Ο Τρόμος στη Σπηλιά

Σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να το γράψω ή να το κρατήσω κλειδωμένο στο πιο σκοτεινό δωμάτιο του μυαλού μου. Τελικά αποφάσισα πως καλύτερα κάποια βιώματα να βγαίνουν στο φως, σαν μια εκτόνωση φωτός στην καρδιά του αβυσσαλέου σκότους του ανθρωπίνου νου, και ίσως έτσι βρω μια κάποια γαλήνη στον ανήσυχο ύπνο μου. Δεν ξέρω τι […]

Σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να το γράψω ή να το κρατήσω κλειδωμένο στο πιο σκοτεινό δωμάτιο του μυαλού μου. Τελικά αποφάσισα πως καλύτερα κάποια βιώματα να βγαίνουν στο φως, σαν μια εκτόνωση φωτός στην καρδιά του αβυσσαλέου σκότους του ανθρωπίνου νου, και ίσως έτσι βρω μια κάποια γαλήνη στον ανήσυχο ύπνο μου.
Δεν ξέρω τι με έκανε εκείνο το απόγευμα και αποφάσισα να κινήσω για το Σπήλαιο του Νταβέλη στην Πεντέλη. Ήταν μια απόφαση που ανέβαλα για καιρό, με διάφορες δικαιολογίες. Φορτώθηκα λοιπόν φακό, νερό, λίγη ξηρά τροφή , έναν ελβετικό σουγιά , λίγο οινόπνευμα, μια φωτογραφική μηχανή, Smith & Wesson με δεκαεπτά σφαίρες, πήρα τους δυο σκύλους μου, και μπήκα στο αμάξι.

Στις 23 και 30 είχα φτάσει έξω από το σπήλαιο. Μια περίεργη ανησυχία με είχε καταβάλει, ένιωθα εξουθενωμένος.Ήπια μια γουλιά νερό ,χάιδεψα τον Θορ και την Άρυα που γκρίνιαζε και άναψα ένα τσιγάρο για να χαλαρώσω και ίσως για να κάμψω τις αντιστάσεις του λογικού μου μέρους που με προέτρεπε να γυρίσω πίσω. Το θυμικό μου όμως είχε νικήσει. Άνοιξα την πόρτα του αμαξιού, ο Θορ και η Άρυα ξοπίσω μου, κλείδωσα και κατευθύνθηκα προς το στόμιο του σπηλαίου. Κάτι όμως δεν κόλλαγε με αυτό ο φακός της κάμερας είχε καταγράψει έναν χρόνο πριν στο ίδιο ακριβώς σημείο. Εκεί που κάποτε υπήρχαν μόνο χώμα και πέτρες, την δεδομένη στιγμή αντίκριζα μια αιωνόβια ελιά. Πλησίασα ,τα μάτια καμιά φορά μπορεί να ξεγελούν η αφή όμως ποτέ. Και ναι, την ακούμπησα, την ένιωσα ως εκεί που έφτανα. Υπήρχε. Περίεργο κι όμως αληθινό, ο φακός ο μόνος μου μάρτυρας και αδιάψευστος.

Ώρα 00 παρά 5, ανάβω τον φακό και εισέρχομαι. Προχωρώ, ο Θορ και η Άρυα κλαψούρισαν και έτρεξαν στο αμάξι. Κάτι μέσα μου με παροτρύνει να κάνω το ίδιο, όχι, αυτήν την φορά δεν θα ηττηθώ έτσι εύκολα. Θα έμενα, το είχα αποφασίσει, βρήκα μια πέτρα και έκατσα με την πλάτη στον τοίχο της σπηλιάς. Έβγαλα το απόκομμα χαρτιού που είχα αντιγράψει το ίδιο πρωί από τους Ορφικούς ύμνους και το διάβασα φωναχτά ένας ύμνος στον αρχέγονο οικοδεσπότη του σπηλαίου, τον Πάνα ,τον σάτυρο μουσουργό και προστάτη των οδοιπόρων στρατοκόπων και των ορεσίβιων βοσκών. Τελείωσα την απαγγελία και έσβησα τον φακό. Σε δεκαπέντε λεπτά τα μάτια μου είχαν συνηθίσει το σκοτάδι, έβλεπα θολά και δύσκολα τα σχήματα αλλά τουλάχιστον έβλεπα.

Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα στο σκοτάδι, μόνος και προσπαθώντας να έχω τον πλήρη έλεγχο του νου μου ώστε να είμαι κενός από σκέψεις και να έχω τις αισθήσεις μου σε πλήρη εγρήγορση, όταν ένας απόκοσμος βόμβος χωρίς να προσδιορίζεται η προέλευση η κατεύθυνση ή η απόσταση της πηγής του άρχισε να βασανίζει τα τύμπανα μου. Έκλεισα τα μάτια μου, δεν ήταν η πρώτη φορά που τον άκουγα, αλλά αυτή η δεύτερη φορά είχε κάτι το διαφορετικά φριχτό, δεν ήταν ο απόμακρος βόμβος του παρελθόντος έτους, αυτός ο βόμβος με πλησίαζε. Ο βόμβος έγινε μια περίεργη ομιλία, όχι ενός αλλά ίσως δύο ή και περισσοτέρων πλασμάτων, μια γλώσσα που δεν έβγαζε απολύτως κανένα νόημα, την μία άκουγα αυτές τις αλλόκοσμες ‘λέξεις’ και την άλλη στιγμή τον βόμβο, άλλες φορές και τα δύο μαζί. Αυτά που θυμάμαι είναι τα εξής: ‘Γιόγ ναθ αάλεχ…βόμβος…Ρ’λια γροντ νερ μουρ…βόμβος…αχάρντ ίς έγκορ σούλ..βόμβος…’. Δεν άντεξα, άνοιξα τα μάτια μου ,είχαν όμως ξεσυνηθίσει και θα χρειαζόμουν άλλα δεκαπέντε λεπτά για να επανέλθει η όρασή μου, δεν είχα τόσο χρόνο, η μόνη λύση ο φακός, δίκοπο μαχαίρι, θα βλέπω και θα βλέπουν, μανία με κατέλαβε, δεν ξέρω πώς ο αντίχειράς μου έφυγε από τον έλεγχό μου και πίεσε το κουμπί του φακού. Πλέον έβλεπα.

Δεν υπήρχε αίσθηση του χώρου ούτε του χρόνου, μανιασμένα έστρεφα τον maglight μου παντού μέχρι που φευγαλέα είδα μια μορφή, αλλόκοτη, φρικτή, ένα βδέλυγμα που η φύση δεν θα έπρεπε να είχε επιτρέψει να υπάρχει. Μια φιγούρα δύο μέτρων με φολίδες και δύο μάτια πύρινα ,μια κολλώδης γλίτσα διαπερνούσε όλο της το σώμα και δυο νυχτεριδόμορφα φτερά ξεπετάγονταν από τους ώμους της ,είχε παγώσει ίσως όπως και εγώ, δεν ξέρω πόση ώρα κοιτιόμασταν όταν άρχισε να μου μιλά μέσα στο κεφάλι μου και να με καλεί προς το μέρος της, με τραβούσε προς το μέρος της σαν μαγνήτης, τράβηξα το πιστόλι μου και έριξα δύο βολές προς το μέρος της από το ύψος της μέσης μου, ίσως μία απ’τις βολές μου είχε βρει τον στόχο της.

Το Πλάσμα έβγαλε ένα απόκοσμο ουρλιαχτό που παραλίγο να μου σπάσει τα τύμπανα και άπλωσε τα ‘χέρια’ του στο σημείο όπου ένα φυσιολογικό πλάσμα θα είχε το στομάχι του. Ήταν η ευκαιρία μου.

Άρχισα να τρέχω μανιασμένα προς την αντίθετη κατεύθυνση, παράλογο, έπρεπε να βρισκόμουν έξω ή να είχα βρει στο τοίχωμα της σπηλιάς, δεν δικαιολογούταν η πραγματική απόσταση ούτε με την ταχύτητα ούτε με τον χρόνο που είχα διανύσει ,οι νόμοι της φυσικής, ο δεδομένος χρόνος, η λογική όλα είχαν πεθάνει, όλα ήταν μια μακάβρια φάρσα, ένα εγκληματικό λάθος. Έτρεχα ,έτρεχα ,βήματα και ένα σύρσιμο μ’ακολουθούσαν, αλλά ένα ουρλιαχτό μ’έκανε και ανέκτησα το θάρρος μου, ήταν ένα ουρλιαχτό που το ήξερα, ήταν οι ‘λύκοι’ μου, αλυχτούσαν με ξεγυμνωμένα τα δόντια στο οτιδήποτε ήταν αυτό που με ακολουθούσε, έξω από το σπήλαιο φαίνεται είχαν ανακτήσει το θάρρος και τα ένστικτά τους, μπήκα γρήγορα στο αμάξι μαζί με τους σκύλους μου και έβαλα μπροστά.

Κοίταξα για μια τελευταία φορά το στόμιο της σπηλιάς, καθώς τα λυκόσκυλα γάβγιζαν δαιμονισμένα, το πλάσμα δεν προχωρούσε, καθόταν στο στόμιο και με κοίταζε με τα απόκοσμα κατακόκκινα μάτια του, δεν χρονοτρίβησα άλλο, έβαλα ταχύτητα και πήρα τον δρόμο της επιστροφής, μέχρι να φύγω από την Πεντέλη τα σκυλιά δεν είχαν ησυχία και εγώ ένιωθα κάτι να με παρακολουθεί, η ραχοκοκαλιά μου πάγωνε, τρεις φορές φευγαλέα η άκρη του ματιού μου έπιασε μια μορφή στον ουρανό σαν τεράστια νυχτερίδα να μ’ακολουθεί .

Όταν έφτασα στο σπίτι, έβαλα ένα σκέτο ουίσκι και πήρα την φωτογραφική μηχανή μου, μόνη απόδειξη που είχα εκτός από τα δύο λιγότερα φυσίγγια και την πυρίτιδα στο κλείστρο του όπλου. Κοίταξα την φωτογραφία που είχα τραβήξει στο στόμιο της σπηλιάς, η ελιά δεν υπήρχε.

Έξαρχος

Tags: Cave , Creepy , horror , Real , scary , weird , Αληθινό , αλλόκοτο , ιστορία , Μαρτυρία , Ορφικοί Ύμνοι , Πάνας , Πεντέλη , πλάσμα , Σπηλιά , Σπηλιά Νταβέλη , τέρας , τρόμος

Φίλοι της σελίδας : Άρθρα & διηγήματα

Δημοσιεύτηκε 15 Απριλίου, 2019

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.