Το μονοπάτι στριφογυρνά σαν φίδι. Το ακολουθώ με την αλλοπρόσαλλη σκέψη πως όσο περπατάω, τόσο πιο βαθιά με καταπίνει αυτό το ερπετό. Με το που φτάνω στον μεγάλο κέδρο, σκέφτομαι πως τώρα, όπου να ‘ναι, θα με χωνέψει. Ψηλαφώ με τα δάχτυλα το χάραγμα στον κορμό με τον περιδινούμενο κύκλο. Η στροφή γυρνάει προς τα μέσα σαν το κέλυφος ενός σαλιγκαριού. Το αφήνω με ενθουσιασμό και χώνομαι ανάμεσα στις φτέρες που σηματοδοτούν το πέρασμα. Μου φτάνουν μέχρι τους ώμους. Με πιάνει μια μικρή κλειστοφοβία, αλλά την ξεπερνάω όταν θυμάμαι τον στόχο μου.
Χτυπάω τους μίσχους με ένα κλαδί που περιμάζεψα από το καλωσόρισμα του δάσους, για να τρομάξω οτιδήποτε επικίνδυνο μπορεί να κρύβεται εκεί μέσα και να κρυφτεί. Ελπίζω αυτή η τακτική να δουλεύει.
Ντελικάτες παπαρούνες γεφυρώνουν το ποτάμι από φτέρες με έναν λόφο, στο κέντρο του οποίου χορεύει μια κλαίουσα ιτιά, την οποία περικυκλώνουν πορφυροί αμανίτες. Ανεβαίνω στον λόφο διευκολύνοντας την ανάβαση με το χοντρό κλαδί. Στέκομαι έξω από τον μανιταρόκυκλο. Κανένας δεν είναι εκεί που θα έπρεπε τώρα να βρίσκεται εκείνη.
Περνάει αρκετή ώρα. Μακάρι να ήξερα πόση, αλλά η Βερβένα ήταν κάθετη σε αυτό: «Όχι ρολόγια και κινητά τηλέφωνα την ώρα της Παράδοσης».
Αποφασίζω να περάσω τον κύκλο μόνη μου. Περνάω πάνω από τα μανιτάρια προσεκτικά για να μην τα πατήσω. Με το που πατάω το πόδι μου στην μέσα πλευρά, αισθάνομαι αμέσως τη διαφορά. Γυρνάω και κοιτάω το δάσος από εκεί μέσα. Παρότι οπτικά δεν φαίνεται καθόλου αλλαγμένο, η αίσθηση είναι διαφορετική. Οι ήχοι του δάσους έχουν κάνει φτερά. Απλώνεται γύρω μου μια ησυχία απόλυτη, λες και ο μανιταρόκυκλος λειτουργεί μονωτικά.
«Καλώς συναντιόμαστε ξανά». Ακούω μια φωνή πίσω από την πλάτη μου.
Γυρνάω και βλέπω τη Βερβένα να στέκεται όρθια με ακουμπισμένη την πλάτη στον κορμό της ιτιάς.
«Πότε ήρθες; Συγγνώμη, δεν σε κατάλαβα». Απολογούμαι καθώς την παρατηρώ.
Τα μακριά ανάλαφρα ρούχα της χύνονται μέχρι τους αστραγάλους στο χρώμα των φυλλωμάτων. Σε συνδυασμό με τα σμαραγδένια μάτια της και τον καστανωπό θύσανο των μαλλιών της, σχεδόν δεν ξεχωρίζει από το δέντρο. Με κοιτάει με το ίδιο ζωηρό, αδάμαστο βλέμμα και οι άκρες των χειλιών της ανασηκώνονται.
«Εδώ ήμουν όλη την ώρα», απαντάει αινιγματικά. Έπειτα μου ζητά να κάτσω.
Κάνω όπως μου λέει, παρατηρώντας ξαφνικά τον κομμένο κορμό ενός δέντρου άγνωστης ταυτότητας ανάμεσά μας. Στην επιφάνειά του είναι ριγμένο ένα βελούδινο ύφασμα, κόκκινο στο χρώμα. Αναρωτιέμαι πότε ξεφύτρωσε αλλά φυλάω τις απορίες μου για μετά.
«Μου ζήτησες να σε διδάξω τα μυστικά των μαγισσών της Πράσινης Παράδοσης», μου λέει, ενώ γονατίζει απέναντι από μένα, από την άλλη πλευρά του κομμένου κορμού. «Ξέρεις γιατί δέχτηκα;»
Κουνάω αρνητικά το κεφάλι. Με απόλυτη ειλικρίνεια, δεν έχω ιδέα.
«Γιατί είσαι διψασμένη. Και ποτέ δεν αφήνουμε ένα λουλούδι να διψά».
Την παράξενη φράση της συνοδεύει με ένα πλατύ χαμόγελο. Βγάζει από τις πτυχώσεις των φαρδιών μανικιών της ένα μικρό, λεπτό διάφανο μπουκάλι. Τραβάει τον φελλό, πίνει μια γουλιά από ένα ρόδινο υγρό κι ύστερα το περνά σε μένα.
Το μυρίζω ελάχιστα πριν το φέρνω στα χείλη μου. Όμορφο άρωμα, λουλουδένιο. Μυρίζει σαν εμφιαλωμένη Άνοιξη. Πίνω μια γουλιά και ενθουσιάζομαι. Η γεύση του είναι γλυκιά και δροσερή. Νιώθω αναζωογονημένη. Αναρωτιέμαι ποια να είναι τα συστατικά του ποτού.
«Τριαντάφυλλο με μια πρέζα ζάχαρης, ανάμεσα σε άλλα», απαντάει στην σιωπηλή μου ερώτηση.
Ύστερα καταχωνιάζει το μπουκάλι πίσω στα μανίκια της και σοβαρεύει.
«Είσαι έτοιμη;» Ακόμα και η φωνή της έχει χάσει την ανάλαφρη χροιά της.
«Είμαι», απαντάω και εγώ με την σοβαρότητα που αρμόζει στην περίσταση.
Η ιτιά λυγίζει τα κλαδιά της πάνω από τα κεφάλια μας. Ο ήλιος τρεμοπαίζει ανάμεσα στα φυλλώματα αφήνοντας χρυσαφιά σημάδια στα μαλλιά και το δέρμα μας. Η Βερβένα κελαηδά σαν αηδόνι, η φωνή της βγαίνει ρυθμικά και αρμονικά από τα χείλη της, όσο μου εξιστορεί την μυστική ιστορία των Πράσινων Μαγισσών. Ρουφώ τα λόγια της σαν σφουγγάρι. Δεν τολμώ ούτε να κουνηθώ, μη τυχόν και χάσω κάποια λέξη.
Δε γνωρίζω πόσος χρόνος έχει περάσει όταν βάζει τελεία και προχωράει στο ξεψάχνισμα της κρυμμένης μαγείας του φυτικού βασιλείου. Βγάζει από το μανίκι της μια ξεφτισμένη περγαμηνή, καφετιά και ελαφρώς μουχλιασμένη. Μου θυμίζει τον τρόπο που οι ταχυδακτυλουργοί εμφανίζουν κουνέλια μέσα από ημίψηλα καπέλα. Ρωτάω σιωπηλά τον εαυτό μου πόσα ακόμα θαύματα να χωράνε άραγε μέσα σε αυτά τα πράσινα υφάσματα.
Ξεδιπλώνει την περγαμηνή πάνω στο βελούδινο ριχτάρι και συνεχίζει να μιλά, χτυπώντας πότε πότε με τα δάχτυλα κάποια σημεία στο χαρτί. Το χειρόγραφο είναι όλο ζωγραφισμένο στο χέρι με μαύρο μελάνι. Παντού υπάρχουν σκορπισμένα σκίτσα βοτάνων, δέντρων και ανθών συνοδευμένα από συντομογραφικές και κρυπτογραφημένες εξηγήσεις. Επιχειρώ να συγκρατήσω όλες τις πληροφορίες αλλά είναι αδύνατον. Κάποιες χαράσσονται στο νου μου εντελώς επιγραμματικά.
«Γιασεμί και τριαντάφυλλο για τα θέματα της καρδιάς, δάφνη για προστασία, λεβάντα για γαλήνη, κρίνος για θεραπεία». Επαναλαμβάνω μέσα μου όσα μπορώ, μα σύντομα οι νέες γνώσεις μπερδεύονται, συγχέονται και ξεχνιούνται, όταν κάποιες πληροφορίες που μου κάνουν τρομερή εντύπωση, παίρνουν τη θέση τους.
Όπως για παράδειγμα το γεγονός πως οι πρόγονοί μας χρησιμοποιούσαν την τσουκνίδα σαν ιατρικό για τα περισσότερα δηλητήρια, ή πως ο ίταμος, λόγω της ιδιαιτερότητάς του να γεννά νέα δέντρα από τα κλαδιά του όταν πεθαίνει, θεωρείτο σύμβολο αναγέννησης και για αυτό οι Κέλτες έθαβαν τους αρχηγούς τους,τιμητικά, κάτω από τις ρίζες τους.
Άπειρες πληροφορίες γεμίζουν κάθε γωνιά του μυαλού μου. Χάνω κάθε αίσθηση χώρου και χρόνου. Στο μυαλό μου ηχούν τα λόγια της Βερβένας μπερδεμένα.
«Μυρτιά για γονιμότητα… Παπαρούνα για τον ύπνο… Ο ιβίσκος εμπνέει πόθο… Το χρυσάνθεμο δίνει δύναμη. Προσοχή! Μην καταναλώσεις ποτέ μπελαντόνα».
Αισθάνομαι το κεφάλι μου βαρύ. Ολόκληρο το σώμα μου βρίσκεται σε σύγχυση. Η Βερβένα μιλάει και νιώθω ότι τα χείλη της με ρουφούν μέσα σε μια ατελείωτη δίνη. Δεν είμαι σε θέση να θυμηθώ τίποτα με σιγουριά.
«Σου έδωσα όλες τις γνώσεις που χρειάζεσαι», μου λέει ξαφνικά και νιώθω σαν να ξυπνάω από κάποιο βαθύ ύπνο.
«Δεν είμαι σίγουρη ότι θυμάμαι όλα όσα μου είπες», της απαντάω ειλικρινά.
«Δεν πειράζει. Θα συνδεθούν όλα σε λίγο. Τώρα πρέπει να βεβαιωθώ πως δε θα ξεγλιστρήσει η νέα γνώση από το στόμα σου σε αυτιά που δεν πρέπει να φτάσει».
Ξεροκαταπίνω στο άκουσμα της φράσης με την ξαφνική παρόρμηση να το βάλω στα πόδια.
«Με ποιο τρόπο;» Ρωτάω, ελπίζοντας να μείνει η γλώσσα μου στη θέση της.
«Πλησίασε», μου λέει, καθώς σκύβει πάνω από τον κομμένο κορμό που βρίσκεται ανάμεσά μας.
Την μιμούμαι αργά, κάπως διστακτικά ομολογουμένως. Πλησιάζει το πρόσωπό μου σουφρώνοντας ελαφρώς τα χείλη και αφήνει ένα απαλό φιλί πάνω στα δικά μου. Νιώθω τα χείλη μου να μαγνητίζονται, να βυθίζονται μέσα στα δικά της. Περιδινούμαι μέσα σε δεκάδες σκέψεις, ενώ οι πληροφορίες μοιάζουν να συνδέονται και να βρίσκουν τις σωστές θέσεις στο μυαλό μου. Όταν τελειώνει αυτό το παράξενο φιλί, την βλέπω να στέκεται μπροστά μου σοβαρή. Η θωριά της μοιάζει πιο ψηλή και επιβλητική.
«Τα χείλη σου έχουν σφραγιστεί», μου λέει. «Καμία πληροφορία από όσες σου έδωσα δεν θα ξεστρατίσει από το στόμα σου. Ωστόσο, η γνώση που ήθελες είναι πλέον δική σου. Φρόντισε να την αξιοποιήσεις σωστά».
Τα λόγια της με μαγνητίζουν. Νιώθω να βαραίνουν τα βλέφαρα. Η μορφή της ξεθωριάζει αργά ανάμεσα στο πράσινο του λόφου. Κλείνω για ένα δευτερόλεπτο μονάχα τα μάτια μου. Όταν τα ανοίγω ξανά, βρίσκομαι μόνη μου στο κέντρο του μανιταρόκυκλου. Αφουγκράζομαι την απόλυτη σιωπή του δάσους και θυμάμαι πως βρίσκομαι ακόμα μέσα στον μαγικό θόλο. Σηκώνομαι με τη βοήθεια του κλαδιού μου και βγαίνω από τον κύκλο.
Έχει ήδη νυχτώσει. Ευτυχώς που έχει πανσέληνο και το φεγγάρι έχει ήδη βγει, έτσι ώστε να μπορέσω να βρω το δρόμο της επιστροφής.
«Καλά πήγε κι αυτό», λέω στον εαυτό μου, περισσότερο για να δοκιμάσω τη φωνή μου. Την ακούω με κάποια ανακούφιση. Παίρνω το φιδογυριστό μονοπάτι ανάποδα και αισθάνομαι λες και το φίδι που με είχε καταπιεί, με ξερνάει στο χώμα.
Επιστρέφω σπίτι μου, ίδια με πριν, μα πιο γεμάτη. Αναρωτιέμαι πώς θα χρησιμοποιήσω όσα έμαθα, αφού δεν μπορώ να τα μοιραστώ με κανέναν.
Βγαίνω από το μονοπάτι με την ξαφνική συνειδητοποίηση πως αρχίζω να νιώθω έξω από τα νερά μου, καθώς επιστρέφω στον αποκαλούμενο πολιτισμό. Όλη αυτή η αρχαία γνώση, όλος αυτός ο μυστικός κόσμος κρυμμένος σε κοινή θέα, όλη η αξιαγάπητη μαγεία της φύσης δεν βρίσκουν κανένα σημείο επαφής με την πραγματικότητα μιας πόλης. Και πλέον, ούτε και εγώ.
Αποφασίζω πως η μοναδική λύση πια είναι η επιστροφή στις ρίζες. Όσο περνάει η ώρα, τόσο καλύτερα νιώθω με αυτή την απόφαση.
Κοιτάω την πανσέληνο που κρέμεται από πάνω μου. Άραγε πόσες φορές να έχει γίνει μάρτυρας κάποιας παρόμοιας Παράδοσης ανά τους αιώνες; Και, τελικά, πόσους αιώνες θα πρέπει ακόμα να μετρήσει για να δει όλους τους ανθρώπους να επιστρέφουν στις ρίζες τους, στην αγκαλιά της Μητέρας – Φύσης;
Tags: fairy ring , fantasy , forest , magic , mother nature , Nature , secret , short-story , The Weird Side Daily , twsd , witch , αρχαία μαγεία , Βερβένα , βότανα , δάσος , δέντρα , διήγημα , διήγημα φαντασίας , ιτιά , Ιωάννα Τσιάκαλου , λουλούδια , μαγεία , μαγικός κύκλος , μάγισσα , μανιτάρια , μανιταρόκυκλος , μητέρα φύση , μονοπάτι , μορφή , μυστικά , μυστικό , νεράιδα , νύμφη , παράδοση , φαντασία , φύση , φυτά , χείλη
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.