της πόλης σε συνελεύσεις ώστε να ακούμε και τις δικές τους ιδέες. Ο πατέρας συμφώνησε και η δουλειά που είχαν αναλάβει ξεκίνησε αμέσως. Μετά από έναν χρόνο η μοναρχία έπεσε και ο κόσμος βγήκε να πανηγυρίσει στις πλατείες και τα πάρκα. Έγιναν εκλογές για πρώτη φορά και ο μικρός γιος που είχε φέρει την ιδέα της δημοκρατίας στην πόλη του έγινε Πρόεδρος. Έτσι έζησαν όλοι ικανοποιημένοι και έφταναν πολλές φορές στα όρια της ευτυχίας με τον τρόπο που λειτουργούσε αυτό το σύστημα. Και κυρίως ο ήλιος έβγαινε κάθε μέρα και έπεφτε με τις αχτίδες στα πρόσωπα των χαρούμενων ανθρώπων».
«Αυτή ήταν η ιστορία», είπε ο Τεύκρος.
«Θα ήθελα πολύ να γίνω ευτυχισμένος», είπε ο αγαθός σατράπης.
«Δεν ξέρω όμως πως θα συμβεί αυτό!»
«Αν με ελευθερώσεις θα σε πάρω μαζί μου και όλα θα γίνουν».
Δίστασε ο φύλακας αλλά φαινόταν να το σκέφτεται.
Αφού επεξεργάστηκε την ιδέα, είπε στον Τεύκρο: «Θα σε αφήσω να φύγεις, αλλά θα με προστατεύσεις και ορκίσου πως θα με κάνεις και εμένα ευτυχισμένο άνθρωπο!»
«Στο υπόσχομαι με όλη μου την ψυχή!» απάντησε ο Τεύκρος.
Ο φύλακας έβγαλε τα κλειδιά και άνοιξε την σκουριασμένη καγκελόπορτα του κελιού. Έπειτα είπε στον Τεύκρο να τον ακολουθήσει. Πέρασαν μέσα από μια στοά και έπειτα βγήκαν έξω από τα μπουντρούμια. Ο Τεύκρος κατάλαβε πλέον που βρισκόταν και αποκρίθηκε στον φύλακα: «Τέλεια! Ήρθε η ώρα να γνωρίσεις την ομάδα του Λέοντος!»
Και έτσι ο Τεύκρος δραπέτευσε με έναν ακόμα φίλο για να πάει κοντά στους συντρόφους του.
Συνταγματάρχης εναντίον Προέδρου
Ο Τεύκρος βρισκόταν πλέον γύρω από αγαπημένα πρόσωπα. Από εκείνα τα παιδιά που ποτέ δεν θα τον εγκατέλειπαν. Ήταν η ομάδα του Λέοντος που τον περίμενε, γιατί ήξερε πως ο τετραπέρατος Πρόεδρος θα έβρισκε την άκρη ακόμα και μέσα στο μπουντρούμι. Η ομάδα υποδέχτηκε πλέον τον πρώην σατράπη ως φίλο και όχι ως εχθρό. Το θέμα ήταν πως δεν υπήρχε άπλετος χρόνος για να φτάσουν στην ελευθερία από το τέρας που είχε δημιουργήσει ο Συνταγματάρχης Ζόφος. Την ιστορία του δεν θα την μαθαίναμε ποτέ, αν και υπήρχαν φήμες πως ο Ζόφος ήταν ο Εκλεκτός του Εωσφόρου. Γιος του έκπτωτου αγγέλου και γιος ενός θηλυκού τσακαλιού. Από αλλού είχε ακουστεί πως ήταν γιος της πρώτης γυναίκας της δημιουργίας, της λεγόμενης Λίλιθ, μιας σκοτεινής οπτασίας. Μπορεί να μην ίσχυες και τίποτα από όλα αυτά. Ο Τεύκρος πίστευε ακράδαντα πως ο Ζόφος ήταν άνθρωπος, γιατί οι άνθρωποι είναι που δημιουργούν πνεύματα και θεότητες και οι ίδιοι μπορούν να είναι το ίδιο το Κακό. Αυτός λοιπόν ήταν ο Συνταγματάρχης Ζόφος. Ένας άνθρωπος χωρίς ιδανικά, ένα βδέλυγμα που ήθελε να υποτάξει έναν λαό και να τον μολύνει με τη βρωμιά του.
Ο χρόνος κυλούσε. Το σχέδιο δεν ήταν δύσκολο να οργανωθεί. Ένας ήταν ο στόχος και αυτός ήταν να μπήξει κάποιος τα χέρια του στα σάρκινα δέντρα και να βρει το κλειδί. Η ομάδα του Λέοντος όμως δεν ήταν μόνο πονόψυχη αλλά και θαρραλέα, έτοιμη να αντιμετωπίσει κάθε εμπόδιο ακόμα και το πιο απάνθρωπο. Εκεί ήταν που δεν υπολόγισε καλά ο Ζόφος. Νόμιζε πως όλα θα έμεναν όπως τα οργάνωσε αυτός. Εκείνη την ίδια νύχτα που ο Τεύκρος είχε απελευθερωθεί θα έβγαινε από το κρησφύγετο για να πάει να πάρει το κλειδί και να ανοίξει τα μπουντρούμια.
Και τότε ξεκίνησε ένα ταξίδι λίγων στιγμών που φάνταζε αιωνιότητα. Ο Τεύκρος φορώντας μια μαύρη κουκούλα για να μην φαίνεται στο σκοτάδι βγήκε και κίνησε προς τα αποτρόπαια σάρκινα δέντρα. Φτάνοντας είδε κάτι να σπινθηρίζει στο βαθύ σκότος και εκεί άπλωσε το χέρι του. Ένα χρυσό κλειδί φώτιζε, αλλά μαζί του έδινε φως και σε ένα νεκρό πρόσωπο. Ο Τεύκρος γεμάτος πόνο συνειδητοποίησε πως το πρόσωπο αυτό ήταν του μεγάλου του αδερφού. Ένας άνδρας πάντα έντιμος… Σαν τον αδερφό από την ιστορία που είχε διηγηθεί στον φύλακα-σατράπη… Η θλίψη τον περιέλουσε με κρύο ιδρώτα. Ο αδερφός του δεν είχε καταφέρει να ξεφύγει από τον αποτροπιασμό. Ο Τεύκρος όμως ήταν δυνατός και έτσι άρπαξε το κλειδί. Έτρεξε με μανία προς τα μπουντρούμια. Φύλακες υπήρχαν παντού. Ο Τεύκρος θα έδινε μάχη. Άδραξε το τσεκούρι που κουβαλούσε μαζί του που έφερε το σύμβολο του Λέοντα πάνω και άρχισε να εξοντώνει σατράπηδες. Δεν του άρεσε να σκοτώνει αλλά μπροστά σε όσα διακυβεύονταν θα το έκανε και αυτό. Ήταν γενναίος μαχητής. Κατάφερνε με τις αδραξιές του και έπαιρνε τη ζωή από τα μιάσματα. Μέχρι που έφτασε να δει την κλειδαριά. Κίνησε γρήγορα και έβαλε το χρυσό κλειδί στην πόρτα. Το κλειδί ταίριαζε. Έκανε μια στροφή και απλά άνοιξε. Μέσα όμως δεν βρισκόταν κανείς… Ή μάλλον βρισκόταν. Μια αποτρόπαια μορφή εμφανίστηκε μέσα από τις σκιές. Ήταν ο Ζόφος…
«Νόμιζες αλήθεια πως είμαι τόσο χαζός;» αποκρίθηκε ο Ζόφος.
«Ξέρω καλά τι μπαγαποντιά θα έκανες. Όλα σου φαίνονται παιχνίδι. Εδώ όμως ήρθε το τέλος σου».
Άρχισαν να παλεύουν. Ο Τεύκρος με το ένδοξο τσεκούρι του και ο Ζόφος με ένα ξίφος σαν μεγάλη καρφίτσα που έμοιαζε με τα αποτρόπαια πόδια του. Ήταν και οι δύο δεινοί πολεμιστές. Η πρώτη τσεκουριά έριξε κάτω τον Ζόφο αλλά σηκώθηκε γρήγορα. Συνέχιζε ακάθεκτος. Μέχρι που ο Τεύκρος τον πέτυχε στο κεφάλι και ένα τέτοιο χτύπημα ήταν θανατηφόρο. Ο Τεύκρος περίμενε από πάνω από το νεογνό κουφάρι να δει αν ζει ή πέθανε. Αίμα έτρεχε από το κεφάλι του. Ανθρώπινο. Δεν είχε τίποτα το μυστηριακό ο χαμός του. Δεν ήταν δαίμονας εκ του πνεύματος αλλά δαίμονας εξανθρωπισμένος. Και πλέον είχε χαθεί. Όταν γύρισε το κεφάλι του είδε τα μέλη της ομάδας του Λέοντος να πλησιάζουν.
«Τον σκότωσες», είπε η Αλίζ. «Σκότωσες τον καταραμένο Ζόφο!»
«Τον σκότωσα αλλά αναρωτιέμαι που έχει τους αιχμαλώτους». Τότε ακούστηκε ένα χτύπημα κάτω από το πάτωμα. Εκεί υπήρχε ένα χαλί το οποίο μάζεψε η ομάδα του Λέοντος. Από κάτω βρισκόταν μια καταπακτή. Ο Τεύκρος την άνοιξε με ευκολία. Εκεί βρήκαν στοιβαγμένους ένα πλήθος ανθρώπων. Οι Λέοντες τους βοηθούσαν να βγουν από την καταπακτή. Δυστυχώς πολλοί δεν τα είχαν καταφέρει… Όμως σε εκείνα τα βασανισμένα πρόσωπα που έβγαιναν φαινόταν χαραγμένη η ελπίδα. Μία ομάδα ανδρών μόλις βγήκε στον έξω κόσμο έπιασε αμέσως τα πανιά που έκρυβαν τον ουρανό και τα ξέσκιζαν! Η ελευθερία ήταν και πάλι εδώ!
Επίλογος
Υπήρχε μια γιορτινή ατμόσφαιρα παντού. Τα σάρκινα δέντρα ήταν πλέον παρελθόν. Όλα τα σώματα είχαν θαφτεί με ευλάβεια όπως τους άρμοζε. Εκεί που ήταν η θέση τους υπήρχε πλέον ένα τεράστιο, πολύχρωμο γαϊτανάκι. Τα παιδιά έπαιζαν και μαζί τους έπαιζαν και οι μεγαλύτεροι. Η χαρά είχε επιστρέψει στις καρδιές των ανθρώπων. Τίποτα το ζοφερό δε θα απειλούσε πια αυτή την ελεύθερη Πολιτεία!
Διαβάστε το Μέρος Ά και Μέρος Β’ εδώ.
Tags: The Weird Side Daily , weird , Άνθρωπος , άτρωτος , βασανιστήρια , βασανιστήριο , δέντρο , διήγημα , Διηγήματα , ελπίδα , εξόντωση , εχθρός , ζωή , θάνατος , ιστορία , κλειδί , κορμιά , κράτος , κρατούμενοι , κρατούμενος , Μάχη , νεκροί , νεκρός , νόμος , νύχτα , οικογένεια , Πολιτεία , πολιτικός , πραξικόπημα , πτώμα , σάρκα , σάρκες , σάρκινα δέντρα , σκοτάδι , συναίσθημα , Συνταγματάρχης Ζόφος , σύντροφοι , σύντροφος , σώμα , σώματα , Τζωρτζίνα Κουρουσιακλή , τύρρανος , φαντασία , Φόβος , φρουροί , φρουρός , Φύλακας
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.