Ένα χειμωνιάτικο μεσημέρι σε ένα έρημο beach bar. Εκείνος κάθισε στην ξαπλώστρα και κοίταξε γύρω του. Ο κρύος αέρας χάιδευε τα στάχυα που κρέμονταν από τις ομπρέλες και ανακάτευε την άμμο από την παραλία. Παρακολούθησε τη μαύρη σκόνη που υπήρχε πάνω στο χώμα να υψώνεται και να σχηματίζει περίεργες, άυλες φιγούρες, για να διαλυθούν αμέσως μετά τη στιγμή που έπεφτε και πάλι στο έδαφος. Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ καθαρή και μπορούσε να διακρίνει τη χιονισμένη κορυφή του βουνού που υπήρχε απέναντι από την αμμουδιά. Έκλεισε τα μάτια και ρούφηξε μια μεγάλη τζούρα καθαρού αέρα και αλμύρας. Το καλοκαίρι δεν του άρεσε. Ο χειμώνας ήταν η αγαπημένη του εποχή από τότε που ήταν μικρός﮲ και θα συνέχιζε να είναι﮲ και η θάλασσα ήταν το αγαπημένο του μέρος. Ξάπλωσε κι έφερε τα χέρια πίσω από το κεφάλι του. Ο χειμωνιάτικος ήλιος έπαιζε κρυφτό με τα σύννεφα. Πότε τον τύφλωνε και πότε εξαφανιζόταν για να αφήσει τα μάτια του να ξεκουραστούν. Ξαφνικά ο αέρας δυνάμωσε και τα κύματα θέριεψαν. Παρακολούθησε τον αφρό τους να σκάει στην αμμουδιά και να διαλύεται σε μεγάλες και μικρές μπουρμπουλήθρες που δεν προλάβαιναν να αποσυρθούν πριν έρθει το επόμενο κύμα. Οι ακτίνες του ήλιου έκαναν όμορφα παιχνιδίσματα τη στιγμή που το νερό σηκωνόταν ψηλά για να καταλαγιάσει και πάλι. Οι κρύες σταγόνες του πιτσίλισαν το πρόσωπο κι εκείνος τις έγλειψε λαίμαργα, προσπαθώντας μάταια να πάρει μια γεύση από την αλμύρα που τόσο αγαπούσε. Είδε τα κύματα να παρασέρνουν ένα κομμάτι καμένου ξύλου, κι εκείνο να χάνεται μέσα στην άβυσσο του απέραντου ωκεανού. Είχε πλέον σκοτεινιάσει όταν κόπασε ο αέρας και ηρέμησε η θάλασσα. Εκείνος ανακάθισε και κοίταξε γύρω του. Χάιδεψε τα γκρίζα γένια του και αναστέναξε. Τα φώτα της πόλης που φαινόταν πέρα στον ορίζοντα, έμοιαζαν με πολύχρωμα κοσμήματα που αντανακλώνταν στο ήρεμο πλέον νερό.
Το θυμόταν σαν να ήταν χθες. Ήταν τέσσερις τα ξημερώματα και είχε μείνει μόνος στο beach bar, μαζί με μια παρέα μεθυσμένων που συνέχιζαν να πίνουν το ένα ποτό μετά το άλλο. Ήταν άνθρωπος του χειμώνα, αλλά η φτώχεια τον είχε αναγκάσει να ξεκινήσει εκεί μια εποχιακή δουλειά. Δεν κατάλαβε πότε και πώς ξέσπασε η φωτιά. Το μόνο που θυμόταν ήταν τους τρεις άντρες να φεύγουν τρέχοντας, γελώντας δυνατά, κι εκείνον να παλεύει με τις φλόγες που είχαν θεριέψει απότομα. Θυμόταν επίσης την αίσθηση που ένιωθε, εκείνη τη φριχτή αίσθηση όταν οι φλόγες άρχισαν να γλύφουν το σώμα του με μανία κι εκείνος ούρλιαζε από τους πόνους αφού δεν υπήρχε κανένας εκεί για να σβήσει τη φωτιά. Εκείνα τα εφιαλτικά λεπτά δεν τα είχε ξεχάσει και δεν θα τα ξεχνούσε ποτέ.
Μετά όμως όλα είχαν γίνει τόσο εύκολα. Του άρεσε να περιπλανιέται αόρατος στα χαλάσματα, ακούγοντας τις διάφορες υποθέσεις που έκαναν οι πραγματογνώμονες για τη φωτιά. Του άρεσε να είναι αθέατος σε όλους και ορατός μόνο στον ίδιο του τον εαυτό. Του άρεσε που δεν μπορούσε κανείς να τον δει, αλλά εκείνος μπορούσε να τα δει και να τα ακούσει όλα.
Έτσι τον είχε δει και τον είχε ακούσει την προηγούμενη μέρα τον έναν από τους τρεις. Θα τον αναγνώριζε όπου και όποτε κι αν τον έβλεπε. Έτσι και χθες, πέντε μήνες μετά, όταν τον είδε να μιλάει με τον ιδιοκτήτη του beach bar και να διαπραγματεύεται την αγορά του, πάγωσε στη θέση του. Και μετά, όταν τελικά έκλεισε τη συμφωνία, τον άκουσε να μιλάει στο τηλέφωνο. Ήξερε ότι θα ερχόταν από στιγμή σε στιγμή να επιθεωρήσει και πάλι το χώρο, όπως είχε πει﮲ και τότε τον είδε. Όχι μόνο τον έναν, αλλά και τους τρεις μαζί. Να έρχονται προς το μέρος του χωρίς να μπορούν να τον δουν και να γελούν δυνατά, κομπάζοντας για τη «δουλειά» που μόλις είχαν κλείσει﮲ τη δουλειά που τους βγήκε πολύ φθηνά, αφού κατάφεραν να το κάψουν για να χάσει την αξία του και να το αγοράσουν σε εξευτελιστική τιμή. Τους παρακολούθησε να κάθονται δίπλα στον καμένο πάγκο του μπαρ, όπως τότε. Οι φωνές τους έσπαγαν τη σιωπή και τον ήχο που έκανε ο παφλασμός των κυμάτων.
Στάθηκε μπροστά τους και τους κοίταξε. Εκείνοι δεν μπορούσαν να τον δουν, αυτός όμως δεν έπαιρνε το βλέμμα του από πάνω τους. Θυμήθηκε και πάλι την αίσθηση που είχαν οι φλόγες στο δέρμα του. Θυμήθηκε τον πύρινο εφιάλτη που έζησε, τις απελπισμένες κραυγές του, αφού δεν υπήρχε κανείς να τον βοηθήσει﮲ και θυμήθηκε τους αστυνομικούς να λένε πως το πτώμα του είχε γίνει σχεδόν στάχτη και δεν μπορούσαν καν να τον ταυτοποιήσουν.
Κανείς από τους τρεις άντρες που βρίσκονταν εκείνη την ώρα στο καμένο beach bar δεν κατάλαβε πώς ξέσπασε η φωτιά﮲ και κανείς δεν ήταν εκεί για να ακούσει τις απελπισμένες κραυγές τους καθώς οι φλόγες τύλιγαν το σώμα τους.
Είχε πλέον ξημερώσει όταν η φωτιά έσβησε, μόλις είχε επιτελέσει το σκοπό της. Εκείνος είχε ξαπλώσει στην αμμουδιά, πάνω στη μαύρη από τη στάχτη άμμο κι είχε κλείσει τα μάτια. Ξαφνικά τα κύματα δυνάμωσαν κι εκείνος τα άφησε να τον παρασύρουν. Άφησε την ψυχή του να χαθεί μέσα στον απέραντο ωκεανό ήρεμος πλέον πως όλοι πήραν αυτό που τους άξιζε.
Tags: beach bar , αέρας , ακτίνα , αφρός , βουνό , εφιάλτης , Ήλιος , θάλασσα , καλοκαίρι , κραυγή , κύμα , μαύρη , μαύρο , μεσημέρι , νερό , ξημέρωμα , παραλία , πόλη , σκόνη , στάχτη , συμφωνία , σώμα , τηλέφωνο , φιγούρα , φιγούρες , φλόγες , φτώχεια , φωτιά , χαλάσματα , χειμώνας , ωκεανός
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.